Θετικές εκθέσεις των οίκων S&P και DBRS – Ύφεση 9% το 2020, ανάκαμψη 6,8% το 2021 – Τι λέει η S&P για τις τράπεζες

Θετικές εκθέσεις για την Ελλάδα στις αξιολογήσεις της οικονομίας της από τους οίκους Standard & Poor’s και DBRS

Στην επιβεβαίωση της βαθμίδας BB- με σταθερές προοπτικές για την Ελλάδα προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s, εκτιμώντας παράλληλα ότι η ύφεση για το 2020 για τη χώρα θα κινηθεί περί το 9%, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού,

πριν ανακάμψει το 2021.  Η S&P σημειώνει ότι, κατά την εκτίμησή της, η ελληνική κυβέρνηση έχει επαρκή δημοσιονομικά “μαξιλάρια” για την αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, τα οποία υποστηρίζουν το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.

Ο ΟΙΚΟΣ DBRS 

Βαρύ το πλήγμα της πανδημίας για την ελληνική οικονομία, τονίζει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης που διατηρεί το rating αλλά και το σταθερό outlook για το αξιόχρεο. Καταλύτης αναβάθμισης η αποδοτική διαχείριση της κρίσης και οι μεταρρυθμίσεις.

Στην επιβεβαίωση της βαθμίδας BB (low) όσον αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας προχώρησε την Παρασκευή το βράδυ και ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, διατηρώντας σταθερές και τις προοπτικές (trend).

Η επιβεβαίωση του σταθερού trend αποτυπώνει, σύμφωνα με τον οίκο, την άποψή του ότι η χώρα εισήλθε στην κρίση της πανδημίας του κορονοϊού έχοντας πίσω της χρόνια ισχυρής δημοσιονομικής επίδοσης και με αρκετά υψηλά αποθέματα ρευστότητας.

Το γεγονός αυτό παρέχει στη χώρα μια ορισμένη δημοσιονομική ευελιξία, ώστε να αντεπεξέλθει στις επιπτώσεις της κρίσης.

Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές αρχές έχουν εφαρμόσει έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα για τον μετριασμό του αντίκτυπου του οικονομικού σοκ, αποτρέποντας το κλείσιμο επιχειρήσεων και τις μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας μέχρι στιγμής. Ωστόσο, το ξέσπασμα της COVID-19 έχει βαρύ αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, οδηγώντας σε απότομη συρρίκνωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 15,2% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2020, μετά από μια ηπιότερη συρρίκνωση 0,5% το πρώτο τρίμηνο .

Η απότομη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ οφείλεται στα αυστηρά μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού και στην καθυστερημένη επανεκκίνηση της τουριστικής περιόδου. Ο τουριστικός τομέας, ο οποίος συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία και την απασχόληση, θα πληγεί σοβαρά φέτος και η ανάκαμψή του θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της πορείας του ιού, σημειώνει η DBRS. Σε απάντηση στην κρίση, η κυβέρνηση  έχει κινηθεί ταχέως και με σημαντικά μέτρα, που θα οδηγήσουν όμως σε σημαντικά υψηλότερο δείκτη δημοσιονομικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους, υπογραμμίζει ο οίκος.

Η επιβεβαίωση της βαθμίδας αξιολόγησης υποστηρίζεται από την ένταξη της Ελλάδας στο σύστημα του ευρώ. Η κυβέρνηση πλειοψηφίας της χώρας έχει ισχυρή δέσμευση και δυναμική στην υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας, σε συνεργασία με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, εκτιμά ο οίκος. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει διατηρήσει μια συνετή δημοσιονομική στάση, με αποτέλεσμα πέντε χρόνια πρωτογενούς πλεονάσματος, υπερβαίνοντας τους δημοσιονομικούς της στόχους και οδηγώντας σε πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους. Παρά το πολύ υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο Πρόγραμμα Αγορών Έκτακτης Ανάγκης λόγω Πανδημίας (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διασφαλίζει την ικανότητα της Ελλάδας να έχει πρόσβαση στις αγορές με ιστορικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης. Επιπλέον, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει ένα σημαντικό ποσό επιχορηγήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, ίσο με το 8,9% του ΑΕΠ, το οποίο πιθανότατα θα υποστηρίξει την ανάκαμψη και μια πιο βιώσιμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.

Όπως σημειώνει ο οίκος, οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της αξιολόγησής του για την Ελλάδα επί τα βελτίωση είναι:

1) η αποτελεσματική διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού και η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε σταθερή ανάπτυξη,

2) η συμμόρφωση της χώρας με τους κανόνες των ευρωπαϊκών θεσμών στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Αντίθετα, παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση είναι:

1) η επίμονη αρνητική επίδοση της οικονομίας

2) η αντιστροφή ή η καθυστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μακροπρόθεσμα και η κόπωση της δημοσιονομικής προσπάθειας

3) και μια αναζωπύρωση της αστάθειας του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Στην αιτιολογική του έκθεση, ο οίκος αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος, ωστόσο τα κονδύλια της ΕΕ και τα έκτακτα μέτρα που έχουν ληφθεί πιθανόν θα υποστηρίξουν την ανάκαμψη μακροπρόθεσμα.

Ειδικότερα, σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει σημαντική συρρίκνωση το τρέχον έτος, καθώς η πανδημία έχει οδηγήσει σε εξασθένιση της παγκόσμια αλλά και της εγχώριας ζήτησης. Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού που επιβλήθηκαν τον Μάρτιο και οι ταξιδιωτικοί περιορισμού, που παρέμειναν σε ισχύ μέχρι τον Ιούλιο, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 7,9% του πραγματικού ΑΕΠ κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

Σύμφωνα με τον οίκο, σχεδόν το ήμισυ της πτώσης που κατέγραψε η οικονομική δραστηριότητα προήλθε από τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ ακολούθησαν η μείωση των επενδύσεων και των εξαγωγών.

Η τουριστική βιομηχανία, η οποία αντιπροσωπεύει μια σημαντική πηγή εσόδων και απασχόλησης για την ελληνική οικονομία, θα υποστεί σοβαρές απώλειες φέτος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 9% το 2020.

Η DBRS σημειώνει ωστόσο ότι η ταχεία αντίδραση της κυβέρνησης στην πανδημία επέτρεψε τη σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων τον Μάιο, τα οποία μαζί με τα μέτρα πολιτικής, απέτρεψαν το ουσιαστικό κλείσιμο των επιχειρήσεων και την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας μέχρι στιγμής.

Σημειώνει ότι η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό δημιουργεί πρόσθετες προκλήσεις στην ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει ταχεία οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, προσθέτει ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην ενίσχυση των προοπτικών ανάπτυξης με τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και με τη μείωση της γραφειοκρατίας που στο παρελθόν αποτέλεσε τροχοπέδη για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Επιπλέον, η Ελλάδα θα επωφεληθεί ουσιαστικά από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, καθώς η χώρα πιθανότατα θα λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ του 2019) σε επιχορηγήσεις και δάνεια, πλέον των 40 δισ. από το Ταμείο Συνοχής.

Κατά την άποψη του DBRS Morningstar, η ικανότητα της Ελλάδας να βελτιώσει την ικανότητα απορρόφησής της, διατηρώντας παράλληλα τη δυναμική στη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια θα είναι καθοριστικής σημασίας για τον ρυθμό οικονομικής ανάκαμψης.

Εξωτερικές ανισορροπίες – επιδείνωση του τουρισμού που αντισταθμίζεται εν μέρει από πιθανές εισροές από την ΕΕ

Μετά από χρόνια μεγάλων ελλειμμάτων, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας ως μερίδιο του ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά από -15% το 2008 σε -1,4% το 2019. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, η οποία αυξήθηκε κατά περισσότερο από δεκαεπτά ποσοστιαίες μονάδες από το 2010 έως το 2019. Η ισχυρή απόδοση του ισοζυγίου υπηρεσιών, που οφείλεται κυρίως στη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου, με τις αφίξεις ξένων να αυξάνονται κατά σχεδόν 26% την περίοδο 2016-2019, αναμένεται να επηρεαστεί σοβαρά από την παγκόσμια υγειονομική κρίση την τρέχουσα χρονιά. Ωστόσο, θα αντισταθμιστεί εν μέρει από τις ροές κεφαλαίων της ΕΕ και από τη μείωση των εισαγωγών που σχετίζονται με τον τουρισμό.

Οι διεθνείς αφίξεις μειώθηκαν κατά 80% και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατά 86% την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2020, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ωστόσο αναμένεται μια μικρή ανάκαμψη με τα στοιχεία του Αυγούστου, παραδοσιακά του ισχυρότερου μήνα της τουριστικής περιόδου. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να επιδεινωθεί φέτος διαμορφούμενο περίπου στο -5% του ΑΕΠ. Επιπλέον, οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές, στο 153% του ΑΕΠ το 2019, από 89% το 2011, αντανακλώντας κυρίως το εξωτερικό χρέος του δημόσιου τομέα. Το επίπεδο αναμένεται να παραμείνει υψηλό λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των δανείων του επίσημου τομέα από το εξωτερικό προς το ελληνικό Δημόσιο.

Η S&P ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Κατά τον οίκο, ένα από τα κλειδιά για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη είναι η πτώση των NPEs των τραπεζών, η οποία θα ωθούσε τις πιστώσεις του ιδιωτικού τομέα.
O θετικός αντίκτυπος προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, όπως στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, είναι απίθανο να εμφανιστεί σε συνθήκες ύφεσης ή χαμηλής ανάπτυξης.
Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης, ο τομέας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων -ο μεγαλύτερος εργοδότης της οικονομίας- παραμένει υπό κινδύνου.
Η αθέτηση υποχρεώσεων του ιδιωτικού τομέα εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένη, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής οφειλής.

Η έναρξη της ύφεσης θα περιπλέξει περαιτέρω τις προσπάθειες μείωσης του μεγάλου αποθέματος NPEs, δεδομένης της επίδρασής της στους εταιρικούς ισολογισμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατα ανακοινωμένη πρόταση για νέα διευκόλυνση μείωσης των NPEs από την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και αναμένεται να αναπτυχθεί το 2021.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο στη μείωση των NPEs, συνολικού ύψους 59,7 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2020, μειωμένα από περίπου 68 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2019 (εξαιρουμένων των στοιχείων εκτός ισολογισμού) και σχεδόν το ήμισυ από τα 107,2 δισεκ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016.
Οι ελληνικές αρχές έχουν ξεκινήσει ένα σύστημα προστασίας περιουσιακών στοιχείων που ονομάζεται «Ηρακλής».

Ο οίκος εκτιμά ότι τέτοια μέτρα θα βοηθήσουν στην επισκευή του νομισματικού μηχανισμού μετάδοσης και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη.
Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της πανδημίας, αναμένεται μια αντιστροφή στη θετική τάση μείωσης των NPEs.
Σε αυτό το περιβάλλον, η πρόσφατη εφαρμογή του Ηρακλής είναι επίσης απίθανο να επιταχύνει τον αναμενόμενο ρυθμό της διάθεσης προβληματικών περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, η απόφαση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού να δώσει στις τράπεζες μεγαλύτερη ευελιξία στα NPEs θα οδηγήσει σε μικρότερη πίεση στις αναφερόμενες μετρήσεις ποιότητας περιουσιακών στοιχείων.

Παρομοίως, τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ, καθώς και υποστήριξη ρευστότητας σε περίπτωση ανάγκης, ανακουφίζουν σε κάποιο βαθμό τους κινδύνους για τα συνολικά προφίλ χρηματοοικονομικού κινδύνου των ελληνικών τραπεζών.

Η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
Τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διατηρούν την πρόσβαση στις γραμμές μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, ενώ οι ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που είναι πιο εκτεθειμένες στην πανδημία, ιδίως στον τουρισμό, έχουν πρόσβαση σε ειδικές στοχευμένες γραμμές μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III) με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
Αυτό θα προστατεύσει την ελληνική οικονομία από έντονες εξωτερικές πιέσεις ρευστότητας.
Είναι σημαντικό, μετά την απόφαση της ΕΚΤ τον Μάρτιο του 2020, οι τράπεζες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε τακτική χρηματοδότηση από την ΕΚΤ χρησιμοποιώντας ως εγγύηση τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.

Keywords
Τυχαία Θέματα