Eurobank: Επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις, εξαγωγές – Οι 3 πηγές της βιώσιμης ανάπτυξης

Από τρεις παράγοντες θα εξαρτηθεί η επίτευξη μακροχρόνιων ρυθμών ανάπτυξης, σύμφωνα με την Eurobank: 1ον Από τη συνέχιση και την ορθολογική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, 2ον Από την αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ και 3ον από την αύξηση της αξίας των εξαγωγών.

Όπως σημειώνει στην εβδομαδιαία έκθεσή της, η βιωσιμότητα του νέου ελληνικού

υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και τη δυναμική του δημοσίου χρέους της οικονομίας μας. Ισχυροί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, για παράδειγμα μεγαλύτεροι του 3%, παράλληλα με την μη ύπαρξη δημοσιονομικών πρωτογενών ελλειμμάτων αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για τη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στην περίπτωση που κατορθώσουμε να ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι τότε αυτομάτως η διαπραγματευτική δύναμη έναντι των δανειστών μας θα αυξηθεί και παράλληλα το κόστος δανεισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα θα μειωθεί.

Είναι πολύ σημαντικό στοιχείο για την αξιοπιστία της χώρας μας να κατορθώσουμε μέσα στα επόμενα χρόνια να δημιουργήσουμε τους δικούς μας, εθνικούς μηχανισμούς-θεσμούς δέσμευσης, οι οποίοι να στοχεύουν στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και στον «σεβασμό» των δυνατοτήτων της οικονομίας μας, δηλαδή μακροχρόνια δημοσιονομική πειθαρχία. Με τον όρο δημοσιονομική πειθαρχία δεν εννοούμε ότι θα πρέπει η κυβέρνηση να ακολουθεί συνεχώς πολιτικές λιτότητας. Περισσότερο έχει την έννοια ότι οι ασκούντες την οικονομική πολιτική θα πρέπει στις αποφάσεις τις οποίες παίρνουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τον μακροχρόνιο εισοδηματικό περιορισμό της κυβέρνησης.

Η Eurobank σημειώνει ότι για το 3ο τρίμηνο οι κινητήριοι μοχλοί του θετικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης ήταν η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές. Θετική έκπληξη από την αύξηση των επενδύσεων για πρώτη φορά ύστερα από 25 τρίμηνα πτωτικής πορείας.

Η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής κατά 1,92% (ετήσια μεταβολή) στο 3ο τρίμηνο προήλθε κυρίως λόγω ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης, 3,60%, και των εξαγωγών, 6,91%. Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, παρά την ύπαρξη αρνητικών αποτελεσμάτων πλούτου (π.χ. μείωση τιμών ακινήτων, πτώση τιμής μετοχών), παρά τη συνεχή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και παρά τη συνεχή πτώση της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά, αποτελεί μια ένδειξη καλυτέρευσης των προσδοκιών των καταναλωτών ως προς την μελλοντική τους χρηματοοικονομική κατάσταση. Στον τομέα των εξαγωγών, μπορεί μεν να σημειώθηκε αύξηση κατά 6,91% ωστόσο ο ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής τους ήταν χαμηλότερος κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 1ο και 2ο τρίμηνο αντίστοιχα.

Τέλος, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε κατά 2,44%, ενώ οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου) κατέγραψαν τον πρώτο θετικό ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής ύστερα από 25 συνεχόμενα τρίμηνα πτωτικής πορείας.

Για το 3ο τρίμηνο του 2014 τα μερίδια των συνιστωσών του ΑΕΠ διαμορφώθηκαν στα εξής επίπεδα: ιδιωτική κατανάλωση στο 72,55%, δημόσια κατανάλωση στο 19,78%, επενδύσεις στο 11,20%, εξαγωγές στο 33,51% και εισαγωγές 34,37%.

Ενας από τους κεντρικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα θα πρέπει να είναι η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων. Για να συμβεί αυτό, παράλληλα με την μη χειροτέρευση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, απαιτείται η αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης.

Keywords
Τυχαία Θέματα