Ινδιάνα που ζει στον Αμαζόνιο η μητέρα 25χρονου Αμερικανού

Παιδί δυο εντελώς διαφορετικών φυλών είναι ο 25χρονος Ντέιβιντ Γκουντ. Γιος αμερικανού ανθρωπολόγου και μιας ιθαγενούς που ζει στα βάθη του Αμαζονίου. ΟΓκουντ έχει πρωταγωνιστήσει σε ντοκυμαντέρ του National Geographic όταν ήταν μόλις ενός έτους και έχει αποκηρύξει για πολλά χρόνια την καταγωγή του από τη φυλή των Γιανομάνι.

Σχεδόν δύο δεκαετίες όμως αφότου η μητέρα του τον εγκατέλειψε για να επιστρέψει στα πατρογονικά της εδάφη, ο Γκουντ ξεκίνησε μια περιπετειώδη όσο και συγκινητική αποστολή

για να την ξαναβρεί.

Όλα ξεκίνησαν το 1975, όταν ο πατέρας του Ντέιβιντ, Κένεθ Γκουντ, επισκέφθηκε την περιοχή του Αμαζονίου, ανέβηκε τον ποταμό Ορινόκο, στις ζούγκλες της Βενεζουέλας, και περνώντας τους καταρράκτες Γουαχαρίμπο εγκαταστάθηκε στην περιοχή Χασουπουουετέρι, με σκοπό να παραμείνει 15 μήνες και να μελετήσει τους ιθαγενείς Γιανομάνι.

Οι Γιανομάνι, που ζουν σε 200-250 χωριά σε μια έκταση 96.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων ζούγκλας, είχαν τη φήμη πολεμοχαρούς λαού που συχνά με αφορμή τη διεκδίκηση μιας γυναίκας αναλώνεται σε εχθροπραξίες με διπλανά χωριά. Προηγούμενοι ερευνητές τούς περιέγραφαν σαν μια φυλή στην οποία οι χρόνιες διαμάχες, οι ομαδικοί βιασμοί και οι φόνοι ήταν κομμάτι της καθημερινής ζωής τους.

Ο 35χρονος Κένεθ Γκουντ όμως στους 15 μήνες παραμονής του όχι μόνο έμαθε να μιλάει τη γλώσσα τους σχετικά καλά αλλά συνάμα απέκτησε μια διαφορετική εικόνα για αυτόν τον λαό. Οι μήνες έγιναν χρόνια, έγινε αποδεκτός και ο αρχηγός της φυλής αποφάσισε να του δώσει μια σύζυγο. Έπειτα από χρόνια και την ανάπτυξη φιλίας και αγάπης μεταξύ του Κένεθ και της ιθαγενούς Γιαρίμα, οι δυο τους έγιναν πραγματικό ζευγάρι. Στη διάρκεια των σχεδόν 12 χρόνων παραμονής του κοντά στους Γιανομάνι ο Κένεθ αναγκαζόταν να λείπει ανά διαστήματα για να εξασφαλίζει χρηματοδότηση για τις έρευνές του. Στο τελευταίο ταξίδι του μακριά η Γιαρίμα βιάστηκε από μια ομάδα αντρών και κινδύνεψε να πεθάνει.

Υστερα από αυτό ο Κένεθ αποφάσισε να πάρει τη Γιαρίμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου λίγο αργότερα γέννησε τον Ντέιβιντ και παντρεύτηκαν. Η οικογένεια απέκτησε ακόμη δύο παιδιά και επισκεπτόταν κάθε χρόνο τα πατρογονικά εδάφη της Γιαρίμα, όπου όλοι ζούσαν με τον αρχαίο τρόπο, κυνηγώντας και ζώντας όλοι μαζί σε μια μεγάλη ξύλινη σκηνή χωρίς οροφή.

Για τη Γιαρίμα η ζωή στον «πολιτισμό» είχε τεράστια επίδραση. Πράγματα όπως η εύκολη πρόσβαση σε τροφή – και μάλιστα σε αφθονία -, τα καταστήματα ρούχων, τα αυτοκίνητα και η τηλεόραση ήταν για εκείνη σχεδόν μαγικά, παρ’ όλο που τα συνήθισε πολύ σύντομα. Ο Ντέιβιντ θυμάται μια πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία, με μια μητέρα γλυκιά και τρυφερή, η οποία έπαιζε μαζί του και προσπαθούσε να του μεταφέρει τις παραδόσεις και τις δοξασίες της φυλής της. Παρ’ όλα αυτά, η μοναχική ζωή της μεγαλούπολης δεν ήταν φτιαγμένη για τη νεαρή ιθαγενή. Οταν ο Ντέιβιντ ήταν σχεδόν πέντε ετών, σε ταξίδι της οικογένειας στον Αμαζόνιο, η μητέρα του αποφάσισε να μην επιστρέψει στο Νιου Τζέρσι.

Το πλήγμα για τον Ντέιβιντ ήταν μεγάλο και αποφάσισε να διαγράψει πεισματικά την καταγωγή του από τους Γιανομάνι, γεγονός που κατάφερε για πολλά χρόνια. Ενώ στο σχολείο ήταν άριστος μαθητής και κατάφερε να περάσει στο πανεπιστήμιο ως φοιτητής Βιολογίας, η έλλειψη της μητέρας του και η απουσία κάθε επικοινωνίας μαζί της τον πίκραινε σε βαθμό που άρχισε να πίνει. Οταν μια μέρα παρακολούθησε ένα ντοκυμαντέρ του National Geographic που απεικόνιζε τη ζωή της οικογένειας στη ζούγκλα, ο Ντέιβιντ ξέσπασε σε κλάματα και αποφάσισε να αναζητήσει τη μητέρα του.

Με χρηματική βοήθεια από τον πατέρα του ο Ντέιβιντ, που ως τότε απέφευγε την επαφή με κάθε τύπο εντόμου, ξεκίνησε ένα πολυήμερο και οδυνηρά κοπιαστικό ταξίδι στα βάθη του Αμαζονίου και από κάποια στιγμή και έπειτα, συνοδευόμενος από ιθαγενείς, έφθασε στο χωριό της μητέρας του. Η σκηνή της συνάντησής τους έπειτα από 19 ολόκληρα χρόνια, όπως ο ίδιος την περιγράφει, είναι ιδιαιτέρως συγκινητική. Παρουσία ολόκληρης της φυλής, όταν οι δυο τους έφτασαν ο ένας δίπλα στον άλλον, απλώθηκε απόλυτη σιγή και προτού αγκαλιαστούν άρχισαν να δακρύζουν.

Ο Ντέιβιντ όχι μόνο έγινε αποδεκτός από τη φυλή της μητέρας του αλλά στους έξι μήνες που πέρασε κοντά της εκείνη προσπάθησε να τον παντρέψει με δύο νεαρές ιθαγενείς για να τον κρατήσει κοντά της. Αν και δεν τα κατάφερε και εκείνος αποφάσισε να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις ΗΠΑ, έφτιαξε πρόσφατα μια ιστοσελίδα (http://projectgood.net/) στην οποία περιγράφει τη μοναδική του ιστορία και προσπαθεί να κάνει τους Γιανομάνι περισσότερο γνωστούς στον κόσμο. Ο Ντέιβιντ, ένας νέος μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο εποχές, θα μπορούσε κανείς να πει, κατάφερε τελικά να συμφιλιωθεί με την καταγωγή του και να αποδεχθεί τη διαφορετικότητά του.

Keywords
Τυχαία Θέματα