ΑΡΙΣΤΕΑ ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΥ: Η ξεχωριστή και ηρωική

Του ΓΙΑΝΝΗ ΝΤΑΣΚΑ

Πολλοί δηλώνουν ατρόμητοι, αλλά στον πρώτο απειλητικό ήχο τρέπονται σε φυγή ή σε άτακτη υποχώρηση. Πολλοί δηλώνουν υπεράνω χρημάτων και ιδιοτελειών, αλλά στον πρώτο ήχο των χρημάτων αφήνουν την ψυχή τους να τον ακολουθήσει και να αναπηδήσει στο κατά Τέντζελ καθαρτήριο…
Ευελπίδων, τέσσερα χρόνια πριν. Κτήριο 2, κάτω γωνία αριστερά. Κτήριο ΜΜΕ. Εκεί δικάζονται οι αγωγές εναντίον των ΜΜΕ με όρους που δεν μοιάζουν και δεν είναι διαφανείς. Οι κληρώσεις δικαστών

κ.λπ. έχουν πάει περίπατο και είναι επιλεγμένοι οι δικαστές που δικάζουν τις αγωγές εναντίον ΜΜΕ. Ουσιαστικά, βέβαια. Γιατί τυπικά η απάντηση είναι ότι και αυτές οι αγωγές δικάζονται, όπως οι αγωγές εναντίον πολιτών.
Στο πινάκιο εκείνης της ημέρας έγραφε: «Σταύρος Ψυχάρης εναντίον Αριστέας Μπουγάτσου». Η Αριστέα, εκείνη την εποχή, δεν είχε εργασιακές πλάτες. Είχε παραιτηθεί από τον ΣΚΑΪ και την «Καθημερινή» και δεν εργαζόταν. Προτάσεις είχε πολλές και από πολύ μεγάλα συγκροτήματα. Μία από αυτές τις προτάσεις της μεταφέραμε και εμείς. Θα είχε ό,τι ήθελε μέχρι και οδηγό.
«Όχι, Γιάννη μου. Με χρειάζονται εκεί απολύτως. Αλλά όχι για δημοσιογραφία ή όχι μόνο για δημοσιογραφία. Ξέρουν ότι έχω κάνει χρόνια έρευνες και κατέχω στοιχεία και φακέλους για τα τεράστια ζητήματα που κυνηγούν. Θέλουν να χτυπήσω εγώ τη βρομιά για να την αντικαταστήσουν με δική τους και όχι για να καθαρίσουν την κόπρο. Δεν δέχομαι. Ας είμαι στο περιθώριο τώρα. Έχω τον Βασίλη» απάντησε.
Ξέρουμε ότι είχε τότε απόλυτη ανάγκη τη δουλειά. Ήρθε, λοιπόν, στο δικαστήριο με τα μαύρα της γυαλιά και είχε έγνοια να μην τη φωτογραφίσουν. «Δεν θέλω να δω φωτογραφία μου πουθενά. Για κακό θα είναι. Για καλό δεν με νοιάζει και δεν το θέλω».
Η δίκη πλησίαζε και είμαστε στο πλευρό της, μάρτυρας υπεράσπισης. Ο ισχυρός άνδρας όχι απλώς του ΔΟΛ, αλλά της Ελλάδας, ζητούσε 3 εκατομμύρια ευρώ για «συκοφαντική δυσφήμηση». Και εκεί, στο δικαστήριο, ήρθε η τελική πρόταση. Να αποσυρθεί η αγωγή με δήλωση απλή ότι δεν είχε καμία πρόθεση να μειώσει την τιμή και την υπόληψη. Αυτή η δήλωση είναι αυτονόητη και γίνεται ΠΑΝΤΑ από τους δικηγόρους. Η Αριστέα ούτε που ήθελε να ακούσει για δήλωση. «Δεν υπογράφω τίποτα. Και αν με καταδικάσουν σε χρήματα, δεν έχω τίποτα να δώσω και θα πάω φυλακή».
Ούτε να ακούσει για κανενός είδους συμβιβασμό και ας ήταν σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση. Χωρίς δουλειά, απέναντι σ’ ένα μεγαθήριο του προσκηνίου και του παρασκηνίου. Η δίκη έγινε και η Αριστέα νίκησε. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Ούτε καν το συζητούσε στη συνέχεια. Αυτή ήταν. Ούτε πανηγυρισμοί, ούτε εμπάθεια. Ούτε λεονταρισμοί, ούτε φόβοι και ηττοπάθεια.
Τρία χρόνια πριν. «Γιαννάκο, μου την έπεσε ο καρκίνος, αλλά δεν ξέρει ο κακομοίρης με ποια έμπλεξε. Τώρα θα δεις τι θα πάθει». «Τι είναι αυτά που λες;» τη ρωτήσαμε αναστατωμένοι. «Θα κάνω μια επέμβαση αύριο το πρωί στο ‘‘Αλεξάνδρα’’. Δεν θα πεις σε κανέναν απολύτως τίποτα. Κυρίως σε αυτούς που ξέρεις. Έλα στο δωμάτιο…».
Δεν ήθελε να μάθουν ούτε εχθροί, ούτε αγνώμονες. Και τέτοιους αριθμούσε πολλούς που πήραν από εκείνη βοήθεια, είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε με τη δουλειά της.
Πήγαμε. Ήταν ένα γελαστό παιδί. Όπως πάντα. Στο κρεβάτι. Χιούμορ, σαρκασμός και αυτοσαρκασμός, αστεϊσμοί με τον αγαπημένο της πρωτοξάδελφο γιατρό πάντα στο πλευρό της. «Ο Βασίλης μου, ο γιατρός, ο ξάδελφός μου και η Γιάννα ξέρουν τι συμβαίνει. Δεν θέλω να μάθει τίποτα η μάνα μου. Πέρασε τόσα στη ζωή της και περνάει ακόμα. Δεν θα αντέξει. Εγώ θα το παλέψω και θα νικήσουμε, Γιαννάκο. Εδώ νικήσαμε τον Σταύρακα και τόσους άλλους, στον καρκίνο θα κολλήσουμε;».
Ξαφνικά το βλέμμα της πάει στο πλάι, στον ξάδελφό της που συνοφρυώθηκε: «Αν πρόκειται να έχεις αυτό το ύφος, μπρος έξω!» του λέει και εκείνος την αγκαλιάζει. «Γιαννάκο, βοήθησέ με να βάλω κάλτσες να περπατήσουμε λίγο στον διάδρομο».
Ο ξάδελφος, ίδιος με εκείνη στο χιούμορ, φωτογραφίζει με το κινητό και εκείνη ενθουσιάζεται: «Εγώ δεν θέλω να υπάρχουν φωτογραφίες μου στα ΜΜΕ και δεν υπάρχουν, αλλά με αυτές, Γιαννάκο, θα σε εκβιάζω ότι θα τις δώσω στη δημοσιότητα».
«Μακάρι να τις δώσεις. Τιμή μου και καμάρι μου. Να σε διευκολύνω να τις δώσω πιο γρήγορα;». Γυρίζει στον ξάδελφο και του λέει: «Πρόσεχε, κράτα τις φωτογραφίες, γιατί μπορεί να τις δώσει αυτός».
Κάπως έτσι, με αστεϊσμούς, έδινε κουράγιο και ούτε μια στιγμή σ’ αυτά τα χρόνια δεν λύγισε. Ούτε μία. Πριν από λίγους μήνες συμφωνήσαμε να περάσει από την εφημερίδα στη Φειδίου. «Έρχομαι, στρώσε χαλί!». Ύστερα από λίγο χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν εκείνη: «Κατέβα σε δυο λεπτά να μην περιμένει το ταξί, γιατί αν αργήσεις, θα…»
Όταν ήρθε, μέσα από το ταξί με τα γυαλιά της τα μαύρα, μας δίνει τον φάκελο που της ζητήσαμε και μας δείχνει το σκουφάκι στο κεφάλι: «Δεν ήθελα φωτογραφία με τη χαίτη (σ.σ. τα πλούσια σγουρά μαλλιά της) μην το ρισκάρω και με βγάλει κανείς με το σκουφάκι. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά θα χαρούν οι εχθροί και οι δήθεν φίλοι. Ασ’ τους να νομίζουν ότι θα ζήσω για πολλά χρόνια και να φοβούνται να κάνουν λαμογιές». Το είπε και έσκασε στα γέλια!
«Θα ζήσεις άλλα 100 χρόνια και θα είσαι πάντα ένας αητός περήφανος» της είπαμε. «Ναι, ναι, έτσι να τους λες, Γιαννάκο, αλλά μεταξύ μας… Ασ’ το. Πάρε τον φάκελο, γ… τους και μόλις τελειώσω τη θεραπεία θα δεις τι θα γίνει».
Το φθινόπωρο του 2012 ήταν μέσα στον πυρετό. Όχι της ασθένειας. Και να είχε, δεν το έκανε θέμα έξω από το σπίτι της και ούτε καν εκεί. Στον πυρετό της επανέκδοσης της «Ελευθεροτυπίας». Το πίστευε από την ημέρα που έκλεισε ότι θα ξαναβγεί και το ζούσε έντονα όταν αποφασίστηκε η ημερομηνία.
«Μίλα με τον Χάρη, είναι οριστικό και θα βγει ξανά τον Γενάρη.»
«Εσύ τι ρόλο θα έχεις;»
«Θα γράφω, τι άλλο;»
Έγραφε μέχρι την τελευταία της στιγμή. Αυτή ήταν η Αριστέα. Όπως τη γνωρίσαμε τον Σεπτέμβρη του 1994 γελαστή, ατρόμητη, ασυμβίβαστη, ακέραιη. Έτσι πέταξε στα ύψη τον Φλεβάρη του 2013. Δίπλα της πέρασαν ποταμοί προτάσεων, χρημάτων, δολωμάτων. Ούτε μια στιγμή δεν την είδαμε να κοντοστέκεται στη θέα τους.
«Αριστέα, πού είσαι;»
«Είμαι Βουλγαρία για έρευνα!»
«Μπράβο. Άρα, είσαι μια χαρά.»
«Στο νοσοκομείο είμαι, βρε βλάκα! Κάνω θεραπεία, αλλά η μάνα μου ξέρει ότι είμαι στη Βουλγαρία για έρευνα και εκεί δεν πιάνουν τα κινητά. Τα υπόλοιπα τα έχει αναλάβει η αδελφούλα μου, η Γιάννα.»
«Να έρθουμε;»
«Μόνο αν σου πω εγώ και αυτό θα γίνει όταν συνέλθω. Σε λίγες μέρες καθάρισα και θα κάνουμε εκπομπή».
Έτσι τη ζούσαμε στη δοκιμασία της.

Ένας περήφανος αητός έως το τέλος

Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν τον Γενάρη του 2010. Χωρίς δουλειά, με έντονο το πρόβλημα υγείας και με μεγάλη δυσκολία, λόγω θεραπείας, στην κίνηση. Μαθαίνει για περιπέτεια σε νοσοκομείο και την ακούμε στο τηλέφωνο: «Πού είσαι; Έρχεται ο Βασίλης να σου φέρει λεφτά με τη μηχανή». Από εκείνα τα λίγα που δεν είχε η ίδια, αλλά ο Βασίλης. Δεν χρειάστηκαν ευτυχώς. Ένα δάκρυ που έφυγε ήταν για την Αριστέα… Και ναι… Το έλεγε ότι αισθανόταν προδομένη στους αγώνες της από εκείνους που δεν θα έπρεπε, από τους ευεργετηθέντες. Και ήθελε να φύγει από την πίσω πόρτα, χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Με τον Βασίλη. Αυτό ακριβώς έκανε. Έμεινε ασυμβίβαστη, ακέραιη, ένας περήφανος αητός έως το τέλος.

Keywords
Τυχαία Θέματα