Αποκάλυψη: «Πληρώνουμε από την τσέπη μας για να δικάζουμε!»

Οι δικαστές πληρώνουν από την τσέπη τους για να αποδώσουν δικαιοσύνη στους Έλληνες πολίτες και αυτό δεν είναι αποδεκτό, διότι οι της κυβέρνησης και οι βουλευτές ούτε περικοπές στους δικούς τους μισθούς κάνουν, ούτε καν κυνηγούν τη φοροδιαφυγή. Αυτό υποστηρίζει καθαρά και ξάστερα η πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, κ. Θάνου – Χριστοφίλου, στο πιο αποφασιστικό μήνυμα που στέλνει μέσα από το «Π» στις άλλες δύο μορφές ανεξάρτητων εξουσιών, αλλά και στην ελληνική κοινωνία. Το μήνυμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία και για τη λεπτομερή απάντηση στην κριτική που ασκείται στη Δικαιοσύνη από τους

υποκριτές και Φαρισαίους που έχουν γεμίσει με κλεμμένα τις ξένες τράπεζες και τις ελβετικές βουνοπλαγιές. Ιδιαίτερη, όμως, σημασία αποκτά και γιατί όσα καταλογίζει για την υποκρισία («να αυτοθυσιαστούν αυτοί πρώτα και όχι η κοινωνία») η κ. Θάνου επιβεβαιώθηκαν πριν αλέκτωρ φωνήσαι με την ακύρωση των προκλητικών περικοπών των (κυρίως αναξιοκρατικά) διορισθέντων στη Βουλή, μεταξύ των οποίων στενοί συγγενείς, υπηρέτες και φίλοι ορισμένων πολιτικών με δύναμη.
Η κ. Θάνου, την οποία παρακαλέσαμε να εξηγήσει τη στάση των δικαστών μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας μας, τονίζει ότι δεν έχουν κανένα αντισυνταγματικό χαρακτήρα (και έχει δίκιο) οι κινητοποιήσεις των δικαστών και ότι θα συνεχιστούν όσο συνεχίζεται η άδικη και υποκριτική στάση των πολιτικών, οι οποίοι, όπως αφήνει σαφώς να εννοηθεί, θέλουν τους δικαστές ενδεείς για να βγάζουν κατά παραγγελία και όχι κατά συνείδηση αποφάσεις. Διαβάστε το άρθρο-παρέμβαση και είμαστε βέβαιοι ότι θα συμφωνήσετε.
ΓΙΑΝ. ΝΤΑΣ.

Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΘΑΝΟΥ – ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΥ

Η ανεξαρτησία του δικαστή είναι το θεμέλιο του Κράτους Δικαίου, εντοπίζεται δε τόσο στην ανεξαρτησία του έναντι των οργάνων των άλλων δύο εξουσιών, όσο και στη στάση του ως ουδέτερου κριτή απέναντι στα συμφέροντα των αντίδικων μερών. Η δικαστική ανεξαρτησία διασφαλίζεται με δύο τρόπους: α) με την κατοχύρωση της υπηρεσιακής θέσης του δικαστή, ο οποίος δεν επιτρέπεται να παυθεί από το αξίωμά του, παρά μόνον στις περιπτώσεις και για τους λόγους που προβλέπει περιοριστικά ο νόμος β) με τη διασφάλιση της οικονομικής ανεξαρτησίας του δικαστή. Η διασφάλιση αυτή παρέχεται από το Σύνταγμα, το οποίο, στο άρθρο 88 παρ.2 επιτάσσει ειδική μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, ανάλογη με το λειτούργημά τους. Η διασφάλιση αυτή θεωρείται αυτονόητο και αναγκαίο στήριγμα της ανεξαρτησίας του τόσο της προσωπικής όσο και της θεσμικής.
Ουδείς, επομένως, δύναται να αμφισβητήσει την κατοχύρωση του μισθολογίου των δικαστών από το Σύνταγμα, ούτε δύναται να αμφισβητήσει την ισοτιμία των δικαστικών λειτουργών, με τους λειτουργούς των άλλων δύο εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής), αφού πάντοτε οι θεωρητικοί του Συνταγματικού Δικαίου, από την εποχή του Μοντεσκιέ μέχρι σήμερα, όπως και η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, αναγνωρίζουν την ισοτιμία των τριών εξουσιών. Ουδείς, τέλος, δικαιούται να αμφισβητήσει, διότι αποδεικνύεται καθημερινά στην πράξη, ότι οι δικαστές καλύπτουν οι ίδιοι, με δικά τους έξοδα, τις δαπάνες, που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους, π.χ. δαπανούν περισσότερο από το ήμισυ των αποδοχών τους κατά τις συχνές μεταθέσεις και αποσπάσεις σε πόλεις άλλες, εκτός της οικογενειακής τους στέγης, για διαμονή και μετακινήσεις, δαπάνη η οποία δεν καλύπτεται από την υπηρεσία τους, όπως άλλων κρατικών λειτουργών (λόγου χάρη των βουλευτών, των οποίων όλα τα αντίστοιχα έξοδα καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Βουλής).
Απαντώ, λοιπόν, σε όλους όσοι, με διαφόρους τρόπους ο καθένας, βάλλουν κατά των δικαστών και κατά των δικαιολογημένων αντιδράσεών τους. Ειδικότερα:
1) Σε όσους ισχυρίζονται ότι οι κινητοποιήσεις των δικαστών είναι αντισυνταγματικές απαντώ ότι: το ζήτημα δεν είναι οικονομικό, είναι πρωτίστως θεσμικό, αφορά στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την οποία οι δικαστές δικαιούνται και υποχρεούνται να τη διασφαλίζουν, και αφού εξάντλησαν κάθε άλλο μέσο διαπραγμάτευσης δικαιούνται να τη διασφαλίζουν ακόμα και με το έσχατο μέσο των διακοπών συνεδριάσεων, το οποίο, εν προκειμένω, δεν έχει αντισυνταγματικό χαρακτήρα, αφού, διά μέσου αυτού, οι δικαστές κατατείνουν στην προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας και στην εξασφάλιση εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 87 παρ.1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος. Διατάξεις, οι οποίες σαφώς παραβιάζονται και σαφώς θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, με τις υπερβολικές μειώσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν στις αποδοχές τους (υπερβαίνουν το 50%), που είναι οι μεγαλύτερες μειώσεις σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα και έχουν ως αποτέλεσμα την ισοπέδωση των αποδοχών των δικαστών. Το άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει στους δικαστές την απεργία, υπό οποιαδήποτε μορφή, βρίσκεται σε άμεση σχέση και συνάφεια με τα άρθρα 87 παρ.1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος, άρθρα τα οποία επιτάσσουν την υποχρέωση στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία των δικαστών, εξασφαλίζοντας σε αυτούς και οικονομική ανεξαρτησία με αποδοχές ανάλογες με το λειτούργημά τους. Επομένως, η υποχρέωση εκ μέρους των δικαστών για εφαρμογή του άρθρου 23 του Συντάγματος έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση την τήρηση εκ μέρους των άλλων δύο εξουσιών της υποχρέωσής τους για εφαρμογή των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος. Δεν τίθεται, συνεπώς, ζήτημα παραβίασης, εκ μέρους των δικαστών του άρθρου 23 του Συντάγματος, με τις διακοπές συνεδριάσεων, όπως επίσης δεν τίθεται και ζήτημα πειθαρχικής ευθύνης αυτών για τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις, αφού η συνολική σχεδόν συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις αυτές πραγματοποιείται σε εφαρμογή των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία είναι θεσμικό όργανο, αφού η ίδρυση και η λειτουργία της (όπως και των λοιπών Δικαστικών Ενώσεων) προβλέπεται ειδικώς και ρητώς από το Σύνταγμα (αρθρ. 89 παρ.5). Όσο για το μέτρο της περικοπής μισθού, τόσο οι Δικαστικές Ενώσεις όσο και η Διοικητική Ολομέλεια του Α.Π., όταν γνωμοδότησε για τις διατάξεις του Ν. 4055/2012, χαρακτήρισαν τη σχετική διάταξη αμφιβόλου συνταγματικότητας, διότι η περικοπή μισθού δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται, κατά την υποκειμενική και ενδεχομένως αυθαίρετη κρίση του διευθύνοντος κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία. Είναι μεταξύ των διατάξεων του Ν. 4055/2042, των οποίων ζητούμε την άμεση τροποποίηση.
2) Σε όσους επικαλούνται ότι η ανεξαρτησία και γενικά η άσκηση των καθηκόντων των δικαστών δεν πρέπει να σχετίζεται με το ύψος των αποδοχών τους απαντώ ότι: το Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 88) επιβάλλει στην κυβέρνηση να εξασφαλίζει στους δικαστές αποδοχές ανάλογες με το λειτούργημά τους, όχι χάριν ενός εκάστου δικαστή προσωπικά, αλλά διότι οι δικαστές πρέπει να έχουν ένα επίπεδο αποδοχών ανάλογο με το κύρος και με τις ευθύνες του λειτουργήματός τους, ώστε να διασφαλίζεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και να μην είναι ευάλωτοι σε τυχόν πιέσεις ή παρεμβάσεις. Όταν, επομένως, οι δικαστές είναι οικονομικά ενδεείς (όπως προφανώς θα καταλήξουν να είναι μετά τις σχεδιαζόμενες νέες περικοπές, αφού ο νεοδιοριζόμενος δικαστής θα έχει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.300 ευρώ) και αντί να ασχολούνται απερίσπαστοι με το δύσκολο και βαρύ έργο τους, θα απασχολούνται υποχρεωτικά και με την κάλυψη των καθημερινών αναγκών διαβίωσής τους, είναι φυσικό και λογικό επακόλουθο ότι και η απόδοσή τους (ποιοτική και ποσοτική) περιορίζεται και η ανεξαρτησία και αμεροληψία τους τίθεται σε κίνδυνο.
3) Σε όσους ισχυρίζονται ότι πρέπει και οι δικαστές να συνεισφέρουν στην οικονομική κρίση ή ότι πρέπει να συναισθανθούν τις ευθύνες τους και να αυτοθυσιασθούν απαντώ ότι: η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστών έχουν πλήρη συναίσθηση και των ευθυνών τους και των υποχρεώσεών τους και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι α) θυσιάζουν την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή, απασχολούμενοι αδιαμαρτύρητα ακόμη και τις εορτές και αργίες για να ανταποκριθούν στον μεγάλο φόρτο εργασίας, ο οποίος οφείλεται όχι μόνον στην ποσότητα και στη βαρύτητα των υποθέσεων, αλλά και στα μεγάλα κενά οργανικών θέσεων, στην έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής κ.λπ. β) αδιαμαρτύρητα μέχρι τώρα αποδέχθηκαν τόσο τις ήδη επελθούσες μειώσεις με το μνημόνιο Ι των αποδοχών τους, στο υψηλότερο ποσοστό του 38%, έχοντας έτσι τη μεγαλύτερη συμβολή στις οικονομικές ανάγκες της χώρας, ακριβώς λόγω της πλήρους συναίσθησης της κρισιμότητας της οικονομικής κατάστασης, όπως, επίσης, αδιαμαρτύρητα μέχρι τώρα αποδέχθηκαν και την κάλυψη με δικά τους έξοδα όλων των δαπανών, των αναγκαίων για την άσκηση του λειτουργήματός τους. Έχουν, επομένως, αποδείξει εμπράκτως ότι γνωρίζουν και να προσφέρουν και να θυσιάζονται τόσο για τη Δικαιοσύνη όσο και για τη διάσωση της πατρίδας τους. Δεν δεχόμαστε υποδείξεις περί πατριωτικού καθήκοντος από κανέναν, ούτε εξάλλου είναι δυνατόν να εκδίδουμε αποφάσεις σκοπιμότητας προκειμένου να διευκολυνθεί η οικονομική πολιτική αγνοώντας τους νόμους και το Σύνταγμα, οι οποίοι επιβάλλουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών.

Να αυτοθυσιαστούν πρώτοι οι πολιτικοί
Προσθέτω ότι όποιος συστήνει στους άλλους να αυτοθυσιασθούν, θα πρέπει, για να βρει τη σχετική ανταπόκριση, να το πράξει πρώτος αυτός. Επομένως, οι λειτουργοί της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, οι οποίοι αξιώνουν νέες θυσίες από την ελληνική κοινωνία, στην οποία ασφαλώς ανήκουν και οι Έλληνες δικαστές, θα έπρεπε να έχουν ήδη μειώσει τις δικές τους αποδοχές και τις λειτουργικές τους δαπάνες και να έχουν ήδη μεριμνήσει να ελεγχθούν και να φορολογηθούν οι διαφεύγοντες τη φορολόγηση, κάτι το οποίο, εάν είχε επιτευχθεί, δεν θα ήταν αναγκαίες οι περαιτέρω θυσίες του ελληνικού λαού.
Υπογραμμίζω, επίσης, ότι η Δικαιοσύνη είναι μοχλός οικονομικής ανάπτυξης, αφού το ποιοτικό (αμερόληπτος και ανεξάρτητος δικαστής) και αποτελεσματικό (ταχύ) δικαστικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης συμβάλλει τα μέγιστα στην κοινωνική ηρεμία, στην ασφάλεια των συναλλαγών και στην προσέλκυση επενδύσεων.
Με ποιον τρόπο, λοιπόν, η κυβέρνηση θα εξασφαλίσει ποιοτικό και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα και κατ’ ακολουθία οικονομική ανάπτυξη, όταν μειώνοντας τόσο πολύ τις αποδοχές των δικαστών (άνω του 50%) θέτει σε κίνδυνο τη δικαστική ανεξαρτησία και καθιστά προβληματική την άσκηση των καθηκόντων τους;
Το σύνολο του αριθμού των δικαστών είναι μόνο 4.000 και συνεπώς το όφελος του Δημοσίου από τις νέες τόσο υψηλού ποσοστού μειώσεις των αποδοχών τους είναι σχεδόν μηδενικό. Επομένως, οι υψηλές αυτές μειώσεις δεν ήταν ούτε αναγκαίες ούτε αναλογικές.
Αξιώνουμε από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία να αναθεωρήσουν τη μέχρι τώρα εχθρική στάση τους, να σεβαστούν επιτέλους την ισότιμη με εκείνους δικαστική εξουσία και να εξασφαλίσουν στους δικαστικούς λειτουργούς τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ασκούν, κατά τρόπο απρόσκοπτο και απερίσπαστο, το δύσκολο έργο τους.

Η κ. Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου είναι πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Αρεοπαγίτης.

Keywords
Τυχαία Θέματα