Tρείς ιδέες για… μέλλον!

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΤΑΣΚΑ

Τα επεισόδια στην Ιερισσό της Χαλκιδικής, προστιθέμενα σε μία μακρά σειρά γεγονότων υψηλής έντασης και βιαιότητας, επιμαρτυρούντων προϊούσα κοινωνική εξάντληση, θέτουν ένα σημαντικό δίλημμα στη Νέα Δημοκρατία και στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Η όποια προσδοκώμενη βελτίωση των μακροοικονομικών ενδείξεων τοποθετείται

σε χρόνο αρκετά μακρινό για τα σημερινά πιεστικά δεδομένα. Εάν δεν διαψευσθούν για ακόμη μία φορά οι ελπίδες, εάν όντως το τέλος του 2013 σημειωθεί κάποιας μορφής ανάπτυξη, έστω και η ελάχιστη, είναι αμφίβολο αν οι αντοχές της κοινωνίας θα επαρκέσουν για να φτάσει αλώβητη έως εκείνο το χρονικό σημείο. Άμεση συνέπεια της άρσης της κοινωνικής ανοχής θα είναι μία πολιτική κρίση, η οποία δυνητικά θα απειλήσει τον περιορισμένης συνοχής κυβερνητικό συνασπισμό.
Στο ενδεχόμενο αυτό, ο αδύναμος κρίκος της κυβερνητικής αλυσίδας είναι το ΠΑΣΟΚ. Το άλλοτε κυρίαρχο κόμμα της μεταπολίτευσης, όπως είχε επισημανθεί από το «Π» ήδη την επομένη των εκλογών της 6ης Μαΐου, δεν θα ήταν δυνατό να συνέλθει από τη μετάπτωσή του σε θέση χαμηλότερη της δεύτερης. Ήταν αναμενόμενο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η Νέα Δημοκρατία, ως βασικός κυβερνητικός πόλος, πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να επιβάλει τη δική της προσέγγιση στο πολιτικό σκηνικό, με τον μοναδικό τρόπο που θα εξασφάλιζε μαζικότητα στην πολιτική της πρόταση ενόψει της κοινωνικής αποδοκιμασίας των μέτρων που λαμβάνονται από την κυβέρνηση: Την επαναφορά του πολιτικού δίπολου σε μία παραδοσιακού χαρακτήρα σύγκρουση Αριστεράς-Δεξιάς. Στην πόλωση αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η φύση του ΣΥΡΙΖΑ ως νέου αντίπαλου δέους. Ένα σαφώς πιο ριζοσπαστικό κόμμα, με εντονότερες τις μαρξιστικές και σοσιαλιστικές αναφορές από το ΠΑΣΟΚ ήταν το καλύτερο φόβητρο για να συσπειρώσει το παραδοσιακό δεξιό ακροατήριο, ενώπιον του οποίου η Νέα Δημοκρατία επισείει τον κίνδυνο της άλωσης από τον αναρχοκομμουνισμό. Για λόγους των οποίων η ανάλυση παρέλκει, αυτή η στρατηγική πέτυχε τον Ιούνιο του 2012 και εξακολουθεί έως και σήμερα να συντηρεί και να αυξάνει την πολωτική ψυχολογία στο εκλογικό σώμα.
Δεύτερος λόγος για την παρακμή του ΠΑΣΟΚ ως νομοτέλεια είναι η ερμηνεία του ναυαγίου της Μεταπολίτευσης ως περιόδου «αριστερόστροφης» διαχείρισης του συστήματος, υπό την αιγίδα ασφαλώς του πράσινου ήλιου. Μία περίοδος διάχυσης ανομικών συμπεριφορών ή, ουσιαστικότερα, μία περίοδος αντικατάστασης της τυπικής νομιμότητας από μία άλλου τύπου νομιμότητα-κανονικότητα, ανομολόγητη εν πολλοίς, αλλά αποδεκτή ως τρόπο ρυθμιστικό της συμβιώσεως. Το Σύνταγμα είχε παραχωρήσει τη θέση του σε ένα «παρασύνταγμα» (για να χρησιμοποιηθεί και η ορολογία της εποχής, περιγράφουσα το μνημόνιο) σιωπηλό, κλεπτοκρατικό και συναλλακτικό-πελατειακό.
Με δεδομένο ότι το κοινό που συνδυάζει την υποστήριξη του μνημονίου με κεντρώο/φιλελεύθερο πρόσημο είναι ολιγάριθμο και εν πολλοίς έρχεται σε αντίφαση με το παρελθόν της επιβολής του (όταν το ΠΑΣΟΚ διά πυρός και σιδήρου διέλυε τις συγκεντρώσεις ή τους Αγανακτισμένους μέσω των αστυνομικών δυνάμεων) και με οριακές τις διαφορές μεταξύ των ασυμβιβάστων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται ως μάλλον πολυτελής επιλογή για τον ψηφοφόρο. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η ΔΗΜΑΡ έχει εμφανιστεί ως δύναμη οιονεί διάδοχός του στην Κεντροαριστερά, χωρίς να βαρύνεται με το πολυποίκιλο και αμαρτωλό παρελθόν του κόμματος.
Το πρόβλημα εν προκειμένω τίθεται για τη Νέα Δημοκρατία. Χωρίς το ΠΑΣΟΚ, λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα πολιτική γεωγραφία της Βουλής, ο σχηματισμός κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι αδύνατος. Επίσης, η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ χωρίς την εμπλοκή του μεσολαβητικού ΠΑΣΟΚ φαίνεται εξίσου απίθανη, καθώς του κόμμα του κου Κουβέλη δεν φαίνεται διατεθειμένο να εμφανιστεί ως το μόνο στήριγμα μίας αμιγώς δεξιάς κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ κατρακυλά στις δημοσκοπήσεις, σε μία κάθοδο ανεπίστρεπτη. Η ημερομηνία λήξης της σημερινής κυβέρνησης είναι ορατή, αν και όχι προσδιορισμένη. Τι μπορεί να τη διασώσει από την περικύκλωσή της;
Τρεις ιδέες θα μπορούσαν να δώσουν διέξοδο, πλην όμως φαίνονται αρκετά τολμηρές, άρα δύσκολες… Είτε η ΝΔ θα χρειαστεί να αναζητήσει, αργά ή γρήγορα, τη σύμπραξη κάποιου κόμματος της «αντιμνημονιακής» αντιπολίτευσης, είτε θα πρέπει να ενεργοποιηθούν ενυπάρχουσες εφεδρείες μεμονωμένων πολιτευτών ή βουλευτών σε άλλα κόμματα, είτε θα πρέπει το ΠΑΣΟΚ να αυτοδιασωθεί με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Η πρώτη λύση μοιάζει δύσκολη, αν αναλογιστεί κανείς τη ναζιστική φύση της Χρυσής Αυγής (θα συσπείρωνε σε δημοκρατικό συναγερμό τους υπολοίπους), την ακραίων χαρακτηριστικών αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχει δαιμονοποιηθεί στο «γαλάζιο» ακροατήριο, την προσωπική έριδα με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τη σταλινική – απομονωτιστική ιδεολογία του ΚΚΕ. Η δεύτερη μπορεί να διασώσει για κάποιο διάστημα τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, έχει αποδειχθεί όμως ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει αντίστοιχη υποστήριξη στο εκλογικό σώμα, με ανάλογες συνέπειες την ώρα της κάλπης. Η τρίτη είναι η αντικειμενικώς δυσκολότερη, αλλά και η μοναδική ικανή να διασώσει το ΠΑΣΟΚ ως αυτόνομη πολιτική πρόταση. Να θυσιάσει, και μάλιστα σε επίπεδο όχι απαραίτητα πολιτικό, τα πρόσωπα-σύμβολα όχι απλά της παρελθούσας κακοδιαχείρισης (όπως τον Άκη Τσοχατζόπουλο), αλλά τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της υπαγωγής στο μνημόνιο. Της σημερινής ηγεσίας του συμπεριλαμβανομένης. Η Ελλάδα, με την πάροδο του χρόνου, θα είναι όλο και λιγότερο «μνημονιακή». Είτε με τη συμμετοχή των κυβερνητικών κομμάτων, είτε χωρίς αυτήν.

Keywords
Τυχαία Θέματα