Υπάρχει ένα σκανδιναβικό πολιτικό μοντέλο;

Σύμφωνα με μια συγκριτική μελέτη για τη Σουηδία, τη Δανία και τη Νορβηγία της δεκαετίας του 1980, εξακολουθούμε να μπορούμε να περιγράφουμε τις χώρες αυτές ως δημοκρατίες της συναίνεσης με βάση τρία κριτήρια : τα χαμηλά επίπεδα αντίθεσης στους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις που διέπουν την πολιτική ζωή. Τα χαμηλά επίπεδα αντιπαράθεσης όσον αφορά την άσκηση εξουσίας και τον υψηλό βαθμό ομοφωνίας στη χάραξη δημόσιας πολιτικής. Επιπλέον η ταξινόμηση των κομμάτων σε ευρύτερα μπλοκ διατηρήθηκε παρά τις ταχύτατες κοινωνικές αλλαγές που θα μπορούσαν να τις έχουν υπονομεύσει, ιδίως στη Φινλανδία, η οποία γνώρισε ραγδαία εκβιομηχάνιση από τη δεκαετία του 1960 και μετά.

Εκείνο που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν η αλλαγή του τρόπου συνδιαλλαγής των κομμάτων για τη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας. Ακόμα κι έτσι, όμως, η παραδοσιακή υποδιαίρεση των κομμάτων σε ευρύτερα μπλοκ φαίνεται πως εξακολουθεί να ισχύει στις αρχές του 21ου αιώνα : τα κόμματα της Αριστεράς προσπαθούν να περιφρουρήσουν το γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος, ενώ τα άλλα κόμματα υποστηρίζουν την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας.

Παρομοίως οι πολιτικές συμπεριφορές μοιάζουν κι αυτές να διατηρούν κάποιες παλιές ιδιαιτερότητές τους στις αρχές του 21ου αιώνα, παρότι κι εδώ φαίνεται πως τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Ίσως το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό των σκανδιναβικών χωρών να είναι τα ιστορικά υψηλά ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις. Τα επίπεδα πολιτικής συμμετοχής του συνολικού πληθυσμού και εμπλοκής του στην πολιτική διαδικασία παρέμειναν σχετικά υψηλά. Με τα ποσοστά αποχής στις εθνικές εκλογές να κυμαίνονται γύρω στο 20%, αν και στις ευρωεκλογές είναι πολύ υψηλότερα. Καίτοι η συμμετοχή στα εργατικά συνδικάτα παρέμεινε ασυνήθιστα υψηλή, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η στενή σύνδεση που υπήρχε ανάμεσα σε αυτούς τους θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης και στα πολιτικά κόμματα χαλάρωσε σημαντικά.

Αυτό είχε και κάποιες επιπτώσεις στις διαδικασίες χάραξης πολιτικής : οι κορπορατικού χαρακτήρα θεσμοί διαβούλευσης άρχισαν να φθίνουν και να αντικαθίστανται από τις ομάδες κοινοβουλευτικής πίεσης. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η συχνή παρουσία αδύναμων κυβερνήσεων μειοψηφίας πιθανώς να ενίσχυσε τον ρόλο των σκανδιναβικών κοινοβουλίων. Εντούτοις, στις αρχές του 21ου αιώνα εκφράστηκαν επίσης φόβοι ότι η αποξένωση των ψηφοφόρων από τα παραδοσιακά κόμματα και η φθίνουσα συμμετοχή των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες ίσως να συνιστούν απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η τελική έκθεση της «Έρευνας για την Εξουσία και τη Δημοκρατία» που συντάχθηκε το 2003 στη Νορβηγία, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «Η διακυβέρνηση της χώρας μέσω λαϊκής συναίνεσης αποδυναμώνεται με ταχύτατους ρυθμούς».
Γύρω στα τέλη του 20ου σημειώθηκαν αρκετά γεγονότα που κλόνισαν τη φήμη των σκανδιναβικών χωρών ως δημοκρατιών συναίνεσης. Τα πιο αποτρόπαια ήταν οι δυο δολοφονίες στη Σουηδία, σε δημόσιο χώρο, του πρωθυπουργού Olof Palme το 1986 και της υπουργού εξωτερικών Anna Lindl το 2003.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαίρης Χίλσον, Τα σκανδιναβικό μοντέλο, μετ. Νίκου Κουμπιά, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σς. 103-107.

Keywords
Τυχαία Θέματα