Βουκουρέστι αντίο, εμείς πάμε στο Ρίο

Γύρω και μπρος από τη συσκευή μαζεμένοι καμία 70αριά, φίλοι, γείτονες, συγγενείς, όλοι άνδρες. Ήταν ένα μουντό Κυριακάτικο απομεσήμερο της 16ης Νοεμβρίου 1969 όπου άπαντες, με την αγωνία κορυφωμένη ως τη κρεβατίνα μιας ξεραμένης κληματαριάς που σκέπαζε την αυλή, παρακολουθούσαμε από το Βουκουρέστι τον κρίσιμο αγώνα Ρουμανίας-Ελλάδας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 που θα γινόταν στο Μεξικό.

Θέλαμε, τότε, μόνο τη νίκη για να προκριθούμε. Την είχαμε την ομαδάρα να τα καταφέρουμε. Με το Σιδέρη αρχηγό, το Δομάζο στρατηγό, το Παπαϊωάννου κυνηγό. Με τους

Κούδα, Καµάρα, Χάιτα, Ελευθεράκη, Οικονοµόπουλο, το Μποτίνο, που μπήκε αλλαγή και σε ένα κοντινό πλάνο όταν τον είδαμε να βρίζει σε μια φάση , συντονίσαμε όλοι τα χείλη μας μαζί του. Ένα βοερό «γαμώτο», γιατί δεν σταθήκαμε τυχεροί. Προηγήθηκαν οι Ρουμάνοι λίγο πριν λήξει το ημίχρονο και ισοφαρίσαμε στην αρχή της επανάληψης με μια γκολάρα από 40 μέτρα του Δομάζου.

Και έτσι απελπιστικά ισόπαλο με 1-1 έληξε το ματς που χαράκτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα, πιο πολύ από τη στενοχώρια ότι δεν θα ξαναβρίσκαμε τέτοια ευκαιρία. Πού να ΄ξερα ότι 44 χρόνια αργότερα οι ιδιοτροπίες και οι συμπτώσεις της ιστορίας θα μου χάριζαν τη δυνατότητα μιας τελεσίδικης ρεβάνς. Έτσι πέταξα για το Βουκουρέστι ανήμερα του αγώνα . Δεν άντεχα να το δω στη τηλεόραση και να φορτωθώ ανυπόφορα στρεσογόνες μνήμες του παρελθόντος. Θεώρησα τη παρουσία μου εκεί κάτι σαν προσωπικό εξορκισμό.

Με υποδέχτηκε μια πόλη βυθισμένη σε πυκνή ομίχλη που κατάπινε σχεδόν το τοπίο. Στη διαδρομή ως το γήπεδο η διάθεσή μου παράπαιε μεταξύ συγκρατημένης συστολής και σκανδαλιστικής αταραξίας. Δεν ήξερα αν αυτή προερχόταν από την παράλογη υπεραπλούστευση ότι θα επαναληφθεί το προ 44ετίας 1-1 ή από τη θαρραλέα πεποίθηση ότι θα υπερασπίσουμε το νικηφόρο σκορ του πρώτου αγώνα στο Καραϊσκάκη.

Γνώριζα , πάντως, ότι η Εθνική Ρουμανίας δεν διέθετε τα ποδοσφαιρικά ταλέντα του παρελθόντος.

Ούτε ένα κυνηγό σαν το μακαρίτη το Ντουμιτράκε , ούτε ένα επιτελικό σαν τον Μπόλονι, ούτε ένα επιθετικό σαν το Χάτζι , το Μαραντόνα των Βαλκανίων, που τους οδήγησε στη μυθική τους πορεία μέχρι τα προημιτελικά στο Μουντιάλ του ’94 . Δεν έπαυε όμως το αποψινό ματς -μπαράζ να είναι κορώνα γράμματα.

Φτάσαμε μαζικά στην είσοδο του γηπέδου. Εμείς οι 1500 περίπου happy few Έλληνες φίλαθλοι από όλη την χώρα με μπροστάρηδες τα καμιά 200αριά μέλη του Γαλανόλευκου Φάρου. Των οπαδών της Εθνικής ομάδας που σε όλη τη φάση των προκριματικών ταξίδεψαν από τη Μπρατισλάβα ως το Βίλνιους και από το Σαράγιεβο ως το Βαντούζ με εθνικές σημαίες, λάβαρα, ταμπούρλα , ύμνους και χρώματα. Υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είμαστε εκεί τουλάχιστον τριπλάσιοι οι ¨Έλληνες φίλαθλοι. Ας όψεται η κρίση. Αλλά μήπως τα πράγματα είναι καλύτερα στη Ρουμανία ;

Μέλος της ΕΕ από το 2007, και μετά από δύο χρόνια στη χώρα όλα τα «νταραβέρια» τα κάνουν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια τράπεζα που έσπευσαν να τη «σώσουν» δίνοντάς της δάνειο 20 δις. Ευρώ από τα οποία τα μισά σπαταλήθηκαν από το κυβερνών κόμμα του Μπασέσκου για την επανεκλογή του. Αλλά η συνταγή των δανειστών αμείλικτα ακλόνητη . Περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων καθώς και απολύσεις 100.000 υπαλλήλων σε μια χώρα που ο βασικός μισθός είναι 180 ευρώ και ο μέσος 380 ευρώ. Κατά τα άλλα η πρωτεύουσα είναι τίγκα στις τράπεζες και τις αίθουσες ηλεκτρονικού τζόγου.

Μετά από τριπλό εξονυχιστικό έλεγχο από ιδιωτικές εταιρίες σεκιουριτάδων και υπό τη συνοδεία έφιππης αστυνομίας και στρατιωτικής χωροφυλακής φτάσαμε στο πέταλο του υπερσύγχρονου γηπέδου με τη κινούμενη οροφή η οποία σε όλη τη διάρκεια του αγώνα έμεινε κλειστή. Η ανακατασκευή του γηπέδου που ολοκληρώθηκε πριν δυο χρόνια κόστισε κάπου 234 εκατομμύρια ευρώ και πάνω τους στήθηκε οργιώδες πάρτι διαφθοράς μου λέει ένας Έλληνας που δουλεύει στο Βουκουρέστι . Τι να πούμε και εμείς που οργανώσαμε Ολυμπιακούς αγώνες; σκέφτομαι, καθώς ορμάω στη πρόχειρη αυτοσχέδια καντίνα που πουλάει χάρτινους κουβάδες ποπ-κορν, μπίρα «ούρσους» της συμφοράς και από θερμό ζεστό καφέ της παρηγοριάς σε πλαστικά ποτήρια .

Ήδη, όμως, το πάνω και το κάτω διάζωμα της Ελληνικής κερκίδας έχει πάρει φωτιά σε στυλ Σαββοπουλικού άσματος «Σήκω, ψυχή μου, δώσε ρεύμα, βάλε στα ρούχα σου φωτιά, βάλε στα όργανα φωτιά..». Τραγουδάμε παράφωνα τον Εθνικό ύμνο στο τέμπο μιας μαγνητοφωνημένης μελωδικής του παραφθοράς ενώ όλο το γήπεδο γιουχάρει αδικαιολόγητα.. Δεν έχουν καν το ελαφρυντικό αντιποίνων. Πιο πολύ παρασυρμένοι μου μοιάζουν σε μια απατηλή δήλωση ενθάρρυνσης της δικής τους ομάδας. Τα επόμενα γιούχα τα εισέπραξε από το ημίχρονο και μετά ο δικός του προπονητής μαζί με την ιαχή «ντεμίσια» ή κάτι παρόμοιο , που σημαίνει «παραιτήσου».

Δεν έχει νόημα να περιγράψω τη καθολικά συσπειρωμένη Ελληνική κερκίδα που παλλόταν από έξαψη , πάθος, ενθουσιασμό και πίστη στη πρόκριση καθ’ όλη τη διάρκεια ενός αγώνα που βάλαμε δυο γκολ και ήρθαμε ισόπαλοι. Ούτε φυσικά τις στιγμές περηφάνιας, αγαλλίασης και πανηγυρισμών μετά το σφύριγμα της λήξης. Έβλεπα, ωστόσο, τους ζορισμένους Ρουμάνους φιλάθλους να αποχωρούν με το κεφάλι σκυφτό, θλιμμένους και αποκαρδιωμένους από το πικρό ποτήρι του αποκλεισμού της Εθνικής τους από ένα παγκόσμιο αθλητικό γεγονός.

Ενώ από τις ακριβές VIP θέσεις εξαφανίστηκαν γρήγορα, από τις φθηνές λαϊκές κερκίδες του πέταλου δίπλα μας μάς χειροκρότησαν αβίαστα. Ανταποδώσαμε , όχι από έπαρση ή κοροϊδευτική αβρότητα αλλά αποδίδοντας την οφειλόμενη αξία σε ένα έντιμα ηττημένο μιας διπλής αναμέτρησης. Κατά τη επιστροφή μου στο αεροδρόμιο σκεφτόμουν ότι -όσο και αν αισθανόμουν ότι πήρα με καθυστέρηση τεσσάρων και πλέον δεκαετιών μια προσωπική ρεβάνς- το ποδόσφαιρο σαν δημοκρατικό άθλημα απολαμβάνει καθολικής αποδοχής επειδή δεν ανακηρύσσει διαρκώς τους μεν νικητές και τους δε αενάως ηττημένους.

Στα 35.000 πόδια μέσα στο αεροπλάνο , υψώνοντας καμαρωτοί τα ποτήρια και τραγουδώντας αγκαλιασμένοι « Βουκουρέστι αντίο, εμείς πάμε στο Ρίο » συνειδητοποίησα κάτι που μου διέφευγε για καιρό. Ότι για την επίτευξη ενός στόχου και τη δημιουργία ενός γεγονότος δεν αρκεί τόσο η ατομική θέληση ή η προσωπική προσδοκία, όσο η ομαδική σύμπραξη. Την πρόκριση δεν μας τη χάρισαν μόνο τα γκολ του Μητρογκόλ, το πάθος του Τυπάρα , η κλάση του Σαμαρά και του Σωκράτη, η αρχιτεκτονική διάταξη του Σάντος.

Την κέρδισαν από κοινού το εξειδικευμένο σχέδιο, το συλλογικό φρόνημα, η ξεκάθαρη ομαδικότητα, η αγωνιστική ταυτότητα μιας πραγματικής ομάδας .Όσα, δηλαδή, προσφέρουν έμπρακτα ενισχυτικό αέρα εμπιστοσύνης στις δικές μας δυνάμεις με σκοπό το κοινό καλό. Πράγμα που μας έλειπε το μακρινό 1969 όταν, τότε, επί χούντας η διχόνοια βασίλευε στη Εθνική, οι διαφορές, οι διαφωνίες, οι γκρίνιες και η διχογνωμία μεταξύ ποδοσφαιριστών και προπονητή έστειλαν την ομάδα στο Βουκουρέστι με νέο προπονητή για ένα αποτέλεσμα που στοίχειωνε το ελληνικό ποδόσφαιρο για μια γενιά .

Keywords
Τυχαία Θέματα