Τα «γενέθλια» του αιώνιου έφηβου του ελληνικού σινεμά

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1913. Είχε καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν αδελφός της ηθοποιού Μίτσης Κωνσταντάρα και πατέρας του πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κωνσταντάρα.

Το «σαράκι» της υποκριτικής

Γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι. Το 1930 κατατάχθηκε -μετά από επιμονή της οικογένειάς του αλλά χωρίς την δική του θέληση- στην Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά «δραπέτευσε» κολυμπώντας. Γλύτωσε το Στρατοδικείο μετά από παρέμβαση της

οικογένειάς του.

Το 1934 πήγε στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, για να αναλάβει στη συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση. Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο «Ατενέ» και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.

Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου και γυναικά (Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα, Η Βίλα των Οργίων, Τι 30, τι 40, τι 50 κλπ.) ή του «πατέρα» αρκετών γνωστών σταρ της εποχής (Η Αλίκη στο Ναυτικό, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Υιέ μου, υιέ μου κλπ).

Θέατρο

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε στο ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 παραστάσεις. Εμφανίστηκε σε πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.

Η πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα ήταν το καλοκαίρι του 1938 με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη στο έργο «Τα παράσημα της γριούλας» του Φ. Μπάρυ και η τελευταία τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα – Νίκου Ρίζου – Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη.

Σινεμά

Έπαιξε σε 75 ελληνικές ταινίες, σε τέσσερις που γυρίστηκαν στη Γαλλία την δεκαετία του 1930 («Αν ξανανεβούμε προς τα Ηλύσια Πεδία», «Σχολείο γυναικών», «Κουρσάρος», ενώ είναι άγνωστος ο τίτλος της τελευταίας) και σε μία ελληνική που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι αυτήν την ταινία.

Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου το 1945 και σε δεύτερο τη Φιλιώ Κεκάτου το 1971. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στην Βάρκιζα. Πέθανε στο «Ασκληπιείο» της Βούλας στις 28 Ιουνίου 1985 . Νωρίτερα (1978 και 1983) είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

… δεν μπόρεσε κανείς να τον μιμηθεί…

Ο κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του γιου του ηθοποιού, Δημήτρη Κωνσταντάρα «Μέσα απ’τα δικά μου μάτια» για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα :

«Εδώ και 40 χρόνια με ακολουθεί μια συνταρακτική θεατρική σκηνή. Είναι μια από τις σπάνιες εκείνες στιγμές που ο χρόνος παγώνει, η ροή ανακόπτεται και το παν, ακινητεί. Ήταν το 1956 στο Δημοτικό Πειραιώς, όταν ο θίασος του Μάνου Κατράκη έπαιξε το έξοχο αντιπολεμικό έργο του Σέριφ «Το τέλος του ταξιδιού». Στο φινάλε του πρώτου μέρους μέσα στο αμπρί έχει μείνει ένας αξιωματικός μόνος, που έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση θανάτου.Να αποφασίσει μιαν έξοδο χωρίς ελπίδα καμιά.

Τον ρόλο έπαιζε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Όταν έμεινε μόνος, άναψε το τσιμπούκι του και το κάπνισε, όπως το τελευταίο τσιγάρο ο κατάδικος πριν από την εκτέλεση. Πλάτη στο κοινό, ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός, με λιτότητα, με εσωτερική συγκίνηση, βίωσε μιαν εκρηκτική σιωπή που θαρρείς πως κράτησε αιώνες.

Θεωρώ αυτήν την υποκριτική στιγμή, ανάλογη με την έξοδο του Μινωτή ως «Οιδίποδα στον Κολωνό», την πλάτη του Κατράκη στον «Ηλίθιο», τον κυνηγημένο «Ορέστη» του Κωτσόπουλου στις «Χοηφόρες», τον θρήνο της Εκάβης-Παξινού όταν αντικρύζει τον Πολύδωρο, το «τικ» της Λαμπέτη-Μπλανς όταν της περνάνε τον ζουρλομανδύα, του Χορν στην «Εξομολόγηση του Ριχάρδου του Β΄».

Ο Κωνσταντάρας ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός ρυθμού. Είχε τη σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου. Εβίωνε τις παύσεις και γέμιζε συναίσθημα τις σιωπές…

Χαριτωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος, στοχαστικός στην πραγματικότητα, παρόλη τη γλεντζέδικη ζωή του, ένας μοναχικός και εσωστρεφής καλλιτέχνης, γέμισε τη ζωή μας με ρυθμούς, ανεπανάληπτους χαρακτήρες, ευφάνταστους τύπους και πλούτισε την παραστασιολογία με σημάνσεις που δημιούργησαν πρότυπα. Το γεγονός πως δεν μπόρεσε κανείς να τον μιμηθεί και κανείς δεν τον αντικατέστησε σημαίνει ότι προσκόμισε στο θέατρό μας μια σπάνια υποκριτική γνησιότητα και μια βαθιά χαρακτηρολογική ελληνικότητα. Ήταν ένας Ζαν Γκαμπέν, ένας Ζαν Μαραί, ένας Φερναντέλ και ένας Λουί ντε Φυνές ταυτοχρόνως!».

Keywords
Τυχαία Θέματα