Οι μεταρρυθμίσεις σε κράτος-αγορές θα εμπεδώσουν κλίμα ανάπτυξης

Τις προηγούμενες ημέρες το ΙΟΒΕ δημοσίευσε την έκθεσή του για την ελληνική οικονομία. Όπως είχε υποστηριχθεί από τις αρχές του χρόνου, η ύφεση ρηχαίνει και θα διαμορφωθεί φέτος σε ρυθμό χαμηλότερο του περυσινού, λίγο πάνω από 4%. Ωστόσο δε θα πρέπει να αγνοούμε ότι η περίοδος που διανύουμε αποτελεί μία από τις δυσκολότερες στιγμές της κρίσης, καθώς η σωρευτική συρρίκνωση του ΑΕΠ από το 2007 θα φτάσει στο τέλος του 2013 το 23,5%. Από την άλλη πλευρά, η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν

θετικά μηνύματα στην οικονομία. Αν και λόγω της σπανιότητάς τους ίσως τείνουμε να τα υπερτιμάμε ορισμένες φορές, γεγονός είναι ότι αυτά παγιώνονται και σταδιακά δημιουργούν συνθήκες σταθεροποίησης. Όμως αυτή η σταθεροποίηση γίνεται σε ένα νέο πολύ χαμηλότερο σημείο ισορροπίας, προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστούν πολίτες και επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής παραμένουν ισχυρές και κατά ένα πολύ μικρό μέρος ακόμα αντισταθμίζονται από την αποτελεσματικότερη λειτουργία αγορών, που προκάλεσαν οι διαρθρωτικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν και υλοποιούνται.

Σε ότι αφορά τις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις, η υλοποίηση των προγραμματισμένων διαρθρωτικών αλλαγών στο δημόσιο τομέα, καθώς και οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα για την ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής στην περίοδο 2014-2016, θα αποτελέσουν τα σημαντικότερα γεγονότα στο επόμενο διάστημα. Σχετικά με τα μη προσδιορισμένα δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2014-2016, μέρος του δημοσιονομικού κενού εκτιμάται ότι καλυφθεί από τη συνέχιση ήδη εφαρμοζόμενων μέτρων (π.χ. εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης), καθώς και από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης σε φόρους, όπως π.χ οι φόροι στα ακίνητα. Περαιτέρω προσαρμογές αναμένονται και στις δαπάνες των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να ασκούν υψηλές πιέσεις στις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, ενώ η εκτεταμένη αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα θα περιορίσει και τη δημόσια κατανάλωση.

Ως προς τις διαπραγματεύσεις ΕΕ-ΔΝΤ για το δημόσιο χρέος, είναι πιθανό να είναι παρατεταμένες, εξαιτίας της μεταξύ τους διάστασης στα κριτήρια αξιολόγησης της βιωσιμότητας και των διαφορετικών προσεγγίσεων ως προς τις παρεμβάσεις που είναι αναγκαίες για τη διασφάλισή της, αλλά ενδεχομένως και από την καθυστέρηση σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία.

Πέρα από την εφαρμογή των αναγκαίων εδώ και δεκαετίες διαρθρωτικών αλλαγών εξορθολογισμού του κράτους, καθοριστικές για την οικονομία είναι οι προωθούμενες αλλαγές στη λειτουργία σημαντικών για την ελληνική οικονομία κλάδων και επαγγελμάτων, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν καταλύτη για την ανάπτυξή τους, μέσο-μακροπρόθεσμα. Άλλωστε, λόγω της ύφεσης, σημαντικά τμήματα του ανθρώπινου και του φυσικού κεφαλαίου παραμένουν αναξιοποίητα ή/και έχουν απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας θα συμβάλλει και στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, μέσω της αύξησης των φορολογικών εσόδων. Για αυτό το σκοπό, η κυβέρνηση οφείλει να υλοποιήσει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής που έχουν ήδη γίνει ή θα κατατεθούν στο μέλλον από μελέτες που πραγματοποιήθηκαν / γίνονται αυτόν τον καιρό, οι οποίες αγγίζουν το σχεδιασμό ή/και τον έλεγχο τήρησης του ρυθμιστικού πλαισίου κλάδων και επαγγελμάτων και τη διεκπεραίωση διαδικασιών που σχετίζονται με όλο το κύκλο ζωής μας επιχείρησης (από την έναρξη έως τη λύση της). Παράλληλα, πρέπει να υλοποιηθούν όλες οι δευτερεύουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή ήδη ψηφισμένων νόμων για την απελευθέρωση αγορών, καθώς και για την απλοποίηση των συναλλαγών των επιχειρήσεων.

Οι ενέργειες αυτές είναι απολύτως απαραίτητες για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ευνοεί τις επενδύσεις. Μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον των επενδυτών είναι κυρίως προγραμματικό, με σποραδικές ανακοινώσεις από πολυεθνικές επιχειρήσεις, ενώ η υλοποίησή του είναι μικρής έκτασης. Άλλωστε, τις επενδυτικές διαθέσεις των επιχειρήσεων στην Ελλάδα πλήττουν -εκτός της αναιμικής εγχώριας ζήτησης- η δυσκολία πρόσβασης σε πηγές ρευστότητας και ο χαμηλός ρυθμός αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τους ιδιώτες.

Στην τρέχουσα περίοδο, η διαφαινόμενη επιτάχυνση του ΠΔΕ αναμένεται να τονώσει την επενδυτική δραστηριότητα. Δεν αναμένεται όμως περαιτέρω ενίσχυσή της από το δημόσιο τομέα μέσω του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων-παραχωρήσεων. Σε ότι αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, η πτώση στην οικοδομική δραστηριότητα θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Από την από κοινού επίδραση των παραπάνω παραγόντων η υποχώρηση των επενδύσεων θα κλιμακωθεί μέχρι τα τέλη του 2013.

Στον αντίποδα, θετικές εξελίξεις αναμένονται από τον εξωτερικό τομέα, πρωτίστως μέσω της διεύρυνσης των εξαγωγών, από την άνοδο του διεθνούς τουρισμού και την ανάκαμψη της ζήτησης από χώρες της Ευρωζώνης. Στη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου θα συμβάλλει και η κλιμάκωση της πτώσης των εισαγωγών.

Με βάση τα παραπάνω (περισσότερες λεπτομέρειες υπάρχουν στην έκθεση του ΙΟΒΕ), προέκυψε η εκτίμησή μας ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος, θα διαμορφωθεί στην περιοχή του 4,2%. Πρόκειται για σημαντική επιβράδυνση έναντι του 2012 (-6,4%), η οποία αν και είναι πρόωρο να θεωρηθεί μια σταθερή τάση, εντούτοις αποτελεί το πρώτο δείγμα των δυνατοτήτων που έχει η ελληνική οικονομία: αν και παραμένει σε εντατική δημοσιονομική προσαρμογή, αξιοποιώντας τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία 3,5 χρόνια δείχνει ότι μπορεί να κινητοποιήσει το παραγωγικό δυναμικό της στην κατεύθυνση της ένταξής της σε τροχιά ανάκαμψης. Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του ανθρώπινου και του φυσικού της κεφαλαίου είτε έχει τεθεί εκτός παραγωγικής διαδικασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε βρίσκεται σε διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού, ήδη επιτυγχάνονται οι πρώτες εκτεταμένες προσαρμογές τους, η μετάβασή τους σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, γεγονός που αναθερμαίνει τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Η συνέχιση-επέκταση του μετασχηματισμού και της προσαρμογής θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία, καθιστώντας την παραγωγική, καινοτόμο και διεθνώς ελκυστική, τη σταδιακή διαφυγή της, από την παρατεταμένη και παραλυτική για την οικονομία και την κοινωνία ύφεση.

Τούτων δεδομένων, ενισχύεται περαιτέρω η σημασία των διαρθρωτικών αλλαγών που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, όχι μόνο στο δημόσιο τομέα, ο οποίος τους τελευταίους μήνες βρίσκεται στη «δίνη» μιας τέτοιας διαδικασίας, αλλά και στη λειτουργία των αγορών. Και σε αυτά τα πεδία υφίστανται δυνάμεις που ανθίστανται σθεναρά στην πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Όμως τα αποτελέσματα των πρώτων προσπαθειών προς αυτή την κατεύθυνση που αποτυπώνονται στην εξασθένιση της ύφεσης, αλλά και στην ανακοπή της ανόδου της ανεργίας, πρέπει να αποτελέσουν πηγή αποφασιστικότητας για τους ιθύνοντες, προκειμένου άμεσα να προχωρήσουν στην πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν ολοκληρωθεί / ξεκινήσει.

Στο πλαίσιο αυτό αυτές οι δομικές εξελίξεις έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία για την οικονομία μακροπρόθεσμα, από το αν θα επιτευχθεί ανάπτυξη το 2014 και τι μεγέθους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή εντός του 2014, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι θετικός και επομένως η ψυχολογική περισσότερο ανάταση στο οικονομικό κλίμα θα επιτευχθεί. Το αν η άνοδος θα είναι επαρκής ούτως ώστε να καταγραφεί και στο σύνολο του έτους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ίσως όμως να έχει μικρή σημασία εφόσον προωθούνται οι αλλαγές που αναμένονται, αν εμπεδώνεται η πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει, αλλά και αν οι προσδοκίες πολιτών και επιχειρήσεων, στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Τελικά, αυτή η αίσθηση της αλλαγής και των κινήτρων που θα προξενήσει, μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική στη κάλυψη όποιου «κενού» διακρίνουν σήμερα οι πιστωτές μας και να επιτρέψει σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση της εγχώριας πολιτικής.

Keywords
Τυχαία Θέματα