ΜΙΚΡΗ, ΦΤΗΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΥΧΗ…

Στα χρόνια του Χριστού οι Ρωμαίοι βαστούσανε τον κόσμο σαν θηρία κάτω από τα ποδάρια τους. Ποιός λογάριαζε τους φτωχούς, τους απροστάτευτους; Για να διασκεδάσουνε τους ρίχνανε στα θηρία και τα θέατρα γινόνταν σαν χασάπικα από τα κρέατα τα ματωμένα.

Ποιός συλλογιζότανε την ψυχή του; Η ψυχή είχε φύγει πια από τον άνθρωπο κι’ αυτός ήτανε ένα ζώο αναίσθητο, με χοντρό σβέρκο, με κουρασμένο κεφάλι, με μάτια θυμωμένα, με κοιλιά πρησμένη. Που να βρεθεί συμπόνια, έλεος; Οι λεγεώνες σφάζανε τον κόσμο σα να ‘τανε γιδοπρόβατα. Παντού αίματα, σκοτωμός, ταραχή και βουβός πόνος.

Λίγα χρόνια πριν

να γεννηθεί ο Χριστός, σηκωθήκανε δύο ποτάμια αφρισμένα, το ένα από τη Ρώμη και το άλλο από την Ανατολή και συναπαντηθήκανε στη Μακεδονία, από τη μια μεριά ο Οκτάβιος και ο Αντώνιος κι’ από την άλλη ο Βρούτος και ο Κάσσιος. Και χτυπηθήκανε με λύσσα ποιός θα πάρει τον κόσμο κι’ όλοι οι άνθρωποι τρέμανε από την Αγγλία ίσαμε την Ινδία. Και νικήσανε οι πιο σκληροκάρδιοι, ο Οκτάβιος κι’ ο Αντώνιος, κι’ ο ψυχόπονος Βρούτος σκοτώθηκε με το χέρι του λέγοντας δακρυσμένος: «Κακόμοιρη αρετή, το λοιπόν ήσουνα κ’ εσύ ένας κούφιος λόγος κ’ εγώ σε έκανα με έργα! Καθώς φάνηκε, ήσουνα κ’ εσύ σκλάβα της τύχης!»

Αλλά κ’ ύστερα από το Χριστό, η ακαταστασία κ’ η απελπισία βασιλεύανε στον κόσμο. Αρρώστιες και πείνες κι’ αβάσταχτη αγωνία! Άνθρωποι αδιάντροποι, μπεκρήδες, αιμοβόροι, εκφυλισμένοι, κυβερνούσανε τον κόσμο.

Ο ένας ήτανε παλαβός και μασκαράς και τον έλεγαν Κόμμοδο. Αυτός ήτανε από φυσικό του θηριόψυχος και σαν κατάλαβε πως το κεφάλι του δεν ήτανε σίγουρο από τους στρατιώτες, δεν πίστευε πια κανέναν, παρά σκότωνε χωρίς έλεος και καταγινότανε νύχτα και ημέρα στην ακολασία και τις ηδονές και κυνηγούσε κάθε άνθρωπο που ήτανε τίμιος. Οι γελωτοποιοί και κάποιοι τζουτζέδες παριστάνανε μπροστά του τα πιο αισχρά θεάματα και τον κάνανε ό,τι θέλανε, αυτόν που από τα καπρίτσια του κρεμότανε ο κόσμος, εκατομμύρια ψυχές. Κι ολοένα γυμναζότανε στις αρματοδρομίες και στο να σκοτώνει θηρία κι’ αυτά οι κόλακες τα εξυμνούσανε σαν τη μεγαλύτερη δόξα. Με τον καιρό έφτασε σε τέτοιο σημείο η ανοησία κ’ η μανία του, που παρουσιαζότανε γυμνός, τυλιγμένος με μια λιονταροπροβιά και βαστούσε στο χέρι του ένα ρόπαλο και παρίστανε τον Ηρακλή. Κι’ άλλες φορές πάλι, ντυνότανε σαν γυναίκα με ψιλά μεταξωτά ρούχα κι’ έκανε τα κουνήματα των γυναικών. Για να διασκεδάσει έπαιρνε ένα χαρτί κ’ έγραφε μεθυσμένος όσους έπρεπε να σκοτώσουνε κάθε νύχτα. Μία κι’ ό ίδιος πήγε από σκοτωμό και βάλανε στο θρόνο έναν Περτίνακα.

Πλην, επειδή έτυχε να ‘ναι δίκαιος άνθρωπος, τον σκοτώσανε οι σωματοφύλακες του κ’ ύστερα ανεβήκανε στο κάστρο της Ρώμης και φωνάζανε: «Ποιός δίνει τα περισσότερα λεφτά για να γίνει αυτοκράτορας!». Τ’ άκουσε λοιπόν ένας Ιουλιανός, άνθρωπος παραδόπιστος, και το ‘πε στη γυναίκα του και στην κόρη του και κείνες τρελαθήκανε και τον βιάζανε να γίνει αυτοκράτορας και κείνες αυτοκρατόρισσες. Ο γέρος δίσταζε, μα δεν τον αφήσανε οι γυναίκες κ’ οι σκλάβοι του, ως που τον καταφέρανε. Π

Keywords
Τυχαία Θέματα