Η πολιτική απάντηση είναι «θα κόψουμε το λαιμό μας»

«Πού θα βρει τα λεφτά ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει όσα λέει»; «Γιατί η ΔΗΜΑΡ λέει λόγια του αέρα αφού ξέρει ότι μια άλλη πολιτική είναι ανέφικτη»; «Γιατί γκρινιάζουν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ για το φόρο ακινήτων, αφού ξέρουν ότι πρέπει να μαζευτούν τα λεφτά πάση θυσία»;

Τα παραπάνω

είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που απευθύνονται σε όσους είτε διαφοροποιούνται από την ασκούμενη πολιτική, είτε προτείνουν μιά διαφορετική. Και τα ερωτήματα εμπλουτίζονται με την παράθεση οικονομικών στοιχείων, εκθέσεων της Κομισιόν και του ΔΝΤ, συμφωνίες του Eurogroup και Συνόδων Κορυφής. Που αποδεικνύουν «του λόγου το αληθές».

«Τι θέλουν, λοιπόν, όλοι εκείνοι που διαφοροποιούνται; Αφού δεν υπάρχει άλλος δρόμος», είναι το καταδικαστικό επιχείρημα προς όλους όσοι αμφισβητούν, είτε τακτικά, είτε στρατηγικά, τον «μονόδρομο».

Η συγκεκριμένη συζήτηση διεξάγεται από την αρχή του Μνημονίου και συνεχώς κλιμακώνεται. Όμως, πλέον το τοπίο ξεκαθαρίζει και μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.

Η Ελλάδα έκανε σχεδόν ό,τι τής είπαν. Ό,τι τής επέβαλαν. Φτώχυνε, εξώθησε ανθρώπους στο δρόμο και στο περιθώριο της ζωής και της αξιοπρέπειας, «διέγραψε» σε μία στιγμή αποταμιεύσεις, αποθεματικά ταμείων, υπονόμευσε όλα τα κοινωνικά αγαθά που στοιχειωδώς οφείλει να προσφέρει στους πολίτες κάθε ευρωπαϊκό κράτος. Και τα όποια «προαπαιτούμενα» δεν έχουν εκπληρωθεί προφανώς δεν μπορούν να αποτελέσουν «επιχειρήματα» όλων όσοι υποστηρίζουν τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής και την υποχώρηση στις απαιτήσεις των δανειστών. Δεν εκτροχιάζεται η Ελλάδα από τη διατήρηση των Αμυντικών Συστημάτων, ούτε πέφτει έξω επειδή λείπουν μερικές εκατοντάδες υπάλληλοι από τη «διαθεσιμότητα». Κι όμως, οι δανειστές τώρα ζητούν κι άλλα. Κι όμως, παραμένουν κολλημένοι σε μια λογιστική αποτύπωση των πάντων, ζητώντας μέτρα που και οι ίδιοι παραδέχονται ότι θα βαθύνουν την ύφεση και θα απομακρύνουν -ξανά- την Ελλάδα από την προοπτική της ανάπτυξης. Τώρα, δηλαδή, φαίνεται ότι το σχέδιο είναι στρατηγικό. Και δεν έχει να κάνει μόνο με το έλλειμμα, το δημόσιο χρέος και την κακή συνήθεια των Ελλήνων «να ζουν πάνω από τις δυνάμεις τους».

Βεβαίως, το ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά» είναι επιτακτικό και πάντα καίριο. Όμως, η απάντησή του δεν μπορεί να είναι οικονομική, αλλά αμιγώς πολιτική. Ιδιαίτερα τώρα, που οι δανειστές αποδεικνύουν ότι φέρονται ως τέτοιοι -ως πιστωτές, δηλαδή- και όχι ως εταίροι.

Η απάντηση, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι οικονομίστικη και λογιστική. Πρέπει να είναι πολιτική. Η χώρα και η κοινωνία έχουν χαίνουσες πληγές, τρίζει ακόμη και η ίδια η Δημοκρατία από την κρίση και τη συνακόλουθη συντηρητικοποίηση και άνοδο του νεοναζισμού. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα στο παρελθόν δεν είχε επιχειρήματα να πει «όχι» και «ως εδώ», πλέον έχει. Και επιβάλλεται να το πει.

Και επιβάλλεται πια να το πει με τρόπο πολιτικό. Όχι λογιστικό. Μ’ άλλα λόγια, έπειτα από το μαρτύριο στο οποίο υπεβλήθη η χώρα και η κοινωνία τα τελευταία 3,5 χρόνια, στο προσκήνιο πρέπει να έρθουν οι επείγουσες ανάγκες και η ανακούφισή τους.

Πρέπει να ανακουφιστούν οι άνεργοι που βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Οι χαμηλοσυνταξιούχοι που, στα στερνά τους, δεν μπορούν να προμηθευτούν τα φάρμακά τους ή να έχουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Πρέπει να κινηθεί η αγορά, να τονωθεί η ζήτηση και να στηριχθεί η μεσαία τάξη που παραδοσιακά υπήρξε η ραχοκοκαλιά της οικονομίας, από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου και του «βενιζελισμού».

«Και πού θα βρείτε τα λεφτά»; θα ρωτήσουν οι καχύποπτοι εραστές των μονοδρόμων. «Θα κόψουμε τον λαιμό μας να τα βρούμε», είναι η μόνη πολιτική απάντηση. Μ’ άλλα λόγια, το ζήτημα είναι να αλλάξουν οι προτεραιότητες. Αν γίνει αυτό, τα χρηματοδοτικά εργαλεία έπονται.

Keywords
Τυχαία Θέματα