Γυρίζω μετά

Της Αδαμαντινής Καβαλιεράτου*

Ξυπνάω δεκαεννιά χρόνια μετά. Περνάω από το μαύρο στο λευκό. «Πού είμαι;». «Νερό». Να μιλήσω, να φωνάξω, να σηκωθώ: αδύνατον. Τραβάω τα σωληνάκια, άνθρωποι με άσπρες μπλούζες μαζεύονται γύρω μου. Με κοιτάζουν ανήσυχα, με απορία. Άλλος τα πόδια, άλλος τα χέρια, άλλος τα μηχανήματα πλάι στο κεφάλι μου· μια γυναίκα μου βάζει ξανά τα σωληνάκια στη μύτη και το στόμα. Ένα τρυφερό χτύπημα στην παλάμη. Κάνω το κεφάλι στο πλάι· μεταλλικά κρεβάτια στη σειρά· πάνω τους κοιμισμένοι. Γυρίζω από την άλλη: το ίδιο. Ένας άντρας σκύβει, μου μιλάει: «Καλώς ήρθες, θυμάσαι το όνομά σου;» Το όνομά μου το θυμάμαι, όπως και όλα τα άλλα. Θυμάμαι τι έκανα και πού ήμουν την προηγούμενη μέρα.

Keywords
Τυχαία Θέματα