Φοιτητικές Ιστορίες: Ή οι φίλοι σου ή εγώ



«Δεν νομίζεις ότι περνάς πολλή ώρα με τον Αρτ;» με ρωτάει ενώ τρώμε πρωινό στο κυλικείο, πριν πάμε στο μάθημα.«Ναι. Είναι ο καλύτερός μου φίλος. Αυτός είναι ο σκοπός του να έχεις καλύτερο φίλο, τον βλέπεις πιο συχνά από τους κανονικούς σου φίλους, η παρουσία του είναι λίγο πιο ζωτικής σημασίας».«Μου λες ότι δεν είμαι ζωτικής σημασίας;»«Γιατί προσπαθείς να με βάλεις να σε συγκρίνω με τον κολλητό μου; Είναι σαν να συγκρίνεις μήλα με πορτοκάλια!»«Εγώ είμαι το μήλο ή το πορτοκάλι;»Πρέπει να σκεφτώ πολύ σοβαρά τι θα απαντήσω σ’ αυτό. Πίνω επιδεικτικά μια γουλιά απ’ τον χυμό πορτοκάλι μου και
της χαμογελάω γλυκά. ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: Ή ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΣΟΥ Ή ΕΓΩ Είμαι κοινωνικό άτομο. Όσο μπορώ. Δηλαδή, έχω κάποιους φίλους, δεν θα μείνω ολομόναχος, θα βγω πού και πού και για έναν καφέ, μόνο που η Ντόνα έχει πρακτικά εγκατασταθεί στο σπίτι μου και όπως φαίνεται έχει εξοστρακίσει τον εαυτό της από κάθε ιδέα κοινωνικοποίησης, και περιμένει να κάνω το ίδιο. Κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα, για πολλούς λόγους. Είμαι ένας ασταθής, οριακά καταθλιπτικός άνθρωπος, και ο κολλητός μου είναι το support system μου. Είναι ηλίθιο να μην βγαίνεις απ’ το σπίτι σου. Έχω σιχαθεί λιγάκι να βλέπω την φάτσα της, δεν είμαστε παντρεμένοι, για όνομα του θεού!«Γιατί δεν βγαίνεις κι εσύ με τις φίλες σου; Πόσο καιρό έχεις να τις δεις;» την ρωτάω ενώ καθόμαστε με τις πιτζάμες και βλέπουμε παιδικά, Σάββατο πρωί.«Δεν έχω φίλες. Βασικά, έχω την Μαριλένα και τον Γιώργο, αλλά η Μαριλένα κουβαλάει παντού τον γκόμενό της, κι ο Γιώργος συνέχεια κλαίγεται επειδή είναι είκοσι ένα χρονών παρθένος, και δεν έχω καμιά όρεξη».«Απλά νιώθω άσχημα που σ’ αφήνω μόνη σου όταν βγαίνω με τους φίλους μου» λέω. Παραλείπω να συμπληρώσω ότι νιώθω άσχημα που την αφήνω μόνη στο σπίτι μου, να νιώθει σαν νοικοκυρά, κι εγώ να νιώθω πως πρέπει να γυρίσω νωρίς γιατί αλλιώς θα πέσει παντόφλα.«Τότε κάτσε μαζί μου» λέει, και απ’ την μία φαίνεται σαν να πιστεύει πως είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, απ’ την άλλη έτοιμη να χιμήξει πάνω μου, λες και είναι κάτι που έχουμε ξεκαθαρίσει ήδη, το ότι σχέση = εσώκλειστος. Μα έχω τις συνήθειές μου. Δεν μπορώ να τις ξεκόψω έτσι. Σάββατο πρωί πηγαίνουμε για βάφλες με τον Αρτ, και μετά περπατάμε, δεν σκοπεύω να το χάσω για να μείνω με τις πιτζάμες ως το μεσημέρι. Και το ξέρω πως είναι επικίνδυνο πείραμα, αλλά σηκώνομαι και αρχίζω να ντύνομαι. Με ρωτάει πού πάω.«Βόλτα» της λέω.«Με ποιον». Χωρίς ερωτηματικό.«Με τον Αρτ».Ξεφυσάει. «Προφανώς».«Είναι Σάββατο. Πάμε για πρωινό το Σάββατο».«Και τις άλλες μέρες;»«Θες σοβαρά να κάνεις καυγά γι’ αυτό τώρα;»«Όχι, θέλω να μου πεις για όλες σας τις καθημερινές τελετουργίες. Να ξέρω, ρε παιδί μου, να σε βάλω στην ατζέντα μου. Θα δω τον γκόμενό μου την Τετάρτη, από τις 6 ως τις 8!»«Έχουμε περάσει την τελευταία βδομάδα συνέχεια μαζί!»«Και γιατί το λες σαν να σε ενοχλεί;»Μερικές φορές έχω μεγάλο πρόβλημα να κρατάω το στόμα μου κλειστό.«Γιατί νομίζω το παρακάναμε λιγάκι! Μπορείς να πας και σπίτι σου!»Η Ντόνα γουρλώνει τα μάτια, σφίγγει τις γροθιές της. Θα με χτυπήσει. Είμαι σίγουρος πως θα με χτυπήσει, θα είμαι ο Ορφέας, ένας κακοποιημένος άντρας. «Με διώχνεις;»«Σου λέω να πας σπίτι σου, γιατί είσαι στο σπίτι μου και χρειάζομαι λίγο χρόνο για τον εαυτό μου!»Και τώρα η Ντόνα βάζει τα κλάματα. Για όνομα της Παναγίας, τα ‘φτιαξα με μια διπολική.«Για να περνάς καλύτερα με τους φίλους σου; Γιατί εγώ δεν σου είμαι αρκετή; Επειδή προτιμάς τον καλύτερό σου φίλο;» Ο τρόπος που τόνισε τις λέξεις μ’ έκανε να θέλω να περάσω το κεφάλι μου μέσα απ’ τον τοίχο.«Ναι!» φωνάζω τελικά κι εγώ. «Επειδή αυτός ο άνθρωπος με ξέρει χρόνια, και με έχει δει να πιάνω πάτο και μπορώ να στηρίζομαι πάνω του! Και το ξέρω πως ψάχνεις για μια σχέση που θα έχεις την απόλυτη αποκλειστικότητα, αλλά δυστυχώς υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σημαντικοί στην ζωή μου, και πρέπει να το αποδεχτείς. Δεν μπορείς να μου λύσεις όλα τα προβλήματα, ούτε να μου αλλάξεις την ρουτίνα μου!»«Θα ‘πρεπε ΕΓΩ να είμαι η ρουτίνα σου!»Δεν θα μπω καν στον κόπο να της απαντήσω, αυτή η κουβέντα δεν έχει καμία λογική. Κι ας με προκαλεί. Βάζω τα παπούτσια μου. Σηκώνεται και τρέχει καταπάνω μου τσιρίζοντας και με χτυπάει στο στήθος, πνίγοντας αναφιλητά. Από στιγμή σε στιγμή περιμένω να καταρρεύσει πάνω μου και να πεθάνει στο κλάμα. Για να γίνουμε και εντελώς Ατίθασα Νιάτα, ίσως μου πει πως μ’ αγαπά. Αν μου πει πως μ’ αγαπά, τι σκατά θα κάνω; Τελικά λέει κάτι χειρότερο: «Εγώ ήλπιζα πως θα το ‘βλεπες σαν σπίτι μας πια».Ε όχι. Χέσε με, αυτή είναι τρελή. «Φύγε» της λέω. «Πάρε τα πράγματά σου, και την οδοντόβουρτσά σου, και εξαφανίσου». Δεν ξέρω πώς καταφέρνω και τα λέω ήρεμος αυτά. Ίσως επειδή κατά βάθος φοβάμαι πως αν υψώσω την φωνή μου θα με μαχαιρώσει με κάτι. Έχει μακριά νύχια. Έλα, ρε μαλάκα, τώρα πρόσεξα ότι έχει ψεύτικα νύχια, πόσο κατάντια. Έχει και ζωγραφισμένο λουλουδάκι στον αντίχειρα.«Πες μου τι θες να κάνω και θα το κάνω, σε παρακαλώ!» φωνάζει και προσπαθεί να χώσει το χέρι της μες στο βρακί μου. Αλλά εγώ έχω κι ένα επίπεδο. Της αρπάζω το χέρι, την σέρνω μέχρι την πόρτα και την βγάζω έξω.«Πήγαινε στο σπίτι σου! Γίνεσαι ξεφτίλα!»Μόλις το άκουσε αυτό, χαμήλωσε το κεφάλι κι έκανε ένα βήμα πίσω. Μου γύρισε την πλάτη κι άρχισε να απομακρύνεται, και λίγο πριν γυρίσει για να κατεβεί τις σκάλες, γυρνάει πίσω και λέει «Βασικά είμαι ακόμα με τις πιτζάμες, το ξέρω ότι μαλώσαμε και με πέταξες έξω, αλλά μπορώ τουλάχιστον να ντυθώ σαν άνθρωπος;» Εντάξει, ναι, δεν είμαι τόσο βάρβαρος. Την αφήνω να περάσει.Περπατάει βασανιστικά αργά ως το μπάνιο για να πάρει την οδοντόβουρτσα που τα ξεκίνησε όλα. Ήταν ηλίθια και ροζ. Την έβαλε στην τσάντα της και ξεκίνησε να βγάζει τις πιτζάμες της. Έπιασε το λάστιχο του παντελονιού και καθώς το κατεβάζει, σκύβει μπροστά. Είναι πιο απελπισμένη κι από στριπτιτζού που της ήρθε ειδοποίηση έξωσης.«Τι σκατά κάνεις;» την ρωτάω.Γυρνάει το κεφάλι, ακόμα σκυμμένη, με κοιτάει λάγνα πάνω απ’ τον ώμο της. «Αλλάζω ρούχα».«Ξεκουμπίσου απ’ το σπίτι μου. Σε παρακαλώ». Στραβώνει τα μούτρα και πετάει τα χέρια στον αέρα.«Ξέρεις κάτι, Ορφέα; Άντε γαμήσου! Είσαι ένας ψυχρός μαλάκας! Να πας στον Αρτ που σ’ αγαπάει, λες και είστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον!» Μου κάνει κωλοδάχτυλο, αρπάζει την τσάντα της και βγαίνει απ’ το διαμέρισμα με τα εσώρουχα.Για να είμαι ειλικρινής, ανακουφίστηκα λιγάκι.
Ted fb.com/theodiakos
twitter.com/orf_eas
Keywords
Τυχαία Θέματα