«Φέτος αποφάσισα να μείνω σιωπηλή»

Κυριακή, γιορτή και σχόλη να ‘ταν η ‘βδομάδα όλη. Ξυπνάς με όρεξη να κάνεις κάτι διαφορετικό, σκέφτεσαι χίλια δυο πράγματα. Και τελικά απλά γυρνάς πλευρό.

Σήμερα όμως είναι μια διαφορετική Κυριακή. Είναι γιορτή αλλά όχι σχόλη. Και σίγουρα δεν είναι η καταλληλότερη μέρα να κοιμηθείς.

Κάθε χρόνο ακούω ιστορίες, παρακολουθώ σκηνικά, άλλα τα επικροτώ κι άλλα όχι. Φέτος αποφάσισα να μείνω σιωπηλή. Κι απλά να βλέπω, συγκρίνοντας με την τότε κατάσταση, κι όχι με την τωρινή. Προς Θεού, δεν είμαι καμιά γκουρού ούτε σπουδάζω ιστορία. Αλλά τα συναισθήματα των ανθρώπων που

το έζησαν˙ ναι, μπορώ να πω ότι τα έχω κατανοήσει.

Περπατώ λοιπόν στη γειτονιά μου. Η απέναντι έχει βάλει σκυλάδικα, ο δίπλα ψήνει ακούγοντας λαϊκά. Στο λεωφορείο, οι γιαγιάδες τσακώνονται, μια παρέα νεαρών χαζογελάει, ένα ζευγαράκι ζει τον έρωτά του δημοσίως. Στο κέντρο ψυχή. Είναι άραγε νωρίς; Θα μαζευτούν αργότερα;

Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι δε θέλω να μείνω εδώ. Δεν είναι ότι θα νιώσω στενόχωρα, όχι. Απλά θα γίνω θεατής σ’ ένα θέατρο δίχως λογική. Θα καταθέσουν στεφάνια στο Πολυτεχνείο με δίπλα εργαζόμενους και συνδικαλιστές να νιώθουν ότι ταυτίζονται με τα παιδιά που σκοτώθηκαν τότε. Λες και μπορείς να νιώσεις πώς είναι να έρχεται καταπάνω σου ο θάνατος, πώς είναι να σου σκίζουν τα ρούχα φανατικοί στρατιώτες, πώς είναι να σου βιάζουν την αθωότητα αλλά και την ελευθερία σου μαζί. Θα μιλήσουν πλέκοντας το εγκώμιο όλων- κι ας το έχουν σφετεριστεί πολλοί «ήρωες». Κάποιοι, θα χαρακτηρίσουν τον εαυτό τους αφανή ήρωα, θα μιλήσουν για το πόσο πόναγαν τους φοιτητές, πώς έτρεξαν δίχως φόβο να τους βοηθήσουν τότε.

Μα τι λέτε; Φόβος. Φόβος είναι το συναίσθημα που κυριαρχούσε εκείνες τις ημέρες, εκείνες τις ώρες, ακόμη και τα δευτερόλεπτα που γινόταν η είσοδος των τανκς. Ο λαός φοβόταν τις συνέπειες, οι νέοι φοβούνταν για τους φοιτητές, τα πιτσιρίκια (που ήταν οι γονείς μας τότε) φοβούνταν τις αντιδράσεις των γονιών τους που το έσκασαν και κατέβηκαν, παρά τις απαγορεύσεις τους, στο κέντρο. Οι ίδιοι οι φοιτητές φοβούνταν το τέλος τους, ίσως κάποιοι να φοβούνταν τη ματαιότητα των πράξεών τους. Ξέρεις ποιος ξεπέρασε κάθε ίχνος φόβου εκείνη τη μέρα- ή μάλλον νύχτα; Ο άνθρωπος που είδε το θάνατο μπροστά του, όχι να τον κυνηγάει, αλλά να τον βρίσκει την ώρα που πιάστηκε στα κάγκελα για να μπορεί να ακουστεί έξω. Μόνο αυτός τα κατάφερε.

Γι αυτό και ‘γω, όπως και τότε φοβάμαι. Όχι για το τι θα γίνει σήμερα ή τι μας μέλλει αύριο. Αλλά γιατί σήμερα διάλεξα να μείνω σιωπηλή. Το Πολυτεχνείο και η εξέγερσή του είναι πιο επίκαιρη από ποτέ- ακούω συνέχεια τις τελευταίες μέρες. Τι σημαίνει αυτό; Θα το καπηλευθείτε ακόμη περισσότερο; Θα το χρησιμοποιήσετε για τα συμφέροντά σας κι άλλο; Πόσο ακόμη; Κι εμάς που φοβόμαστε μας σκεφτήκατε; Τι φοβόμαστε;

Ότι όλα αυτά είναι μάταια για εκείνο το παιδί, που μια νύχτα, 17 Νοέμβρη του 1973, δεν φοβήθηκε.

Irish wish fb.com/pages/Irish-wish/105125376317806
irish.wish.writer [at] gmail.com
Keywords
Τυχαία Θέματα