Εθνική: Το λιανικό εμπόριο υποφέρει από διαρθρωτικές στρεβλώσεις

14:43 21/9/2016 - Πηγή: ΕΡΤ

To μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς των μικρών επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου σε συνδιασμό με τις διαχρονικά χαμηλές δυνατότητες παραγωγής προστιθεμένης αξίας συνιστούν τις δυο μεγαλύτερες διαρθρωτικές στρεβλώσεις του κλάδου στην Ελλάδα
σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.

Η μείωση του όγκου των λιανικών πωλήσεων κατά 5% ετησίως την τελευταία 7ετία και ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν το 66% των συνολικών πωλήσεων έναντι μόλις 0,25% στην Ευρωπαϊκή Ενωση

χαρακτηρίζουν τον κλάδο στην Ελλάδα.

Η Εθνική (ΕΤΕ) εξήγαγε τα συμπεράσματα από έρευνα πεδίου που διεξήγαγε σε 300 μικρομεσαίες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Η έρευνα επισημαίνει μεταξύ άλλων:

Μετά από μια δεκαετία έντονης ανόδου (2000-2008), το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα συρρικνώθηκε κατά 5% ετησίως σε όρους όγκου την τελευταία επταετία (έναντι ανόδου κατά 1% ετησίως κ.μ.ο. στην ΕΕ).

Παράλληλα, ο αριθμός επιχειρήσεων του κλάδου περιορίστηκε σωρευτικά στο διάστημα 2008-2013 κατά περίπου 30.000 καταστήματα, αντιστοιχώντας σε συνολική πτώση της τάξης του 16% (με την πτώση στην Αττική να φθάνει το 28%).

 Εύλογα, ανθεκτικότερα αποδείχθηκαν τα είδη πρώτης ανάγκης (λιανεμπόριο τροφίμων και σούπερ μάρκετ) με πτώση πωλήσεων της τάξης του 25% στο διάστημα 2008-2015, ενώ εντονότερη πίεση δέχθηκε το εμπόριο διαρκών καταναλωτικών αγαθών (είδη οικιακού εξοπλισμού) με πτώση πωλήσεων της τάξης του 60% κατά την ίδια περίοδο.

 Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου, όπως αποτυπώθηκαν στην έρευνα της ΕΤΕ βάσει ερωτηματολογίου σε δείγμα 300 επιχειρήσεων, το επιχειρηματικό κλίμα στο λιανικό εμπόριο εμφανίζεται πιο αδύναμο από το μέσο όρο του ελληνικού τομέα των ΜμΕ. Παράλληλα το ποσοστό των ΜμΕ λιανεμπορίου που δηλώνει ότι έχει επιχειρηματικό σχέδιο ανάπτυξης είναι μόλις 22% έναντι 39% για το σύνολο των ΜμΕ.

 Εστιάζοντας στις διαρθρωτικές στρεβλώσεις, ξεχωρίζουμε δύο χαρακτηριστικά:

 Οι μικρές επιχειρήσεις καλύπτουν το μεγαλύτερο κομμάτι του τομέα στην Ελλάδα – δηλαδή, το 71% της απασχόλησης (έναντι 56% για τις ελληνικές ΜμΕ συνολικά και 37% για τις ΜμΕ λιανικού εμπορίου στην ΕΕ) και το 66% των πωλήσεων (έναντι 34% για τις ελληνικές ΜμΕ συνολικά και 25% για τις ΜμΕ λιανικού εμπορίου στην ΕΕ).

 Αν και αντιστοίχου μέσου μεγέθους με τις ευρωπαϊκές (με πωλήσεις της τάξης των €0,2 εκατ. και 2 εργαζόμενους ανά εταιρεία), οι ελληνικές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου εμφανίζουν διαχρονικά χαμηλές δυνατότητες παραγωγής προστιθεμένης αξίας.

Συγκεκριμένα, ενώ οι ευρωπαϊκές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου έχουν λόγο προστιθέμενης αξίας προς πωλήσεις αντίστοιχο με των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (της τάξης του 18%), το ποσοστό αυτό στις ελληνικές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου είναι διαχρονικά σημαντικά χαμηλότερο έναντι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (κοντά στο 10% το διάστημα 2005-2013, έναντι 18% για τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις).

Επιπλέον, ενώ η πτώση του ποσοστού προστιθεμένης αξίας στις πωλήσεις λιανικού εμπορίου στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις συνέβη μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο λόγος αυτός στις μικρές επιχειρήσεις λιανεμπορίου ακολουθεί μια διαχρονικά πτωτική πορεία (από 16% το 2000, σε 12% το 2005, σε 10% το 2008 και σε 8% το 2013) υποδηλώνοντας διαρθρωτικές δυσκολίες στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας.

Σημειώνεται ότι η πτώση αυτή του λόγου προστιθέμενης αξίας προς πωλήσεις για το ελληνικό λιανεμπόριο έχει προκύψει σχεδόν αποκλειστικά από μείωση του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος ως ποσοστού των πωλήσεων (στο 4% το 2013 από 9% το 2000) – με τη διαχρονική σταθερότητα του κόστους εργασίας ως ποσοστού των πωλήσεων να αποτελεί μία πρώτη ένδειξη συντηρητικής προσαρμογής του εργατικού δυναμικού του κλάδου.

Keywords
Τυχαία Θέματα