Ο βιασμός

08:29 11/3/2014 - Πηγή: Aixmi

Με ταρακούνησε η Ελένη Βασιλοπούλου με το άρθρο της για την 8η Μαρτίου παγκόσμια ημέρα της γυναίκας.

Ναι, έτσι είναι, όπως το γράφει η Ελένη. Από το 1977 που ο ΟΗΕ θεσμοθέτησε την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας έχουν περάσει 37 χρόνια. Η 8η Μαρτίου, όμως, εξακολουθεί να είναι «ημέρα πόνου για εκατομμύρια γυναίκες στον κόσμο».

Τριάντα επτά χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση αυτής της ημέρας «γυναίκες χωρίς ελπίδα -όπως τονίζει η αρθρογράφος- χωρίς όνειρα παρακαλούν να πεθάνουν για να απαλλαγούν από τον ψυχικό και σωματικό πόνο».

Έτσι είναι.

Ωστόσο, κάποια ψήγματα προόδου βλέπουμε στη ζωή των γυναικών του λεγόμενου «αναπτυγμένου» κόσμου.

Αν -για παράδειγμα- στον Τρίτο Κόσμο η κακουργηματική κλειτοριδεκτομή ζει και βασιλεύει, η εξευτελιστική (για ολόκληρη την κοινωνία) παρθενορραφή στην Ελλάδα ανήκει στο παρελθόν. Το ίδιο και ο ψυχικά οδυνηρός έλεγχος της παρθενίας των μικρών κοριτσιών, που συνηθιζόταν στον τόπο μας πριν από εξήντα χρόνια.

Σ’ αυτή την εποχή, της δικής μου παιδικής ηλικίας, αναφέρεται το παρακάτω διήγημά μου (από το υπό έκδοσιν πέμπτο βιβλίο μου), το οποίο φέρει τον τίτλο » Ο βιασμός» και είναι χαρακτηριστικό της βαρβαρότητας, που ζούσαν τα μικρά κορίτσια, σχεδόν σε καθημερινή βάση και για ψύλλου πήδημα. Κυρίως τα κορίτσια των εσωτερικών μεταναστών στην Αθήνα και τα προάστιά της.

Ακολουθεί το διήγημα, του οποίου το τέλος είναι τραγικό:

Ο βιασμός

Η γυναίκα του τραμβαγιέρη τινάχτηκε σαν να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Ο πλάστης έφυγε από τα χέρια της και έπεσε στο πάτωμα μαζί με το μισοτυλιγμένο φύλλο της πίτας.

Άρπαξε την εννιάχρονη κόρη της από τους ώμους και την τράνταξε στριγγλίζοντας:

-Τι είναι αυτά που μου λες, μωρή!

-Αυτά που λέω, ψέλλισε η μικρή τρέμοντας ολόκληρη.

-Και τι του κάνουνε του κοριτσιού;

-Δεν ξέρω, δεν είδα. Μόνο άκουσα.

-Τι άκουσες, μωρή σκύλα;

-Άκουσα το κορίτσι που έκλαιγε και φώναζε «όχι, όχι».

Η τραμβαγιέρισα έκανε μεταβολή σαν σιδερένιο στρατιωτάκι πάνω σε μαγνήτη και βγήκε στο δρόμο ουρλιάζοντας:

-Βοήθεια! Βοήθεια! Οι αλήτες από την πλατεία καταστρέφουνε τη θυγατέρα του χωροφύλακα! Τρέξτε!

Στην απέναντι αυλή οι νοικοκυρές παράτησαν τις μπουγάδες μέσα στις σκάφες, βγήκαν στο δρόμο σκοτωτές και κύκλωσαν την τραμβαγιέρισα ρωτώντας την με ένα στόμα:

-Που γίνεται το κακό;

-Στο πλυσταριό της Δώρας. Τρέξτε!

Βγήκαν και οι νοικοκυρές από τα άλλα σπίτια της γειτονιάς με τις ρόμπες τους καταλαδωμένες από τα τηγανίσματα και τα τσιγαρίσματα.

Όλες μαζί όρμησαν στο χαμόσπιτο της Δώρας.

Με κλωτσιές και με χαστούκια παραμέρισαν το παιδομάνι-αρσενικό και θηλυκό-που είχε κατακλύσει την αυλή της βιοπαλαίστριας, έσπασαν τη σαραβαλιασμένη πόρτα του πλυσταριού και μπήκαν μέσα.

Οι βιαστές είχαν πηδήξει στον κήπο του γαλακτοπώλη από το πίσω παράθυρο του πλυσταριού και είχαν εξαφανιστεί.

Ξαπλωμένη πάνω σε ένα μπόγο με άπλυτα η 11χρονη κόρη του χωροφύλακα, μισόγυμνη και ξεμαλλιασμένη, έκλαιγε με λυγμούς.

***

Το καμαράκι, όπου αγκομαχούσε η Δώρα παστρεύοντας τα άπλυτα των «μεγαλοκυράδων» είχε γίνει εκείνο το καλοκαίρι ο τόπος κάποιων περίεργων πρωινών συναντήσεων των δεκαεξάχρονων αγοριών της πλατείας.

Την ώρα που η ταλαίπωρη η πλύστρα γύριζε στα «καλά» σπίτια μοιράζοντας πλυμένα και σιδερωμένα ρούχα, την ώρα που οι άλλοι ταλαίπωροι της γειτονιάς-άνδρες και γυναίκες- βρίσκονταν στις εργασίες τους, την ώρα που οι νοικοκυρές πάλεβαν με τις σκάφες και τις γκαζιέρες, κάποιοι δεκαεξάρηδες παρατούσαν τα ποδοσφαιράκια, χώνονταν στο πλυσταριό, κλείδωναν την πόρτα, έκλειναν τα πατζούρια των δύο μικρών παραθύρων και γλεντούσαν βλέποντας φωτογραφίες με γυμνές γυναίκες.

Αφού χόρταιναν «μάτι», κατέβαζαν τα παντελόνια τους και μετρούσαν με το υποδεκάμετρο τον φουντωμένο ανδρισμό τους…

Ορισμένοι ασυγκράτητοι «έπιαναν» τις τέσσερις γωνίες του πλυσταριού και εκτόνωναν την επαναστατημένη σάρκα τους με την πλάτη γυρισμένη στους φίλους…

‘Έξω από το καμαράκι τα αγόρια, που δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό σχολείο, παρακαλούσαν αυτούς που ήταν μέσα να ξεκλειδώσουν την πόρτα για να μπουν κι εκείνα. Τζάμπα παρακάλια…

Παραέξω, στον χωματόδρομο, τα κορίτσια, πιο πρακτικά, παραμέριζαν την περιέργειά τους και το ’ριχναν στο «κουτσό».

-Μην τους μαρτυρήσετε στις μανάδες σας, τους έλεγαν τ’ αγόρια. Θα μας βάλουν κι εμάς μέσα και θα δούμε τι κάνουνε.

Τα κορίτσια δεν τους «μαρτυρούσαν».

Ίδιο σκηνικό και την ημέρα που έγινε το κακό. Με μια μικρή αλλαγή: Τα κοριτσάκια δεν έπαιζαν «κουτσό». Συζητούσαν για τον βίο και την πολιτεία των «μαντράχαλων» που ήταν κλεισμένοι στο καμαράκι:

-Βγάζουν τα πουλιά τους και τα δείχνουνε ο ένας στον άλλο!

-Κι εσύ που το ξέρεις;

-Μου το είπε ο ξάδερφός μου. Τους είδε από τη χαραμάδα της πόρτας. Έχουνε, λέει, κάτι πουλιά τόοοσα!

-Εμένα το αδερφάκι μου έχει ένα λουκανικάκι!

-Το αδερφάκι σου είναι μωρό, καλέ. Τα μεγάλα αγόρια έχουν μεγάλα πουλιά.

-Οι άντρες έχουν κάτι πουλιά σαν γλώσσες μοσχαρίσιες!

-Κι εσύ που το ξέρεις;

-Το είδα στον ύπνο μου. Μια Κυριακή μάς έφερε η νονά μου μια μοσχαροκεφαλή ψημένη. Νααα μια μοσχαροκεφαλή! Με μια γλώσσα νααα! Το βράδυ είδα στον ύπνο μου έναν άντρα ξεβράκωτο. Είχε ένα πουλί ολόιδιο με τη γλώσσα του μοσχαριού!

-Εμένα μου είπε ένα κορίτσι στην κατασκήνωση ότι οι μεγάλοι άντρες έχουνε ένα πουλί που μοιάζει με φίδι!

-Φίιιδι!

Η κόρη του χωροφύλακα δεν άντεξε την περιέργεια.

-Θα πάω να κοιτάξω κι εγώ από τη χαραμάδα, είπε στις φίλες της.

-Μην πας, είναι κακό, απάντησαν εκείνες με ένα στόμα.

-Θα πάω.

Πήγε θαρρετή-θαρρετή.

Κόλλησε το μάτι της στη χαραμάδα της παλιόπορτας…

-Σας κοιτάει ένα κορίτσι! Φώναξαν εν χορώ τα αγόρια που στέκονταν έξω από το πλυσταριό.

Κάποιος ξεκλείδωσε την πόρτα και τη μισάνοιξε…

Πρόβαλε ένα αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο…

-Τι κάνετε εκεί μέσα; Τον ρώτησε με νάζι η κόρη του χωροφύλακα.

-Θέλεις να δεις;

-Θέλω.

Το αγόρι με το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο άπλωσε το χέρι του, τη γράπωσε από το ζωνάκι του φουστανιού της, την τράβηξε μέσα και ξανακλείδωσε την πόρτα…

***

Την ώρα που οι βιαστές οδηγούνταν στον εισαγγελέα ανηλίκων και η κόρη του χωροφύλακα στον ιατροδικαστή, στα σπίτια της γειτονιάς που είχαν μικρά κορίτσια στήνονταν εμπειρικά γυναικολογικά «ιατρεία».

Οι μανάδες φοβούμενες το ενδεχόμενο να είχαν «πειραχτεί» από τους «μαντράχαλους» και οι δικές τους κόρες, τις ξάπλωναν με το ζόρι στο τραπέζι της κουζίνας και τις εξέταζαν…

Σθεναρή αντίσταση πρόβαλε μόνον ένα κοριτσάκι εξάχρονο.

Η μάνα του το έδειρε απ’ την κορφή ως τα νύχια με μια μεγάλη βίτσα, αλλά δεν τα κατάφερε να κάμψει την αντίστασή του.

Η μάνα βγήκε στην αυλή του σπιτιού και κάλεσε ενισχύσεις…

Έσπευσαν να τη βοηθήσουν δυο μεγαλόσωμες συννυφάδες με άγριες διαθέσεις.

Άρπαξαν το κορίτσι, το πέταξαν στο πάτωμα, το ξεβράκωσαν, του έχωσαν στο στόμα ένα πατσαβούρι για να μην ακούγονται οι στριγγλιές του και το ακινητοποίησαν κρατώντας η μία τα πόδια του και η άλλη τα χέρια.

Η μάνα το πάτησε στην κοιλιά με το πόδι της και η γιαγιά έκανε τον γυναικολογικό έλεγχο…

Την ώρα που τέλειωνε ο έλεγχος, τέλειωσε και η ζωή του παιδιού…

Keywords
Τυχαία Θέματα