Κάποτε ήταν σκιές, σήμερα στιγμιότυπα

02:50 16/1/2013 - Πηγή: Aixmi

Φτωχικά τα ξεχειλωμένα ρούχα της, φθαρμένη η χιλιοφορεμένη περούκα, μα κυρίως η διαπεραστική, κριτική φωνή σε κάνουν μια να γελάς, να κοροϊδεύεις, να προσπερνάς βιαστικά, δεν χωρούν οι διαφορετικοί στην κοινωνία μας.

Είναι δεν είναι, 1,60, μια ηλικιωμένη, άγνωστη γυναίκα, δεν ξέρω αν είναι μάνα, δεν ξέρω αν είναι στα καλά της, όμως είναι εκείνο το αληθινό παράδειγμα που λείπει από την καθημερινότητά μας.

Ξεκινά από το Παγκράτι, από τα χαράματα σέρνει μια μισοσπασμένη βαλίτσα, τη φορτώνει σιγά-σιγά, με απορρίμματα ανακύκλωσης, πλαστικό και χαρτί, φτάνει στο Γουδή, στον πολυ-κάδο,

μπροστά στα νοσοκομεία και αδειάζει την πραμάτεια της.

Πιάνω κουβέντα μαζί της, τη ρωτώ, τι είναι αυτό που κάνει, μου απαντά με μια λέξη, είσαστε τεμπελόπαιδα, την διορθώνω: τεμπελόσκυλα, διαφωνεί:

-όχι, δεν είμαστε ζώα, άστα αυτά, εμείς μπορούμε κάτι να κάνουμε, αυτά χάνονται δίχως ελπίδα.

Μου προτείνει μια σακούλα, φωνάζει:

-σκύψε, μάζεψε, μην αφήνεσαι, ποιόν περιμένει; Κάνε κάτι, τώρα, που ακόμη μπορείς.

Συνεχίζει να μιλάει στους περαστικούς, κανείς δεν νοιάζεται, αλήθεια ποιος πιστεύει στην προσωπική, την ατομική προσπάθεια;

Η ανακύκλωση στοιχίζει, αλλά περισσότερο κοστίζει η βάναυση συμπεριφορά μας σε όλα αυτά που δεν έχουν φωνή να γκρινιάξουν.

Η διαταραχή της ίσως να γίνεται ενοχλητική, δεν θέλουμε στο κάδρο της καθημερινότητας πιεστικούς, παράλογους συνανθρώπους και αναζητάμε ελεγχόμενες εμμονές.

Όσο πιο στρογγυλά τα θέματα, τόσο πιο ήρεμη η θάλασσα μέσα μας.

Όμως, η άγνωστη παραμένει πάνω στο καράβι που βυθίζεται, κάνει γόνιμη πράξη την τρέλα της και δεν αναζητά να την τρυπώσει κάπου, αγκαλιά με προσωπικά σωσίβια.

Περαστικοί μονολογούν,

-ξέρεις τι χρήμα βγάζει αυτή, οι ρακοσυλλέκτες έχουν πια το χρήμα.

Στα λόγια είμαστε πρώτοι, στα σενάρια και τη θεωρία δεν μας πιάνει κανείς, όμως όταν φτάνει η ώρα της πράξης ψάχνουμε ακόμη το θύμα, που θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

Φώναξα με θράσος:

-Γυρίστε λίγο το πρόσωπο να σας δω, να σας βγάλω μια φωτογραφία,

Η άγνωστη με κοιτά, με καρφώνει:

-ποιος σας είπε, νεαρέ μου, πως εγώ θέλω να σας δω;

Λίγο πριν πάρω ανάσα και πέφτω πάνω στον κο Φώτη. Πλανόδιος μουσικός, πιανίστας, στην αρχή τρομάζω λίγο, τι να θέλει κι αυτός πάλι, αναρωτιέμαι αυτά τα ριμαδιασμένα στερεότυπα πνίγουν κάθε σκέψη.

Κοντά στα εξήντα, αξιοπρεπέστατος, μιλά για την απόλυσή του, έπειτα από 20 χρόνια σερβιτόρος σε μεγάλο Αθηναϊκό ξενοδοχείο. Δεν το βάζει κάτω, δεν εγκαταλείπει, ξεκίνησε τη μεγάλη αγάπη, τη μουσική πριν λίγα χρόνια και τώρα δίνει τον εαυτό του πάνω στις νότες. Κατεβαίνει στην Ερμού, βγάζει μεροκαματάκι χαρίζοντας μελωδίες στα περαστικά αυτιά.

Χαμογελάει στην ερώτηση: Πού πάμε; Που άλλου; Σε κάτι καλύτερο, ίσως, σήμερα, πάνω στην αλλαγή, να φαίνονται όλα ανάποδα και ανάδρομα, μα μόλις περάσουμε τον κάβο θα έρθει μια μπονάτσα που θα τα καλμάρει όλα.

Έτσι περιγράφει το δράμα του, την κατάντια μας, και με κάνει να ντρέπομαι για την ολιγωρία.

Ο Φώτης, συνεχίζει κατάμεσις του δρόμου, πλέκει νότες με το πιάνο του, οι περαστικοί τον κρίνουν σκληρά, μπορεί να ξεγιελιέται ο κόσμος, όμως πρόσκαιρα, μόλις σε ξεσκεπάσει δεν σε ξανα-εμπιστεύεται.

Στην επιστροφή συναντώ τους συνηθισμένους αστέγους, της γέφυρας Νέου Φαλήρου, ξεχάστηκαν μέσα στις γιορτινές ημέρες.

Το στολισμένο δέντρο περιμένει -φαίνεται -κάποιον Άγιο, έστω και ξενόφερτο, να φέρει δώρα.

Να φέρει μια δουλειά, μια σιγουριά, μια κάποια αόριστη χαρά.

Keywords
Τυχαία Θέματα