Όποιος σπέρνει «τηλεδίκες» θερίζει όχλους

Αρθρογράφος: Κωνσταντίνος Πικραμένος

Τις προηγούμενες ημέρες το τηλεοπτικό κοινό παρακολούθησε από τις οθόνες του μια άθλια επίθεση με ύβρεις, απειλές και προπηλακισμούς υπό τύπον όχλου εναντίον του συνηγόρου του κατηγορουμένου για την δολοφονία της εφοριακού, Δώρας Ζέμπερη. Πέρα από τις προφανείς ευθύνες των αστυνομικών αρχών, που άφησαν αμέτοχες τον όχλο να ξεσπάσει πάνω σε εκείνον, που θεωρήθηκε εύκολος στόχος, αξίζει να αναρωτηθούμε το πώς φτάσαμε ως εδώ.

Καταρχάς, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η ανάκριση είναι μυστική. Αυτό που συνέβαινε, όμως, στην πράξη τις προηγούμενες

εβδομάδες της επιθέσεως ήταν πως διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές με αφορμή την συγκεκριμένη υπόθεση είχαν οργανώσει μια «τηλεοπτική δίκη» διαρκείας, στην οποία χρησιμοποιούσαν ανακριτικό υλικό, το οποίο είχε φτάσει στα χέρια τους από διάφορες πρόθυμες πηγές. Συμμέτοχοι στις «τηλεδίκες» αυτές ήταν, μάλιστα, και δικηγόροι επιθυμώντας είτε να ενισχύσουν την θέση των εντολέων τους επηρεάζοντας την κοινή γνώμη είτε να επιτύχουν την προσωπική τους προβολή.

Το παραπάνω φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Εδώ και χρόνια έχει επισημανθεί από θεωρητικούς του ποινικού δίκαιου πως ακόμη και στα κεντρικά δελτία ειδήσεων μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών διεξάγονται «παραδίκες» παράλληλα προς τις πραγματικές δίκες(i). Κυρίως, επιλέγονται από τα μέσα ενημέρωσης διάφορες θεαματικές ποινικές δίκες, οι οποίες συνδυάζουν τη βία, το μυστήριο, τις καταχρήσεις και την σεξουαλικότητα, δημιουργώντας ένα εύπεπτο τηλεοπτικό προϊόν με μικρό, σχετικά, κόστος.

Συχνά, πριν καν επιληφθεί της υποθέσεως ο αρμόδιος εισαγγελέας, οι φερόμενοι ως δράστες των ερευνώμενων εγκλημάτων παραδίδονται σε εκπροσώπους ραδιοτηλεοπτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι οποίοι ενεργούν τη δική τους ιδιωτική-δημοσιογραφική ανάκριση(ii) εμπλουτίζοντας την με φωτογραφικό υλικό και σχόλια προσώπων, που τις περισσότερες φορές τίποτα δεν γνωρίζουν για την ουσία της υποθέσεως, αλλά καλωσορίζουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τον χρόνο δημοσιότητας, που πιστεύουν ότι τους αναλογεί.

Η ευθύνη, πάντως, ορισμένες φορές θα πρέπει να αναζητείται και από τους εκπροσώπους του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι μοιράζουν πληροφορίες ή προβαίνουν σε ανακοινώσεις, που αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης, με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπουν στα μέσα ενημέρωσης να υποκαθιστούν την ανάκριση και να εξάγουν συμπεράσματα ως προς την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη(iii).

Τα αποτελέσματα της ασύδοτης δράσης όσων μέσων ενημέρωσης ενεργούν με αυτόν τον τρόπο είναι σοβαρά και, ειδικά όσον αφορά στα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ζημιά, που προκαλούν, δύσκολα μπορεί να επανορθωθεί. Συγκεκριμένα τα άμεσα και έμμεσα αποτελέσματα των ενεργειών τους στην συγκεκριμένη υπόθεση ήταν:

1. Ο αυτεπαγγέλτως διορισθείς συνήγορος του κατηγορουμένου απειλήθηκε με φυσική εξόντωση και παραιτήθηκε. Το αν η παραίτηση του οφείλεται και σε άλλους λόγους είναι αδιάφορο, αφού είναι δεδομένο ότι ένας δικηγόρος υπό διαρκή απειλή ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να επιτελέσει ορθά το λειτούργημά του. Έτσι εθίγη το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε προσώπου, όσο ειδεχθές κι αν είναι το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται, να υπερασπίζεται τον εαυτό του μέσω συνηγόρου.
2. Εθίγη το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί από αμερόληπτο δικαστήριο. Συγκεκριμένα, τα πλέον σοβαρά κακουργήματα, όπως είναι οι ανθρωποκτονίες, δικάζονται από τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, στα οποία συμμετέχουν όχι μόνο τακτικοί, αλλά και λαϊκοί δικαστές, οι ένορκοι. Οι ένορκοι είναι πολίτες, οι οποίοι επιλέγονται τυχαία και πρέπει να λαμβάνουν την απόφασή τους αποκλειστικά και μόνο με βάση το νόμιμο αποδεικτικό υλικό, το οποίο θα παρουσιαστεί στο δικαστήριο. Αν, όμως, έχουν ήδη παρακολουθήσει μια «τηλεοπτική δίκη» τίθεται σε σοβαρή αμφιβολία το κατά πόσον θα μπορούν να είναι πράγματι αμερόληπτοι.

Όσον αφορά στο θέμα της αμεροληψίας έχει ενδιαφέρον, κατά την γνώμη μας, να λάβει χώρα και μία περισσότερο θεωρητική ανάλυση. Αναφέρουμε, λοιπόν, καταρχήν πως σύμφωνα με την υπ’ αρίθμ. 1495/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου καμιά έννομη επιρροή δεν ασκούν ενδεχόμενες δημοσιεύσεις στον Τύπο πριν από την έκδοση της αποφάσεως, αφού «με κανένα τρόπο δεν μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση της δίκης, η οποία διεξάγεται από δικαστές που υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους».

Η απόφαση αυτή αν και δεν εξετάζει την ουσία του προβληματισμού, φαίνεται πως βασίζεται σε έναν πρακτικό συλλογισμό: Αν αρκεί η αθέμιτη ανάμιξη των μέσων ενημέρωσης για να καταστεί μια δίκη άδικη και άκυρη, τότε πράγματι σχεδόν κανένα δημόσιο πρόσωπο δεν θα μπορούσε να δικαστεί με έγκυρο τρόπο και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης θα οδηγούνταν σε μεγάλη κρίση.

Από την άλλη πλευρά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ήδη από το 1979 έχει νομολογήσει στην υπόθεση Sunday Times v. The United Kingdom πως τα δικαστήρια δεν μπορούν να λειτουργούν σε μία «γυάλα» και πως οι πολίτες έχουν το δικαίωμα μέσω και των μέσων ενημέρωσης να πληροφορούνται τα όσα συμβαίνουν και σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη δημόσια ζωή της χώρας τους. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν όρια, τα οποία επιτάσσει η ανάγκη για ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Μια από τις προϋποθέσεις για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι και η ύπαρξη ενός αμερόληπτου δικαστηρίου. Έτσι οι δημοσιογράφοι όταν σχολιάζουν μια είδηση, που αφορά σε μια εκκρεμή ποινική υπόθεση, θα πρέπει να φροντίζουν να αποφεύγουν δηλώσεις και εκφράσεις, που θα μπορούσαν να θίξουν την δικαιότητας της δίκης ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης(iv).

Συγκεκριμένα, μια λυσσαλέα και μονομερής εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης εις βάρος ενός προσώπου θεωρείται πιθανόν να θίγει τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης(v), αφού επηρεάζει την κοινή γνώμη και συνεπώς την αντίληψη εκείνων, που θα κληθούν να αποφασίσουν για την ενοχή του κατηγορουμένου(vi). Τονίζεται πως το ΕΔΔΑ αναφέρεται ειδικά στους ενόρκους σε αντιδιαστολή με τους τακτικούς δικαστές, οι οποίοι έχουν εχέγγυα εμπειρίας και επαγγελματισμού. Πάντως, κατά την γνώμη μας, ούτε οι τακτικοί δικαστές θα έπρεπε να θεωρούνται άνευ εταίρου ανεπίδεκτοι επηρεασμού από μια μεγάλης κλίμακας δυσφημιστική εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης.

Σημαντικό ρόλο παίζει, επίσης, και ο ρόλος των εκπροσώπων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι οφείλουν να ενημερώνουν τους πολίτες με έναν τρόπο, που δεν θα προδικάζει την ενοχή του κατηγορουμένου(vii). Απαράδεκτη θεωρείται, φυσικά, και η διαρροή πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης, αλλά και η πάσης φύσεως ενθάρρυνση της άσκησης προκατειλημμένης δημοσιογραφίας(viii).

Από όλα τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα πως σε μια κοινωνία δικαίου το δικαίωμα πληροφόρησης των πολιτών δεν μπορεί να χρησιμοποιείται προκειμένου να νομιμοποιεί τις άθλιες «τηλεοπτικές δίκες», οι οποίες είναι ένας προσχεδιασμένος εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον βωμό του κέρδους. Νόμοι υπάρχουν για την αποτροπή των φαινομένων αυτών, αλλά πρέπει να βρεθεί και η βούληση να εφαρμοστούν.

Κωνσταντίνος Πικραμένος

Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Ποινικού Δικαίου

www.pikramenoslaw.gr

i Η. Αναγνωστόπουλος, Ο συνήγορος και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ΠοινΧρον 1997, σελ. 337 επ.

iiΑ. Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Δημοσιότητα της δίκης και παρουσία των M.M.E. στο Δικαστήριο, ΠοινΧρον2003, σελ. 6 επ.

iiiΕ. Κρουσταλάκης, Προβλήματα και προβληματισμοί από την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΧρον1998, σελ. 429 επ.

ivΕΔΔΑ, υπόθεση Worm v. Austria, 29 Αυγούστου 1997, παρ. 50.

ivΣε πρακτικό επίπεδο, πάντως, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την προληπτική διασφάλιση του συγκεκριμένου δικαιώματος, καθώς η εκ των υστέρων θεραπεία του δυσχερώς μπορεί να επιτευχθεί.

vΕΔΔΑ, υπόθεση Craxi v. Italy, 5 Δεκεμβρίου 2002, παρ. 99, υπόθεση Taxquet v. Belgium, 13 Ιανουαρίου 2009, παρ. 76 και υπόθεση Krylov v. Russia, 14 Μαρτίου 2013.

viΕΔΔΑ, υπόθεση Pesa v. Croatia, 8 Απριλίου 2010. παρ. 141.

viiΕΔΔΑ, υπόθεση Kaciu and Kotorri v. Albania, 25 Ιουνίου 2013, παρ. 157.

Keywords
Τυχαία Θέματα