Kevin Judd

Σε μια επίσκεψή του στη χώρα μας, ο πρωτοπόρος οινοποιός της Νέας Ζηλανδίας, γνωστός για τα ιδιαίτερα λευκά κρασιά του, μας αφηγήθηκε την ιστορία του και μοιράστηκε μαζί μας το πάθος του για τη φωτογραφία.

Είναι ένας πρωτοπόρος οινοποιός του Marlborough και έχει συνδέσει το όνομά του με τα διάσημα Sauvignon Blanc της Νέας Ζηλανδίας. Γεννήθηκε στην Αγγλία, όμως σύντομα βρέθηκε να σπουδάζει οινολογία στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Roseworthy College της Αυστραλίας, και να κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στο οινοποιείο Reynella. Το 1983 μετακόμισε στη Νέα

Ζηλανδία, όπου και εργάστηκε στη Selaks Wines και στη συνέχεια στο ολοκαίνουργιο Cloudy Bay, στο οποίο και διηύθυνε τους 25 πρώτους τρύγους. Το 2009 δημιούργησε το δικό του Greywacke, την ετικέτα που πήρε το όνομά της από το χαρακτηριστικό γκρίζο πέτρωμα που υπάρχει στη Νέα Ζηλανδία. Η σειρά των κρασιών του, που προέρχονται από σταφύλια των ποικιλιών Sauvignon, Riesling, Chardonnay, Pinot Gris και Pinot Noir από τις κοιλάδες Wairau και Southern Valleys, οινοποιείται στο Dog Point.

Η ενασχόλησή του με το κρασί, ωστόσο, τον ώθησε να εκφραστεί και ως φωτογράφος. «Τα τελευταία χρόνια είχα την τύχη να επισκεφτώ και να φωτογραφίσω πολλούς αμπελώνες και οινοποιεία, τόσο στη Νέα Ζηλανδία όσο και σε άλλες χώρες», λέει. Οι εντυπωσιακές φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα παγκοσμίως, ενώ έχουν κυκλοφορήσει και δύο λευκώματα με την υπογραφή του: «The Colour of Wine» και «The Landscape of New Zealand».

Γεννήθηκε στην Αγγλία, σπούδασε στην Αυστραλία, ζει και εργάζεται στη Νέα Ζηλανδία: ένας κοσμοπολίτης οινοποιός. Εδώ, με την Ντίξι στο κελάρι του οινοποιείου του.

Όταν ο Kevin Judd επισκέφτηκε την Αθήνα δοκιμάσαμε όλα τα κρασιά του. Ολα τους μας κέρδισαν: έχουν ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό στυλ, ταυτόσημο του οινοποιού και της περιοχής.

Ποιοι παράγοντες διαδραμάτισαν ρόλο στο να καθιερωθεί η Νέα Ζηλανδία ως μία από τις σπουδαιότερες οινοπαραγωγούς χώρες Sauvignon Blanc;

Τα πρώτα κλήματα φυτεύτηκαν στο Marlborough από τη Montana Wines το 1975 και τα πρώτα κρασιά «γεννήθηκαν» στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η επιτυχία του Sauvignon Blanc οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ευχάριστη συγκυρία της συνύπαρξής του με το συγκεκριμένο μικροκλίμα, που ευνοεί την ωρίμαση του φρούτου, σε μια μακρά και κρύα καλλιεργητική περίοδο. Στη διάρκειά της, οι ημερήσιες θερμοκρασίες δεν ξεπερνούν τους 30° C και οι βροχοπτώσεις είναι ικανοποιητικές, αλλά σπάνια υπερβολικές. Δεν θα μπορούσε λοιπόν αυτό το περιβάλλον παρά να οδηγεί σε κρασιά με ένταση και συμπυκνωμένο φρούτο, με καθαρότητα και ιδανική ισορροπία οξύτητας.

Τα αμπέλια της Lower Brancott Valley, φωτογραφημένα από τον ίδιο.

Τι κάνει διαφορετικά τα Sauvignon Blanc της Νέας Ζηλανδίας;

Στους περισσότερους τρύγους, τα σταφύλια αποκτούν απίστευτη συγκέντρωση και ζωντανά, σχεδόν εξωτικά, αρώματα ώριμων φρούτων σε συνδυασμό με φρεσκάδα και άψογα ισορροπημένη φυσική οξύτητα. Αυτά είναι εφικτά λόγω της θερμοκρασίας, του κλίματος του Νότιου Ειρηνικού και των μεγάλων ηλιοφανειών, χωρίς όμως υπερβολική θερμότητα. Τα καλύτερα κρασιά μας προέρχονται από αμπελώνες χαμηλής στρεμματικής απόδοσης που έχουν τρυγηθεί στο τελευταίο στάδιο της ωριμότητάς τους. Πιστεύω πως, για όλα αυτά, ετούτο το terroir είναι ιδανικό.

Η ζύμωση με αυτόχθονες ζύμες σε παλαιά βαρέλια και η ωρίμαση επάνω στις οινολάσπες είναι κάποιες από τις τεχνικές που εφαρμόζετε στην οινοποίηση Sauvignon Blanc. Τι προσφέρουν στη γεύση του κρασιού;

Εμπνευσμένος από τα εξαιρετικά αποτελέσματα σχετικών πειραματισμών σε Chardonnay, πειραματίστηκα με αυτόχθονες ζύμες περισσότερο από περιέργεια. Τα αποτελέσματα ήταν εξίσου ενθαρρυντικά και με τις τεχνικές ζύμωσης και ωρίμασης, καθώς προσέθεταν μια ολοκαίνουργια διάσταση στα κρασιά. Τα καλοφτιαγμένα Sauvignon Blanc του Marlborough που παράγονται με αυτόν τον τρόπο είναι περισσότερο αλμυρά και λιγότερο φρουτώδη, ενώ παρουσιάζουν πληθώρα βοτανικών αρωμάτων και, επιπλέον, έχουν περιεχόμενο και υπόσταση. Είναι τόσο διαφορετικά σε στυλ από τα κλασικά Sauvignon της περιοχής, που συχνά απορρίπτονται από τους ένθερμους οπαδούς των τυπικών «Savvie»!

Τρύγος στον αμπελώνα του Pinot Noir, τη δεύτερη, μετά το Chardonnay, ποικιλία που ο Kevin Judd αγαπάει πολύ.

Θεωρείστε πρωτοπόρος στην περιοχή του Marlborough. Πώς ήταν η περιοχή όταν πρωτοπήγατε;

Θα μπορούσα να σας μιλάω γι’ αυτό χρόνια. Πρωτοπόρος δεν ξέρω... Κάποιος πρόσφατα με αποκάλεσε βετεράνο. (γελάει) Οταν ξεκίνησα το 1985 με το Cloudy Bay, η περιοχή ήταν δίχως ταυτότητα. Το ενδιαφέρον μου για το Marlborough τροφοδοτήθηκε καθαρά και μόνο από την ποιότητα των πρώτων κρασιών που παράγονταν εκεί: ήταν ιδιαίτερα εκφραστικά, συμπυκνωμένα, έδειχναν τις τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης στο μέλλον. Η επιτυχία των πρώτων Sauvignon Blanc ήταν εντυπωσιακή, η ενασχόληση φαινόταν και επικερδής, και έτσι οι επιδοτούμενες καλλιέργειες εξαπλώθηκαν, με αποτέλεσμα σήμερα να καλύπτουν περίπου 240.000 στρέμματα. Εντούτοις, το Marlborough έπεσε, κατά κάποιον τρόπο, θύμα της ίδιας του της επιτυχίας, με τον τρύγο του 2008 να είναι ο πρώτος που η παραγωγή αντισταθμίστηκε με τη ζήτηση. Εκτοτε οι τιμές του σταφυλιού και της γης έχουν «φουσκώσει» και πολλές αγορές έχουν πλημμυρίσει με φθηνά κρασιά.

Ποιες διεθνείς ποικιλίες σάς συγκινούν περισσότερο;

Οφείλω να ομολογήσω την αγάπη μου για το Chardonnay και το Pinot Noir. Είναι και οι δύο ποικιλίες ικανές να προσφέρουν μια ξεκάθαρη και σαφή ερμηνεία του terroir, ενώ ταυτόχρονα συμπεριφέρονται εξαιρετικά καλά σε μεγάλη γκάμα οινοποιητικών μεθόδων. Επίσης, εκφράζουν τον καλύτερο εαυτό τους όταν ελαχιστοποιούνται οι παρεμβάσεις του αμπελουργού.

Στη Νέα Ζηλανδία, οι μοναδικές ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι εισαγόμενες, καθότι δεν υπάρχουν γηγενείς. Κάποιες νέες, όπως το Gruner Veltiner, παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Οι ίδιοι παράγοντες που ευνόησαν την παραγωγή του Sauvignon διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον καλό εγκλιματισμό και άλλων λευκών, αρωματικών ποικιλιών, και ιδιαίτερα του Riesling, του Pinot Gris και του Gewürztraminer. Και φυσικά το Pinot Noir αλλά και το Chardonnay ευδοκιμούν στο δροσερό, θαλασσινό περιβάλλον μας, δίνοντας κρασιά έντονης ποικιλιακής εκφραστικότητας.

Η Σαντορίνη στο φακό του Kevin Judd

Τι θα συμβουλεύατε τους Ελληνες οινοποιούς με δεδομένη την κρίση που περνάει η χώρα;

Νομίζω πως πρέπει να ρίξουν το βάρος στην ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου και χαρακτηριστικού στυλ κρασιών, χρησιμοποιώντας τις σημαντικότερες ντόπιες ποικιλίες και δίνοντας βάση στο ιδανικό ταίριασμα ποικιλίας και γεωγραφικής προέλευσης. Δεν βλέπω το λόγο να μιμούνται κάποια διεθνή στυλ κρασιών και να ασχολούνται με ποικιλίες που πιθανότατα ταιριάζουν καλύτερα σε ένα διαφορετικό terroir. Εχουν μεγάλη αξία η μοναδικότητα και η δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας στο κρασί. Είναι μια χρονοβόρος διαδικασία, όμως η Ελλάδα είναι προικισμένη με φυσικό πλούτο, μοναδική βιοποικιλότητα αμπελιών και εξαιρετικό κλίμα. Οι οινοποιοί σας, λοιπόν, θα πρέπει να τα αξιοποιήσουν.

Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη φωτογραφία;

Με ενδιέφερε από τα εφηβικά μου χρόνια. Ημουν ενθουσιώδης ερασιτέχνης, ώσπου το 1990 γνώρισα τον Mick Rock (διάσημος Βρετανός φωτογράφος), ο οποίος με κάλεσε να συνεισφέρω με φωτογραφίες με θέμα το κρασί στο Cephas (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη εικόνων με επίκεντρο το κρασί, το ποτό, το φαγητό και τα ταξίδια). Εκτοτε, άρχισα να φτιάχνω μια τέτοια συλλογή. Στη συνέχεια, κατόρθωσα να εκδώσω κάποια βιβλία σχετικά με τη βιομηχανία οίνου της Νέας Ζηλανδίας, τη γη, τους ανθρώπους που ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια και… τους σκύλους τους. Πήρα μεγάλη ικανοποίηση και αισθάνθηκα υπερηφάνεια όταν αντίκρισα τις φωτογραφίες μου τυπωμένες. Είμαι πολύ τυχερός που ζω και εργάζομαι σε έναν ιδιαίτερου φυσικού κάλλους τόπο και που είμαι σε θέση να μοιραστώ αυτές τις εικόνες με τον κόσμο.

Τα κρασιά Greywacke τα βρίσκουμε σε επιλεγμένες κάβες, όπως στη Σταφυλίνα, στο House of Wine, στο Λίθοινον και στο Oenoscent, αλλά και σε πολλά εστιατόρια. Επίσης, στο www.kevinjudd.co.nz μπορούμε να πάρουμε μια «γεύση» του φωτογραφικού ταλέντου του Kevin Judd.
Keywords
Τυχαία Θέματα
Kevin Judd,