Οι Γλέζος και Σάντας κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη

07:42 30/5/2013 - Πηγή: TNSite

Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 στο χωριό Απείρανθος Νάξου. Το 1935 μετοίκησε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του, όπου και τελείωσε το Γυμνάσιο όπως και ο αδερφός του Νίκος Γλέζος που εκτελέστηκε από τους ναζί 10-5-1944.

Το 1939 δημιούργησε μια αντίφασιστική ομάδα νεολαίας ενάντια στην Ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου και τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Το 1940 πέτυχε στην Ανωτάτη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών.

Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

ζήτησε να ενταχθεί στον Ελληνικό στρατό στο αλβανικό μέτωπο, αλλά απορρίφθηκε επειδή ήταν μικρότερος από την ηλικία στράτευσης. Aντ’ αυτού, εργάστηκε ως εθελοντής για το Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών και από το 1941 άρχισε να σπουδάζει στην ΑΣΟΕΕ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής εργάζεται στον δήμο της Αθήνας και στον Εληνικό Ερυθρό Σταυρό, ενώ παράλληλα συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση, μέσα απο τις απελευθερωτικές οργανώσεις των νέων (ΟΚΝΕ,ΕΑΜ ΝΕΩΝ και ΕΠΟΝ) με αποτέλεσμα να υποστεί πολλές διώξεις και φυλακίσεις.

Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας γεννήθηκε στην Πάτρα στις 22 Φεβρουαρίου 1922, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1934, η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα.

Τέλειωσε το γυμνάσιο το 1940 και αμέσως μετά εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε μετά την απελευθέρωση. Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Το 1943 βγήκε στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε.

Το 1946 εξορίστηκε στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίστηκε στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στάλθηκε στη Μακρόνησο. ΑΠό εκεί διέφυγε στην Ιταλία και στη συνέχεια ζήτησε πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου έζησε μέχρι το 1962. Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Μια προσωπική αφήγηση

Ο Λάκης Σάντας εξιστόρησε στον Ηλία Πετρόπουλο το εγχείρημα τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941 να κατεβάσει μαζί με το φίλο του Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης και θα την κρύψει στο πηγάδι που οι αρχαίοι τάιζαν τον Εριχθόνιο, όπου και βρίσκεται θαμμένη έως και σήμερα:

«……Μπήκαν ( οι Γερμανοί) στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική τους σημαία, πάνω στα αθάνατα μάρμαρα της Ακρόπολης. Άπειρα μάτια ελληνικά εδάκρυσαν το πρωινό εκείνο, βλέποντας το σύμβολο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.

Έτσι εδάκρυσαν και τα δικά μου. Μα… ύστερα τα βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και ατσάλι ακόμη, κι ήταν αυτή, η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους.

…..Την ίδια φλόγα είδα τότε στα μάτια πολλών φίλων μου, αλλά προ παντός τη διέκρινα και τη γνώρισα στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου, του συμμαθητή μου.

… Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές.

Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.

Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι. Και καθώς το ασημένιο του φως έλουζε τα ιερά εκείνα μνημεία του άπαντου της Τέχνης και της Ομορφιάς, νιώσαμε μέσα μας ν’ ατσαλώνομε.

…Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα από τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στη σημαία είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά.

Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφα- λώνομε στον σιδερένιο ιστό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο ιστός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε.

Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε.

Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ’ τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Στη μέση είχε τον αγκυλωτό σταυρό και στην απάνω άκρη τον γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.

Με λύσσα την κόψαμε απ’ το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ’ τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε. Είχαν περάσει τρεις ώρες περίπου απ’ την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ’ αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων.

«Α! τώρα γελάστε και τραγουδείστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε», σκέφτηκα.

Κατεβήκαμε απ’ το ίδιο μέρος. Για να την πάρομε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψομε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.

Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά σιγά, πηγαίνοντας σύρριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσομε καμιά γερμανική περίπολο. Όταν βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ’ ένα δημόσιο ταμείο.

Στην αρχή σκέφτηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε. Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κυττούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή. Με τις απογευματινές εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Επήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ’ το σιδερένιο ιστό και μας κατεδίκασαν ερήμην σε θάνατο (γιατί δεν μας ήξεραν). Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακροπόλεως.

Επίσης, συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως, τους οποίους όμως άφησαν ελευθέρους, αφού εξήτασαν τα αποτυπώματά τους και τους ανέκριναν, τη δε φρουρά τους την κατεδίκασαν εις θάνατον και την εξετέλεσαν. Μου φαίνεται πως βγήκαν λίγο ξινά τα γλέντια των Γερμαναράδων για τον θρίαμβο της Κρήτης… Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα περίχωρα και κατόπιν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι’ αυτό.

Θα νιώσω άραγε άλλη φορά τα συναισθήματα που ένιωθα εκείνες τις ημέρες όταν άκουγα γύρω μου παντού τους Έλληνες με υπερηφάνεια και ειρωνεία για τους Γερμανούς να μιλούν για το γεγονός αυτό και να το χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο για την αρχή του καινούργιου πολέμου της Αντίστασης. Έβλεπες παντού τον κόσμο να έχει αναθαρρήσει, να περπατάει με ψηλά το κεφάλι, ξέροντας καλά ότι το καζάνι άρχισε να βράζει πάλι…

Κι έτσι αρχίσαμε…

Keywords
Ακρόπολη, γλεζος, σημαια, αθηνα, ασοεε, επον, πατρα, εαμ, ελασ, ελλαδα, μαΐου, φως, συλληψεις, πειραιας, ειρωνεία, τελη κυκλοφοριας, γερμανος, εφημεριδες, αλλαγη ωρας, κρητη, στρατος, σκοπια, αλλαγη ωρας 2013, τελη κυκλοφοριας 2014, τελη κυκλοφοριας 2015, τελη κυκλοφοριας 2016, εγκωμια, ασοεε, εαμ, ικαρια, ιταλια, λονδινο, μνημειο, υπουργειο οικονομικων, φθιωτιδα, φλογα, φως, ωρα, αγωνια, αιτωλοακαρνανια, ασυλο, ατσαλι, βρισκεται, γεγονος, δευτερο, δεντρα, δημοσιο, δοντια, εγινε, εγχειρημα, εθελοντης, ειρωνεία, ελασ, ελξη, ενεργα, επον, ερημην, ζωης, ιδια, ιδιο, ηλικια, ησυχια, καζανι, λυσσα, μαυρο, μαΐου, μακρια, ματια, μηκος, μνημεια, ναζι, νυχτα, νομικη, ομαδα, κοιλια, οικογενεια, παμε, πηγαδι, πρωινο, πρωι, ρολο, συνεχεια, σειρα, σπιτι, σπιτια, στομα, τρια, φεγγαρι, φυγαμε, φορα, χερι, ψυτταλεια, ωρες, αδυνατο, ελληνικα, φυλακες, υπουργειο, κομματι, κυριακη, λακης, νιωσω, σπηλια, βουνο, χερια
Τυχαία Θέματα