Προκόπης Παυλόπουλος: Οι θέσεις του Αριστοτέλους περί Δικαίου και Δικαιοσύνης στην Εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης
Είναι, και μάλιστα διαχρονικώς, ευρέως αποδεκτό ότι ορισμένες από τις ρίζες της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας ανάγονται και στο έργο του Αριστοτέλους, γεγονός το οποίο επιστηρίζει πολλαπλώς την άποψη περί της αδιάλειπτης επικαιρότητας της σκέψης του, έστω και εν μέρει. Και τούτο διότι από την μια πλευρά πτυχές της σκέψης αυτής -διόλου ευκαταφρόνητες σε ποσότητα και ποιότητα- εξακολουθούν να ισχύουν, κατέχοντας μάλιστα περίοπτο βάθρο κλασικισμού στο «Πάνθεον των Επιστημών». Και, από την άλλη πλευρά, όπου το έργο του Αριστοτέλους έχει πια ξεπερασθεί -πράγμα εντελώς φυσιολογικό μέσα στην πορεία αιώνων, υπό τον καταλυτικό έλεγχο της επιστημονικής θεωρίας κυρίως στις Θετικές Επιστήμες με βάση το πείραμα και την παρατήρηση– εξακολουθεί να έχει την θέση του στο πεδίο της Ιστορίας των Επιστημών, όπως δέχονται πολλοί και εξέχοντες εκπρόσωποι του οικείου επιστημονικού χώρου. Αυτή την εμβληματική επικαιρότητα της σκέψης του Αριστοτέλους επιβεβαιώνει και η διαπίστωση ότι τα «Ηθικά Νικομάχεια» διδάσκονται ευρέως στο πλαίσιο των Ανθρωπιστικών Σπουδών διεθνώς, και προεχόντως σε πολλές από τις Φιλοσοφικές Σχολές Πανεπιστημίων των ΗΠΑ.
Α. Με βάση τις ως άνω διαπιστώσεις δεν είναι, κάθε άλλο, παράδοξο να υποστηριχθεί ότι και η Νομική Επιστήμη, ως μέρος των Θεωρητικών Επιστημών, οφείλει πολλά στην θεωρητική αναζήτηση του Αριστοτέλους. Ιδίως τα «Ηθικά Νικομάχεια», η «Ρητορική» και η «Αθηναίων Πολιτεία» εμπεριέχουν αναλύσεις, εξαιρετικά χρήσιμες έως σήμερα, οι οποίες μέσα από την θεωρητική, και με καθαρώς επιστημονική μεθοδολογία, προσέγγιση κυρίως του Δικαίου και της Δικαιοσύνης καταδεικνύουν με ενάργεια την ουσιαστική και πολυπρισματική οφειλή της σύγχρονης Νομικής Επιστήμης στο έργο του Αριστοτέλους. Ειδικότερα δε η μελέτη του έργου του Αριστοτέλους αναφορικά με το Δίκαιο και την Δικαιοσύνη εξακολουθεί να συμβάλλει, και δη σε σημαντικό βαθμό, στην κατανόηση π.χ. από την μια πλευρά του Κανόνα Δικαίου ως αντηρίδας της δικαϊκής οργάνωσης εν γένει. Και, από την άλλη πλευρά, της Επιείκειας ως θεμελιώδους ρήτρας του εν γένει συστήματος της Δικαιοσύνης κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου στην κανονιστική του ολότητα. Επισημαίνεται μάλιστα ότι επ’ αυτών η διεθνής βιβλιογραφία, όπως θα αναλυθεί ως προς ορισμένες πτυχές της στην συνέχεια, μαρτυρεί αψευδώς.
Β. Αν δε αναχθούμε στα εντελώς πρόσφατα δεδομένα της εξέλιξης της Τεχνητής Νοημοσύνης ευκόλως μπορεί να εξαχθεί και το συμπέρασμα, ότι οι θέσεις του Αριστοτέλους για την πεμπτουσία του Δικαίου και της Δικαιοσύνης –επομένως, και αντιστοίχως, και του Κανόνα Δικαίου καθώς και της Επιείκειας- είναι εξαιρετικά χρήσιμες και σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των ορίων της χρήσης αυτής της εμβληματικής μορφής της σύγχρονης Τεχνολογίας στο κατά τα ως άνω πεδίο της Νομικής Επιστήμης. Και τούτο εμφανίζει τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όσο σε διεθνή κλίμακα –και προεχόντως στις ΗΠΑ- παρατηρείται μια άκρως επικίνδυνη, για την λειτουργία του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας εντός του θεσμικού πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, τάση αλόγιστης χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης και κατά την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου αλλά και κατά την εφαρμογή του στην πράξη ενόψει της in concreto απονομής της Δικαιοσύνης. Τα προεκτεθέντα σηματοδοτούν το περιεχόμενο των δύο ενοτήτων, οι οποίες συνθέτουν την σύντομη μελέτη που παρατίθεται εν συνεχεία (πρβλ. τα άρθρα μου, «Παρατηρήσεις για την επικαιρότητα της θεωρίας του Αριστοτέλους περί Επιείκειας στο πεδίο του σύγχρονου Δημόσιου Δικαίου», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τ. 6, 2021 και «“Διλήμματα” της Νομικής Επιστήμης στο πλαίσιο της Τεχνητής Νοημοσύνης», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τ. 4, 2023). Σε ένα πρώτο μέρος παρατίθενται, φυσικά περιληπτικώς, οι θέσεις του Αριστοτέλους περί του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, με έμφαση στον Κανόνα Δικαίου ως προς το πρώτο και στην ρήτρα της Επιείκειας ως προς την δεύτερη. Και σε ένα δεύτερο μέρος παρατίθεται μια συνοπτική τεκμηρίωση του ότι οι προμνημονευόμενες θέσεις του Αριστοτέλους μπορούν να χρησιμεύσουν και στην προσπάθεια τιθάσευσης της αλόγιστης χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης κατά την διαμόρφωση του Κανόνα Δικαίου και κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου από τα όργανα της Δικαστικής Εξουσίας, με γνώμονα την κατά τον θεσμικό και κανονιστικό προορισμό τους υπεράσπιση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Εν τέλει δε με γνώμονα την υπεράσπιση των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, άρα και της Ελευθερίας καθώς και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ι. Η φιλοσοφικονομική σκέψη του Αριστοτέλους για το Δίκαιο και για την Δικαιοσύνη και οι προεκτάσεις της αναφορικά με την σύλληψη της κανονιστικής ιδιοσυστασίας του Κανόνα Δικαίου και της Επιείκειας
Αν ανατρέξει κανείς στις αναλύσεις των νομικών συντεταγμένων της φιλοσοφικονομικής σκέψης του Αριστοτέλους, με οδηγό κυρίως τα «Ηθικά Νικομάχεια» και την «Ρητορική», εύκολα καταλήγει στο, προδήλως ορθό, συμπέρασμα πως κατά τον Σταγειρίτη το Δίκαιο, ως κανονιστικό σύνολο δεοντολογικού περιεχομένου, θεσπίζεται, ερμηνεύεται και εφαρμόζεται με βασικό στόχο την διασφάλιση της συνοχής του κοινωνικού συνόλου το οποίο διέπουν οι ρυθμίσεις του, αλλά επιπλέον και για την διασφάλιση του σκοπού της που είναι πρωτίστως η ανάπτυξη της αρετής των μελών του. Και ο στόχος αυτός μόνον υπό όρους Δικαιοσύνης μπορεί να επιτευχθεί. Καταφεύγοντας, λοιπόν, στην σύγχρονη νομική ορολογία μπορούμε να δεχθούμε ότι κατά τον Αριστοτέλη οι κανόνες του Δικαίου πρέπει, οιονεί εκ φύσεως, να ερμηνεύονται πρωτίστως τελεολογικώς, ήτοι σύμφωνα με τον σκοπό που οδήγησε στην θέσπισή τους. Σκοπό ο οποίος, κατ’ αποτέλεσμα, συνδέεται αρρήκτως με την εμπέδωση της Δικαιοσύνης, κατά την δεοντολογική της υπόσταση, ως αυτονοήτως αόριστης νομικής έννοιας που συγκεκριμενοποιείται κατά περίπτωση -και σε αντίθεση προς τις αόριστες αξιολογικές έννοιες- μέσω της ερμηνείας των εφαρμοστέων κάθε φορά κανόνων δικαίου. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται, περαιτέρω, ότι για την συγκεκριμενοποίηση αυτή δεν υφίσταται πραγματική διακριτική ευχέρεια του ερμηνευτή και εφαρμοστή του Κανόνα Δικαίου, αφού μια τέτοια ευχέρεια νοείται, από επιστημονική νομική έποψη, ουσιαστικώς μόνο προκειμένου περί αόριστων αξιολογικών εννοιών, όταν και καθ’ ό μέτρο αποτελούν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης μέσω κανόνων δικαίου.
Α. Η Δικαιοσύνη κατ’ Αριστοτέλη
Στην σκέψη του Αριστοτέλους η Δικαιοσύνη είναι ένας φιλοσοφικός «Ιανός». Και τούτο διότι εμφανίζεται υπό δύο όψεις οι οποίες, κατά την ίδια την υφή τους και παρά τις εννοιολογικές διαφορές τους, αλληλοσυνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται:
Η Δικαιοσύνη ως Αρετή
Κατά πρώτο λόγο, ο Αριστοτέλης συνέλαβε φιλοσοφικώς την Δικαιοσύνη στην γενικότητά της, και για την ακρίβεια ως Αρετή. Μια Αρετή όμως που δεν νοείται μόνο θεωρητικώς και υπό όρους κανονιστικής επιβολής. Το ακριβώς αντίθετο, και κατά τούτο κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο των αόριστων νομικών εννοιών.
α) Η κατ’ Αριστοτέλη Δικαιοσύνη ως Αρετή συνιστά κατά κύριο λόγο δείκτη πορείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή: Επομένως, ευκταίο θα ήταν, για λόγους που σχετίζονται με την επίτευξη της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και, επέκεινα, της κοινωνικής συνοχής, ο πολίτης να συμπεριφέρεται εναρέτως. Τις δε διαστάσεις της ενάρετης συμπεριφοράς καθορίζουν οι επιμέρους επιταγές -θα μπορούσαμε να πούμε τα επιμέρους προτάγματα- της Δικαιοσύνης.
β) Στο φιλοσοφικό της απόγειο, πάντοτε κατ’ Αριστοτέλη, η πρώτη αυτή όψη της Δικαιοσύνης αποκτά, υπό τον ευρύτερο μανδύα της φρόνησης, τα χαρακτηριστικά της τέλειας Αρετής. Δηλαδή τούτο συμβαίνει όταν η Δικαιοσύνη φθάνει σε εκείνη την ολοκληρωμένη φάση, η οποία αποτελεί σύνθεση και μαζί προϋπόθεση των λοιπών επιμέρους αρετών, ηθικών, κοινωνικών και πολιτικών. Με την πρόσθετη επισήμανση ότι οι πολιτικές αρετές, ως στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συνδέονται αρρήκτως -σε σημείο ουσιαστικής ταύτισης- με την τήρηση της Νομιμότητας και τον σεβασμό της Ισότητας υπό την αναλογική της έννοια, όπως επεξηγείται στην συνέχεια.
Δικαιοσύνη και Αναλογία
Κατά δεύτερο λόγο, ο Αριστοτέλης ερεύνησε και όρισε την Δικαιοσύνη, πέραν των προμνημονευόμενων αμιγώς φιλοσοφικών της στοιχείων, και υπό lato sensu θεσμικούς και πολιτικούς όρους. Γεγονός το οποίο συνάδει απολύτως προς την επίσης lato sensu κανονιστική φύση της ως αόριστης νομικής έννοιας. Ακριβέστερα δε ως αρχή, η οποία προσδίδει στους επιμέρους κανόνες του Δικαίου τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Αναλογίας, η απώτερη καταγωγή της οποίας πρέπει να αναζητηθεί στις πηγές της Αρμονίας.
α) Αυτή η έρευνα οδήγησε τον Αριστοτέλη στην σύλληψη της αναλογικής πλευράς της Δικαιοσύνης, η οποία ταυτίζεται -τουλάχιστον εν πολλοίς- με την «δίδυμη αδελφή» της, την αναλογική Ισότητα. Μια Ισότητα η οποία προϋποθέτει, ως γενική ρήτρα διαμόρφωσης, ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Τούτο οφείλεται στο ότι η έννοια της Αναλογικής Δικαιοσύνης, με αιχμή του δόρατος την αναλογική Ισότητα, αντιτίθεται, εξ ορισμού, στην άνιση μεταχείριση των ίσων όπως και, e contrario, στην ίση μεταχείριση των ανίσων. Δοθέντος ότι αμφότερες οδηγούν, νομοτελειακώς, σε μια μορφή contradictio in adjecto ως προς την ουσία της αναλογικής Ισότητας και, συνακόλουθα, της αναλογικής Δικαιοσύνης. Σε αυτό δε το πεδίο επενεργεί, όπως θα τονισθεί εκτενέστερα κατωτέρω, η κατ’ Αριστοτέλη επίσης γενική ρήτρα της Επιείκειας, με το να διευκολύνει την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου ώστε, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται η προεκτεθείσα ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων και η άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.
β) Περαιτέρω, και ως συνέπεια των όσων προαναφέρθηκαν, η κατ’ Αριστοτέλη αναλογική Δικαιοσύνη δια της εφαρμογής της αναλογικής Ισότητας διακρίνεται, με κριτήριο τις επιμέρους μορφές εφαρμογής της, σε:
β1) Διανεμητική Δικαιοσύνη. Ήτοι Δικαιοσύνη, ο σεβασμός της οποίας εγγυάται στην πράξη τόσο την δίκαιη κατανομή των αγαθών μεταξύ των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, όσο και την επιχείρηση των διακρίσεων μεταξύ των μελών αυτών -όταν και όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο- υπό συνθήκες αναλογικής Ισότητας.
β2) Διορθωτική Δικαιοσύνη. Ήτοι Δικαιοσύνη, η οποία καθιστά εφικτή την αποκατάσταση της εφαρμογής της αναλογικής Ισότητας, όταν και καθ’ ό μέτρο αυτή έχει διαταραχθεί στην πράξη. Όπως είναι ευνόητο, σε μια τέτοια κατάσταση η κατ’ Αριστοτέλη Διορθωτική Δικαιοσύνη επενεργεί με τα φιλοσοφικά και θεσμικά μέσα ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, τα οποία υπακούουν στις αρχές όχι πια της γεωμετρικής αλλά της αριθμητικής, κατά προτεραιότητα, αναλογίας. Αναλογίας, η οποία π.χ. σήμερα στηρίζει την οργάνωση και λειτουργία των θεσμών της αποζημίωσης, είτε στο πλαίσιο του Δημόσιου Δικαίου είτε στο πλαίσιο του Ιδιωτικού Δικαίου. Θεσμών οι οποίοι, εν τέλει, κατά την εφαρμογή τους ούτως ή άλλως οδηγούν προς την εμπέδωση της γεωμετρικής αναλογίας στην πράξη.
β3) Και Ανταποδοτική Δικαιοσύνη. Ήτοι Δικαιοσύνη η οποία, παρά το επιφαινόμενο ορολογικώς, ουδεμία σχέση έχει με την αρχή του «αντιπεπονθότος» που απαντάται στην θεωρία κυρίως του Ποινικού Δικαίου. Όλως αντιθέτως, πρόκειται για την Δικαιοσύνη η οποία αποσκοπεί στην αναλογική ανταπόδοση αγαθών και υπηρεσιών, προκειμένου να επικρατήσει η πλήρης εφαρμογή της αναλογικής Ισότητας στο πλαίσιο των έννομων σχέσεων των καθημερινών συναλλαγών, όπως επιβάλλει κάθε φορά η κοινωνική ανάγκη και, εν τέλει, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής υπό όρους και συνθήκες στοιχειώδους αλληλεγγύης.
Β. Μια πρόσφορη απόδειξη της επικαιρότητας της σκέψης του Αριστοτέλους περί Δικαιοσύνης
Δεν χρειάζεται να κοπιάσει κανείς ιδιαιτέρως για να αντιληφθεί πόσο επίκαιρες παραμένουν οι προαναφερόμενες σκέψεις του Αριστοτέλους περί Δικαιοσύνης, υπό την επίσης προαναφερόμενη αναλογική της διάσταση, όπως τις συμπυκνώνει η φιλοσοφική και θεσμική πεμπτουσία της αναλογικής Ισότητας. Και τούτο διότι αρκεί η αναφορά στο magnum opus του κορυφαίου, ίσως, εκπροσώπου της περί Δικαιοσύνης φιλοσοφικής θεώρησης στις ΗΠΑ και, γενικότερα, στην Δύση. Συγκεκριμένα δε στο έργο του John Rawls, “A Theory of Justice” (εκδ. The Belknap of Harvard University Press, 1971, ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις, 2010). Σε πολύ γενικές γραμμές, ο John Rawls «συναντά» -παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων μελετητών του ως προς την έκταση της «συνάντησης» αυτής- την σκέψη του Αριστοτέλους στο ως άνω έργο του ιδίως στο πλαίσιο της Διανεμητικής Δικαιοσύνης, σύμφωνα με όσα ήδη διευκρινίσθηκαν. Ειδικότερα ο John Rawls αντιλαμβάνεται την Δικαιοσύνη ως θεμελιώδη αρχή στον χώρο της Έννομης Τάξης, μέσω της οποίας οι επιμέρους κανόνες δικαίου ερμηνεύονται και εφαρμόζονται υπό συνθήκες οιονεί ιδανικής ακριβοδικίας, κάτι το οποίο διασφαλίζει στην πράξη ο σεβασμός και η εμπέδωση των προταγμάτων της αναλογικής Ισότητας.
Ο John Rawls για την ΔικαιοσύνηΠρος την κατεύθυνση αυτή ο John Rawls αντιλαμβάνεται και αναλύει την Διανεμητική Δικαιοσύνη, πάντοτε με γνώμονα την αρχή της αναλογικής Ισότητας:
α) Πρώτον, ως ισότητα για την άσκηση και την απόλαυση της Ελευθερίας, υφ’ όλες της τις θεσμικές και πολιτικές εκφάνσεις. Στο σημείο τούτο ο John Rawls ουσιαστικώς ξεκινά από τα θεμέλια της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η οποία, στην σύγχρονη και πιο καταξιωμένη κανονιστικώς μορφή της, νοείται ως πλέγμα οργάνωσης και λειτουργίας θεσμών που εγγυώνται την άσκηση και την απόλαυση της Ελευθερίας, όπως αυτή αποκτά ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο δια της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και δη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται εκτός από το Σύνταγμα, ως κορωνίδα της κάθε Έννομης Τάξης, και το Διεθνές Δίκαιο κατά τους επιμέρους κλάδους του καθώς και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, φυσικά εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών της.
β) Δεύτερον, ως ισότητα η οποία, υπό το φως των αρχών της Διανεμητικής Δικαιοσύνης, εμπεδώνει στην πράξη και εξασφαλίζει σε κάθε φορέα δικαιώματος ισότητα ευκαιριών για την αποτελεσματική άσκησή του. Μια ισότητα που πρέπει να καταλήγει στην διαμόρφωση ενός status ισότητας στην αφετηρία, από την οποία ξεκινά κάθε φορέας δικαιώματος προκειμένου να το ασκήσει κατά τ’ ανωτέρω αποτελεσματικώς, σύμφωνα με τις βασικές επιταγές της Διανεμητικής Δικαιοσύνης. Τούτο είναι απολύτως αναγκαίο διότι δίχως την εξασφάλιση της ισότητας ευκαιριών και, επέκεινα, δίχως την συνακόλουθη διαμόρφωση συνθηκών ισότητας στην αφετηρία, η άσκηση των επιμέρους δικαιωμάτων από τον φορέα τους αναιρείται στην πράξη, έρμαιο της διαλυτικής τοξικότητας, κοινωνικής και οικονομικής, των ολοένα και περισσότερο διευρυνόμενων ανισοτήτων στην εποχή μας. Αυτό δε γίνεται αισθητό πέραν των κλασικών ατομικών-αμυντικών δικαιωμάτων, πρωτίστως στον χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων και του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου γενικώς. Τούτο καθίσταται τόσο περισσότερο κατανοητό, όσο η σχέση ανισοτήτων και μείωσης του κύρους του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου είναι αμφίδρομη. Υπό την έννοια ότι όσο οι ανισότητες διευρύνονται τόσο περισσότερο πλήττονται οι ίδιοι οι αρμοί του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και, από την άλλη πλευρά, όσο το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου αποδυναμώνεται στον ίδιο ή μεγαλύτερο βαθμό –δοθέντος ότι η σχετική αρνητική πρόοδος είναι οιονεί γεωμετρική- τόσο το εύρος των ανισοτήτων επεκτείνεται έως τα όρια της κοινωνικής εξαθλίωσης.
Η «συνάντηση» του John Rawls με τον Αριστοτέλη
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, και μέσα στην σύγχρονη δυστοπική συγκυρία της παρακμιακής πορείας της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας κυρίως λόγω της προαναφερόμενης ραγδαίας διεύρυνσης των ανισοτήτων, της συνακόλουθης εκ θεμελίων υπονόμευσης του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και της επέκεινα επικίνδυνης κοινωνικής προοπτικής που προοιωνίζεται η ανεξελέγκτως εντεινόμενη Τεχνολογική Ανεργία -σύμπτωμα το οποίο αναδεικνύει ολοκάθαρα τον κίνδυνο του να καταστεί η ανεργία ενδημικό φαινόμενο στις κοινωνίες μας όταν, για να θυμηθούμε τον John Maynard Keynes, ακρογωνιαίος λίθος του υγιούς καπιταλιστικού συστήματος είναι η εγγύηση μιας όσο το δυνατόν πιο ουσιαστικής πλήρους απασχόλησης– ο John Rawls κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει ορισμένες βασικές θέσεις του Αριστοτέλους περί Διανεμητικής Δικαιοσύνης, στην βάση της αναλογικής Ισότητας. Τούτο συνάγεται και από τα εξής:
α) Κατά την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, «ἐν ἀρχῇ ἤν» ο, κατά τα προεκτεθέντα, κανόνας ως προς την ιδιοσυστασία της Ισότητας υπό την ακραιφνώς αναλογική της έννοια: Ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Ένας κανόνας, η εφαρμογή του οποίου προϋποθέτει -μεταξύ άλλων αλλά κατ’ εξοχήν- και την θέσπιση επιμέρους κανόνων καθώς και την υιοθέτηση κατάλληλων πρακτικών σταδιακής συρρίκνωσης των ανισοτήτων και αποτελεσματικής σύνθεσης των αντιτιθέμενων απόψεων των μελών του κάθε κοινωνικού συνόλου. Έτσι ώστε να αποφεύγεται η ρήξη του κοινωνικού ιστού και να επιτυγχάνεται, κατά το δυνατόν, η τελική επικράτηση της ιδέας της Δικαιοσύνης. Εν προκειμένω δε η συμβολή της ρήτρας της Επιείκειας, ακριβώς όπως την συνέθεσε ο Αριστοτέλης κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, έχει καθοριστική σημασία για την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου που στοιχίζονται πίσω από το ιδεώδες της Δικαιοσύνης.
β) Διόλου, λοιπόν, παράδοξο –και, κατά συνέπεια, διόλου τυχαίο- ότι η Επιστημονική Κοινότητα δέχεται σήμερα ευρέως και τα ακόλουθα. Κατά την αποτίμηση του έργου και της συμβολής του John Rawls αναφορικά με την περί Δικαιοσύνης φιλοσοφική, θεσμική και πολιτική της θεώρηση, κυρίως δε κατά την ανάλυση μέσω της οποίας ανέπτυξε την λεγόμενη «Θεωρία της επικράτησης του Δικαίου» -ιδίως μέσα από την εναρμόνιση των επιμέρους απόψεων για να καταλήξουν έτσι στην αναγκαία ενότητά τους, προκειμένου να μην δημιουργούνται συνθήκες διακινδύνευσης της κοινωνικής συνοχής- οφείλουμε μάλλον να υιοθετήσουμε και το εξής συμπέρασμα: Πρωτίστως σε ό,τι αφορά αυτή την πτυχή του έργου του περί Δικαιοσύνης, ο θεωρητικός στοχασμός του John Rawls βρίσκεται κοντά στην διαλεκτική, εν γένει, μεθοδολογική επιλογή του Αριστοτέλους. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η διαλεκτική οδός της σκέψης του Αριστοτέλους έφθασε έως τις μέρες μας αφού γονιμοποιήθηκε επαρκώς από τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη που, σύμφωνα με αδιάσειστα ιστορικώς στοιχεία, γνώρισε το έργο του Σταγειρίτη μέσω της προηγούμενης, ανεκτίμητης, εντρύφησης σε αυτό του Ιωάννου Δαμασκηνού, κορυφαίου εκπροσώπου της Βυζαντινής Γραμματείας και, κατ’ επέκταση, του Βυζαντινού Πολιτισμού.
Γ. Η Επιείκεια ως θεμελιακή ρήτρα εφαρμογής των αρχών της Διανεμητικής Δικαιοσύνης κατ’ Αριστοτέλη
Από τα όσα ήδη, έστω και υπαινικτικώς, επισημάνθηκαν είναι φανερό ότι η περί Επιεικείας συνολική θεώρηση του Αριστοτέλους είναι αναποσπάστως συνδεδεμένη με την γενικότερη θεώρησή του περί Δικαιοσύνης. Ιδίως δε με την έννοια ότι ένα από τα καθοριστικής σημασίας μέσα, και μάλλον το πιο ουσιώδες θεσμικώς, για την επικράτηση της Δικαιοσύνης, πρωτίστως υπό την διανεμητική -και, κατά λογική ακολουθία, την διορθωτική- της διάσταση είναι η Επιείκεια. Και μάλιστα η Επιείκεια ως αρχή η οποία πρέπει να διέπει τόσο την διάπλαση των κανόνων δικαίου, που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, όσο και την εν τέλει ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη. Συνακόλουθα, ως επίσης καθοριστικής σημασίας «παρακολούθημα» και «βοηθός εκπληρώσεως» της Δικαιοσύνης και η Επιείκεια συνιστά, συνεκδοχικώς και οιονεί αυτοθρόως, αόριστη νομική έννοια, κατά τα προεκτεθέντα. Αυτή δε η αοριστία είναι εξαιρετικά σημαίνουσα κατ’ εξοχήν για τα υπό την ευρεία του όρου έννοια δικαστικά όργανα κατά την άσκηση των αντίστοιχων δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.
Η προ του Αριστοτέλους θεώρηση της ΕπιείκειαςΠροκαταρκτικώς πρέπει να επεξηγηθεί ότι η έννοια της Επιείκειας, στο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού της Ελληνικής Κλασικής Αρχαιότητας, δεν ερευνήθηκε το πρώτον από τον Αριστοτέλη.
α) Και τούτο διότι στην έννοια της Επιείκειας είχαν επικεντρωθεί, αμέσως ή εμμέσως, ορισμένοι προγενέστεροι του Αριστοτέλους Φιλόσοφοι.
α1) Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο του Δημοκρίτου, όπως το διέσωσε -δοθέντος ότι ελάχιστα γνωρίζουμε ευθέως από το τεράστιο έργο του Φιλοσόφου των Αβδήρων- ο Στοβαίος (Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 1992, II, 195, 252 [134N]). Συγκεκριμένα, κατά τον Στοβαίο ο Δημόκριτος είχε διατυπώσει τις εξής σκέψεις περί της Επιείκειας: «Τά κατά τήν πόλιν χρεῶν τῶν λοιπῶν μέγιστα ἡγεῖσθαι, ὅκως ἄξεται εὖ, μήτε φιλονικέοντα παρά τό ἐπιεικές μήτε ἰσχύν ἑαυτῷ περιτιθέμενον παρά τό χρηστόν τό τοῦ ξυνοῦ.». Τούτο σημαίνει ότι κατά τον Δημόκριτο υπεράνω των λοιπών υποχρεώσεων, οι οποίες αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της Πόλης-Κράτους, πρέπει να τίθενται, ως πιο σημαντικές, εκείνες που αφενός επιτρέπουν να διοικείται αποτελεσματικώς, και δη κατά τρόπο ώστε να μην επικρατούν οι φιλονικίες και οι έριδες εις βάρος της Επιείκειας. Και, αφετέρου, διασφαλίζουν το να αποτρέπεται η απόκτηση υπερβολικής δύναμης, η οποία σχεδόν εκ φύσεως αντιτίθεται στο κοινό συμφέρον και, κατ’ επέκταση, στο κοινό καλό.
α2) Ένα άλλο παράδειγμα είναι εκείνο το οποίο έχει μνημονεύσει ο Γοργίας ο Λεοντίνος (Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, όπ. παρ., ΙΙ, 285, 6 [15-16]): «Πολλά μέν δή τό πρᾶον ἐπιεικές τοῦ αὐθάδους δικαίου προκρίνοντες». Εδώ ο Γοργίας, αφήνοντας να φανεί ξεκάθαρα η επ’ αυτού επιρροή της Ελεατικής Σχολής -και ειδικότερα η επιρροή του Ζήνωνος και του Παρμενίδου, ιδίως για το ότι μόνο μέσω της σκέψης μπορούμε να υπερβούμε τις ψευδείς εμφανίσεις των αισθήσεων και να φθάσουμε στην γνώση του όντος- επισημαίνει την σημασία της Επιείκειας ως προς την αποκατάσταση της ουσιαστικής έννοιας του Δικαίου. Για να καταλήξει στο ότι προς τον σκοπό αυτό είναι επιβεβλημένο να προκρίνεται η ευεργετική για το κοινό καλό πραότητα της Επιείκειας από την αυστηρή γραμματική διατύπωση του κανόνα του Δικαίου. Διατύπωση η οποία μπορεί να αγγίζει στην πράξη την ανυπόφορη αδικία. Συμπέρασμα το οποίο συνέπτυξε αργότερα η Ρωμαϊκή Νομική Επιστήμη στο απόφθεγμα «summum jus, summa injuria», αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως την ανεδαφικότητα, ως προς την πραγμάτωση της έννοιας της Δικαιοσύνης στην πράξη, απόλυτων θέσεων όπως εκείνες που αντιστοιχούν στο «dura lex sed lex» ή στο -οπωσδήποτε πολύ μεταγενέστερο- «fiat justitia et pereat mundus».
β) Αυτό λοιπόν το οποίο πρέπει να πιστωθεί εν προκειμένω στην σκέψη του Αριστοτέλους είναι ότι, όπως θα φανεί ευκρινέστερα από τα όσα επεξηγηματικώς έπονται, επεξεργάσθηκε φιλοσοφικώς με πιο ολοκληρωμένο τρόπο την έννοια της Επιείκειας, προσθέτοντας πολλές από τις θεσμικές και πολιτικές της διαστάσεις.
β1) Και δη με τόση μεθοδολογική αρτιότητα, ώστε να την οδηγήσει σε ένα επίπεδο οιονεί τελειότητας, ιδίως για τα φιλοσοφικά δεδομένα της εποχής του. Και αυτό το επίτευγμα του Αριστοτέλους καθίσταται πολύ περισσότερο εντυπωσιακό αν αναλογισθούμε ότι άλλοι Φιλόσοφοι, και μάλιστα κορυφαίοι, της εποχής εκείνης εξέφραζαν μεγάλες επιφυλάξεις ως προς την αποδοχή της άποψης, κατά την οποία η Επιείκεια μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται ακόμη και διορθωτικώς για την ερμηνεία και εφαρμογή των θεσπισμένων κανόνων του Δικαίου.
β2) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Αριστοτέλης, επεξεργαζόμενος την περί Επιείκειας θεωρία του, δεν δίστασε να έλθει σε μια μορφή σύγκρουσης με την σκέψη του δασκάλου του, του Πλάτωνος, ο οποίος στους «Νόμους» (757d-757e) είχε επισημάνει: «Τό γάρ ἐπιεικές καί σύγγνωστον τοῦ τελέου καί ἀκριβοῦς παρά δίκην τήν ὀρθήν ἔστι παρατεθραυμένον, ὅταν γένηται». Τούτο σημαίνει ότι, κατά τον Πλάτωνα, η επίκληση της Επιείκειας και της εξ αυτής απορρέουσας ανοχής, έναντι του κατά γράμμα αυστηρού νοήματος των κανόνων δικαίου κατά την εφαρμογή τους στην πράξη, μπορεί να οδηγήσει σε ένα είδος «θραύσης» την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.
Η έννοια της Επιείκειας κατ’ Αριστοτέλη
Σε γενικές γραμμές η σκέψη του Αριστοτέλους περί Επιείκειας, ως ρήτρας που επενεργεί για να επικουρεί την αποκατάσταση της έννοιας της Δικαιοσύνης, κυρίως κατά την διανεμητική της -συνακόλουθα δε και κατά την διορθωτική της- εννοιολογική υπόσταση, καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Φάσμα το οποίο εκτείνεται, κατά προσέγγιση, από τους λόγους που καθιστούν την Επιείκεια πρόσφορη και αναγκαία για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης έως τις μεθόδους, μέσω των οποίων η Επιείκεια μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται στην πράξη στο πλαίσιο της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, πάντα προς την κατεύθυνση της απονομής της Δικαιοσύνης σύμφωνα με τον εκ φύσεως φιλοσοφικό και θεσμικό προορισμό της. Είναι δε επιβεβλημένο να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι μεταξύ των μεθόδων αυτών αξιοπρόσεκτη θέση στην σκέψη του Αριστοτέλους κατέχει και η Διαιτησία. Ήτοι η δικαιοδοτική διαδικασία, η οποία εξελίσσεται εκτός του στενού πλαισίου της απονομής της Δικαιοσύνης από τα επισήμως εξουσιοδοτημένα προς τούτο πολιτειακά δικαιοδοτικά όργανα.
α) Προκαταβολικώς πρέπει να αποσαφηνισθεί σε ποια γενικότερη φιλοσοφική κατηγορία εντάσσει ο Αριστοτέλης την Επιείκεια, αφού τούτο ασκεί καταλυτική επιρροή στον κατ’ αυτόν περαιτέρω εννοιολογικό της προσδιορισμό. Το ζήτημα για τον Αριστοτέλη ήταν ότι π.χ. κατά τον Πλάτωνα, όπως προεκτέθηκε, η Επιείκεια δεν μπορούσε να καταταγεί, άνευ άλλου τινός, μεταξύ των επιμέρους εννοιών που καλύπτονται από την ευρύτερη έννοια της Αρετής. Δοθέντος ότι, εκ φύσεως, ενέχει και σπέρματα αδυναμίας και υπαναχώρησης απέναντι στην ολοκληρωμένη διάσταση της Δικαιοσύνης κατά την εφαρμογή της στην πράξη:
α1) Απέναντι στους ως άνω θεωρητικούς κλυδωνισμούς του Πλάτωνος, ο Αριστοτέλης είναι, ιδίως μέσα από τα στοιχεία των «Ηθικών Νικομαχείων», φιλοσοφικώς ξεκάθαρος: Όταν π.χ. δέχεται ότι «ἡ δέ ἀρετή (…) τοῦ μέσου ἄν εἴη στοχαστική» (Ηθικά Νικομάχεια, 1106β, 15-17), γυρίζοντας έτσι πίσω στις ρίζες του λογισμού των Προσωκρατικών, αυτονοήτως ορίζει την Αρετή με βάση την αρχή της ισορροπίας μεταξύ δύο ακραίων καταστάσεων και την επέκεινα επιταγή της εναρμόνισης των αντιθέτων, όπου τούτο είναι αναγκαίο. Με άλλες λέξεις ορίζει την Αρετή και ως μεσότητα για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων, επώδυνων ως προς την κοινωνική συμβίωση και συνοχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η σκέψη του Αριστοτέλους κατατάσσει, δίχως περιθώρια παρερμηνείας, την Επιείκεια μεταξύ των επιμέρους μορφών της γενικότερης Αρετής. Ήτοι εκείνης, η οποία αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά όταν αυτή πρέπει να υπακούει σε θεσπισμένους, με κάθε θεμιτό μέσο, κανόνες δικαίου.
α2) Και τούτο διότι η Επιείκεια, με αφετηρία τα συστατικά της στοιχεία που προσδιορίζονται ευκρινέστερα κατωτέρω, οιονεί εξ ορισμού υπηρετεί την μεσότητα, ιδίως όταν λειτουργεί εν τέλει υπέρ της εφαρμογής της έννοιας της Δικαιοσύνης εν συνόλω, μέσω των διαύλων των ειδικότερων, σε σχέση με την συνολική έκφραση της Δικαιοσύνης, εκφάνσεων κυρίως της Διανεμητικής και, παρακολουθηματικώς, της Διορθωτικής Δικαιοσύνης. Ειδικότερα δε η Επιείκεια κατ’ Αριστοτέλη, ως «θεραπαινίδα» της Διανεμητικής και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης, δια της μεσότητας διευκολύνει την επιλογή λύσεων, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου, οι οποίες οδηγούν στην αποφυγή της de facto δημιουργίας ακραίων καταστάσεων, εντελώς αντίθετων προς την in globo ουσία της Δικαιοσύνης.
β) Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις, ως προς την φιλοσοφική θεώρηση της Επιείκειας ως Αρετής, επιβεβαιώνονται και συγκεκριμενοποιούνται και από τις ακόλουθες θέσεις του Αριστοτέλους, αυτή την φορά σε σχέση με την θεσμική, κυρίως, λειτουργία της Επιείκειας εντός του πεδίου της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων δικαίου:
β1) Κατά τον Αριστοτέλη -όπως και κατά την φιλοσοφικο-νομική σκέψη γενικώς στην Αρχαία Ελλάδα- ο νόμος οφείλει να έχει, εκ φύσεως, γενικό και αόριστο περιεχόμενο. Ο νόμος, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι ατομικός, ήτοι να ρυθμίζει μία ή και περισσότερες συγκεκριμένες έννομες σχέσεις. Και τούτο διότι ο ατομικός νόμος, κατά την εγγενή ιδιοσυστασία του, καταλήγει, νομοτελειακώς, στην παραβίαση της αρχής της αναλογικής Ισότητας, οδηγώντας ενδεχομένως είτε σε άνιση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων, είτε σε ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Κατ’ επέκταση, ο ατομικός νόμος μπορεί να καταλήγει σε παραβίαση της ίδιας της ουσίας της Δικαιοσύνης, ιδίως κατά την διανεμητική της διάσταση. Από την άλλη όμως πλευρά, ο κατ’ ανάγκη γενικός και αόριστος ως ένα σημείο νόμος -άρα και ο νομοθέτης ο οποίος τον θεσπίζει- δεν μπορεί να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια το σύνολο του ρυθμιστικού πεδίου που καλείται να καλύψει κανονιστικώς, αφού δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να προβλέψει, εκ προοιμίου, κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η οποία θα εμφανισθεί μελλοντικώς στο ως άνω πεδίο. Ο ρόλος της συγκεκριμενοποίησης του γενικού και αόριστου νόμου και της αντιμετώπισης των ρυθμιστικών κενών του ανήκει, κατ’ Αριστοτέλη, στην δικαιοδοτούσα Δικαιοσύνη, ήτοι στον δικαστή: ««Ὅταν [οἱ νομοθέτες] μή δύνωνται διορίσαι, ἀλλ’ ἀναγκαῖον μέν ἤ καθόλου εἰπεῖν, μή ἤ δέ, ἀλλ’ ὡς ἐπι τό πολύ» (Ρητορική, 1374α, 30-32).
β2) Για να διαδραματίσει δε επιτυχώς τον ως άνω ρόλο του ο δικαστής οφείλει να προσφύγει και στην Επιείκεια, ως ρήτρα ερμηνείας και εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Ρήτρα που αποκλείει τις ακραίες επιλογές για την κάλυψη των κάθε μορφής ρυθμιστικών κενών του, οι οποίες δεν συμβιβάζονται, εξ’ ορισμού, με την έννοια της Δικαιοσύνης. Και ο Αριστοτέλης καταφεύγει στο εξής παράδειγμα: Ο κατ’ ανάγκη γενικός και αόριστος νόμος δεν μπορεί, π.χ., να προσδιορίζει, εκ προοιμίου και επαρκώς, πότε κάποιος αδικεί πραγματικά τον άλλο αν τον χτυπήσει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, με το χέρι του. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αοριστία και η γενικότητα του νόμου μπορεί να οδηγεί, κατά την στενή του αυστηρή ερμηνεία, σε καταδίκη κάποιου, αν και η συμπεριφορά του δεν είναι ουσιαστικώς άδικη. Εδώ παρεμβαίνει η Επιείκεια, για να επικουρήσει την ερμηνεία ή και να καλύψει το ρυθμιστικό κενό του νόμου, προκειμένου να διευκολύνει την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης: «Κατά μέν τόν γεγραμμένον νόμον ἔνοχος ἔσται καί ἀδικεῖ, κατά δέ τό ἀληθές οὔκ ἀδικεῖ, καί τό ἐπιεικές τοῦτο ἐστίν» (Ρητορική, 1374α,32-37).
β3) Εν συνεχεία ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τα προανα-φερόμενα και με βάση την θέση του ότι η Επιείκεια εντάσσεται στο ευρύτερο πεδίο της Αρετής, προβαίνει σε πιο εξειδικευμένους συλλογισμούς αναφορικά με την έννοια και την λειτουργία της Επιείκειας, εντός του πλαισίου της απονομής της Δικαιοσύνης. Ιδίως δε σε συλλογισμούς οι οποίοι οριοθετούν, με εντυπωσιακή σαφήνεια και οξυδέρκεια για την εποχή του, την σχέση μεταξύ του γραπτού νόμου και της Επιείκειας, ως ρήτρας ερμηνείας και εφαρμογής των ρυθμίσεών του. Αρκούν οι εξής, έστω και μεμονωμένες, σκέψεις του Αριστοτέλους για να «βεβαιώσουν του λόγου το ασφαλές»: Ο Αριστοτέλης ξεκινάει από την φιλοσοφικονομική θεώρηση ότι το δίκαιο και το επιεικές -άρα τόσο το γραπτό Δίκαιο, όπως ο νόμος, όσο και η Επιείκεια- πρέπει να συμπλέουν αρμονικώς κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, με στόχο την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Επέκεινα, το δίκαιο και το επιεικές είναι εξίσου σπουδαία, ήτοι κρίσιμα, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου. Όμως σε τελική ανάλυση -πάντα κατ’ Αριστοτέλη- αποφασιστικής σημασίας, ως ιδιαιτέρως κρίσιμο για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, είναι, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, το επιεικές.
β4) Με άλλες λέξεις, εδώ ο Σταγειρίτης δείχνει ένα είδος προτίμησης υπέρ της ρήτρας της Επιείκειας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου σε σχέση με την απόλυτη και αυστηρή γραμματική διατύπωση του νόμου, ο οποίος τους θεσπίζει. Και την προτίμησή του αυτή την αιτιολογεί με το να δέχεται, expressis verbis, «ὅτι τὸ ἐπιεικὲς δίκαιον μέν ἐστίν, οὐ κατὰ νόμον δέ, ἀλλ᾽ ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου» (Ηθικά Νικομάχεια, 1137β, 13-15). Ήτοι με το να δέχεται ότι το επιεικές ανταποκρίνεται στην έννοια του Δικαίου και της Δικαιοσύνης όχι σύμφωνα με το γράμμα του θεσπισμένου νόμου, αλλά ως μέσο που παρεμβαίνει ακόμη και διορθωτικώς έναντι του νόμου τούτου, όταν και καθ’ ό μέτρο τούτο επιβάλλεται για την αποκατάσταση των ρυθμίσεών του, έτσι ώστε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην έννοια της Δικαιοσύνης και στην αποστολή της αποτελεσματικής απονομής της, κατά τον προορισμό της. Επομένως, κατ’ Αριστοτέλη η ρήτρα της Επιείκειας εντάσσεται μεν στο γενικό πλαίσιο του Δικαίου. Πλην όμως δεν ταυτίζεται απολύτως με τον θεσπισμένο γραπτό νόμο, αλλά μπορεί και πρέπει να γίνεται χρήση της όταν ο ως άνω νόμος, λόγω των κενών ή και των ρυθμιστικών αστοχιών που γεννά, μοιραίως είναι ανάγκη να διορθωθεί ως προς την απόλυτη γενικότητά του μέσω της κατάλληλης ερμηνείας (βλ.όπ.παρ., 1137α, 33-34). Έτσι ώστε να ανταποκρίνεται πλέον, όσο το δυνατόν περισσότερο, στο σύνολο των προταγμάτων του Δικαίου και της Δικαιοσύνης.
β5) Με βάση τις προμνημονευόμενες διαπιστώσεις του, ο Αριστοτέλης καταλήγει σε ένα είδος -έχοντας πάντως πλήρη επίγνωση, όπως φαίνεται από το σύνολο του έργου του, ότι omnis definitio periculosa est- φιλοσοφικονομικού ορισμού της Επιείκειας ο οποίος παραμένει, και σήμερα, κλασικός: «Ἔστιν δὲ ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δίκαιον» (Ρητορική, 1374α, 28-29). Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους συγγραφείς η άποψη ότι στον ορισμό του αυτό ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει, εν τέλει, την Επιείκεια προς το θεσπισμένο γραπτό Δίκαιο. Η άποψη όμως αυτή είναι εσφαλμένη και δείχνει ουσιώδη έλλειψη κατανόησης της εν προκειμένω αυθεντικής θεώρησης του Αριστοτέλους. Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης, συνεπής με όλες τις εν προκειμένω προεκτεθείσες αναλύσεις του, τις συνοψίζει, με άψογη λογική ακρίβεια, διευκρινίζοντας ότι το επιεικές δεν βρίσκεται στον αντίποδα των κανόνων του γραπτού νόμου. Αλλά ενδεχομένως βαίνει, ακολουθώντας παράλληλη πορεία σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, και πέραν αυτού, στο μέτρο που τούτο είναι επιβεβλημένο για την πραγμάτωση του αυθεντικού νοήματος του Δικαίου και της Δικαιοσύνης.
β6) Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της σύγχρονης νομικής ορολογίας μπορούμε και είναι χρήσιμο να δεχθούμε, ότι στο πλαίσιο του ως άνω ορισμού του ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η Επιείκεια, κατά την ίδια την φιλοσοφική και θεσμική ιδιοσυστασία της, λειτουργεί ως ρήτρα που παράγει τα έννομα αποτελέσματά της κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου όχι contra legem, αλλά praeter legem. Με άλλες λέξεις η προσφυγή στην ρήτρα της Επιείκειας δεν θέτει, κατ’ ουδένα τρόπο, εκποδών τον γραπτό κανόνα δικαίου αλλά επιτελεί, υπέρ του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, την ερμηνευτική λειτουργία της συμπλήρωσης ή και διόρθωσής του κατά την εφαρμογή του. Και τούτο είτε για να καλύψει τα κενά του είτε για να διορθώσει τις ρυθμιστικές αστοχίες του, όταν και όπου η αδήριτη γενικότητά του, κατά τ’ ανωτέρω, αφήνει τέτοια κενά ή καταλήγει σε τέτοιες αστοχίες. Υπό την έννοια αυτή, άλλωστε, επισημάνθηκε προηγουμένως ότι, κατ’ Αριστοτέλη, η Επιείκεια λειτουργεί, στο πεδίο της ερμηνείας και της εφαρμογής των κανόνων δικαίου, ως «θεραπαινίδα» της Δικαιοσύνης, επενεργώντας θεσμικώς στο ειδικότερο πλαίσιο της Διανεμητικής Δικαιοσύνης και, όπου τούτο δεν αρκεί για την ολοκληρωμένη πραγμάτωση της Δικαιοσύνης, και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης.
γ) Σε ό,τι, τέλος, αφορά τις μεθόδους αξιοποίησης στην πράξη της ρήτρας της Επιείκειας, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί, ως προς την πρωτοτυπία της διατύπωσής της για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, η ανάλυση του Αριστοτέλους για τον θεσμό της Διαιτησίας, ως διαδικασίας απονομής της Δικαιοσύνης η οποία λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, παραλλήλως προ
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ειδήσεις
- Η Εύη Βατίδου αποκάλυψε τον τρόπο που κερδίζει χρήματα
- Λάκης Λαζόπουλος: Καταγγελία για χειραγώγηση της τηλεθέασης από την AGB – «Μου πρότεινε να μου δώσει 45% τηλεθέαση»
- Βασίλης Καλογήρου: Ανατροπή με τη δικογραφία, δεν πάει στο Ανθρωποκτονιών - «Μεταθανάτια όλα τα τραύματα»
- Λάρισα: Η περιπέτεια του 58χρονου που ξεψύχησε σε ασθενοφόρο – Δεν τον δεχόταν το νοσοκομείο
- Εύη Βατίδου: Αποκάλυψε πώς βιοπορίζεται – «Έφτασε η στιγμή που θέλω να το επικοινωνήσω»
- Θεσσαλονίκη: 37χρονη παρέσυρε τροχονόμο που ρύθμιζε την κυκλοφορία (Αποκλειστικό βίντεο)
- Έβαψαν το κτίριο με τα γκράφιτι στο Άργος που είχε εκνευρίσει τη Λίνα Μενδώνη
- Λάκης Λαζόπουλος: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «συγχωρεμένος» – Ο Αλέξης Τσίπρας εξάτμισε ένα κόμμα – Δεν μπορεί να διοικήσει»
- Βίντεο ντοκουμέντο: Πως δρούσε ο 32χρονος που κατάφερε να διαρρήξει 22 φαρμακεία στη Θεσσαλονίκη
- Η... Ζωή, η απελπισία και η κεντροαριστερά
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Real.gr
- Φάμελλος: «Το πέπλο συγκάλυψης για το έγκλημα των Τεμπών όλο και απλώνεται»
- Λακαφώσης: Εμείς εισφέραμε στοιχεία, αλλά την ευθύνη να συμπεριληφθούν στο πόρισμα, την είχε ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ
- Μαρόκο: Φωτιά σε ξενοδοχείο που ανήκει στον Ρονάλντο – BINTEO
- Κ. Χατζηδάκης για έκθεση ΔΝΤ: Η πρόοδος της ελληνικής οικονομίας αναγνωρίζεται κι από τον πιο αυστηρό κριτή της
- Απώλεια βάρους: Το καλύτερο ρόφημα για να πίνετε πριν τον ύπνο, σύμφωνα με ειδικούς
- Προκόπης Παυλόπουλος: Οι θέσεις του Αριστοτέλους περί Δικαίου και Δικαιοσύνης στην Εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης
- Η Βενετία του Βασίλη Μπισμπίκη
- Super League: Με «οβίδα» του Άλβαρες ο Αστέρας επέστρεψε στις νίκες ύστερα από 2 μήνες (1-0 τον Ατρόμητο)
- «Μικρός άθλος» οι εξαγωγές της Ελλάδας για τον Μάρτιο
- Βελόπουλος: Ο πρωθυπουργός ας αφήσει την θεωρία για τους αμερικανικούς δασμούς και να περάσει στην εφαρμογή πολιτικής
- Τελευταία Νέα Real.gr
- Προκόπης Παυλόπουλος: Οι θέσεις του Αριστοτέλους περί Δικαίου και Δικαιοσύνης στην Εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης
- Μαρόκο: Φωτιά σε ξενοδοχείο που ανήκει στον Ρονάλντο – BINTEO
- Grandma Chic: Η vintage διακόσμηση που επιστρέφει – Πώς να την μετατρέψετε σε πολυτελή τάση
- Φάμελλος: «Το πέπλο συγκάλυψης για το έγκλημα των Τεμπών όλο και απλώνεται»
- «Μικρός άθλος» οι εξαγωγές της Ελλάδας για τον Μάρτιο
- Super League: Με «οβίδα» του Άλβαρες ο Αστέρας επέστρεψε στις νίκες ύστερα από 2 μήνες (1-0 τον Ατρόμητο)
- Βελόπουλος: Ο πρωθυπουργός ας αφήσει την θεωρία για τους αμερικανικούς δασμούς και να περάσει στην εφαρμογή πολιτικής
- Clem Burke: Πέθανε ο ντράμερ των Blondie στα 70 του
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ειδήσεις
- Khirki "The Watchers Tours" w. Infertale στο Frida Bar n’ Stage
- Τουρκία: Οι δικηγόροι του Εκρέμ Ιμάμογλου κατέθεσαν έφεση για την κράτησή του – Καταγγέλλουν παράνομες πρακτικές
- «Η εμπιστοσύνη μας στη δικαιοσύνη έχει κλονιστεί», δηλώνουν οι συγγενείς θυμάτων στο Μάτι
- Κοντά σε συμφωνία η Κομισιόν για τους δασμούς στις ΗΠΑ: Εξαιρείται από τη λίστα το αμερικάνικο μπέρμπον
- Γιάννενα: 22χρονος ακρωτηριάστηκε μετά από τροχαίο
- ΕΟΔΑΣΑΑΜ: Απαλείφεται από το πόρισμα το κεφάλαιο με την πιθανολόγηση για τις αιτίες της πυρόσφαιρας
- Ο πρόεδρος Μακρόν οργάνωσε τετραμερή τηλεφωνική επικοινωνία με τους ομολόγους του της Αιγύπτου, των ΗΠΑ και τον βασιλιά της Ιορδανίας για τη Γάζα
- Θεσσαλονίκη: Συλλογή υπογραφών για δημοψήφισμα σχετικά με το μέλλον της ΔΕΘ
- Ρωσία: Κιρίλ Ντμιτρίεφ, ποιος είναι ο άνθρωπος του Πούτιν στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ για την Ουκρανία
- ΔΥΠΑ: Από την Παρασκευή (11/4) η προπληρωμή επιδομάτων και Δώρου Πάσχα