Γιώργος Κούδας, της ζωής του το παιχνίδι…(photos+videos)

«Πότε Βούδας… Πότε Κούδας…». Οι συμβολικοί στίχοι του Μανώλη Ρασούλη δεν καπλαντίζουν απλά μία ποιητική ομοιοκαταληξία εξυπηρετώντας παράλληλα την αδεία της έκφρασης, αλλά μέσα τους αντικατοπτρίζουν τα μύχια ενός αναντίρρητα μεγάλου…

Ενός ποδοσφαιρικά πεφωτισμένου που πασπαλίστηκε με αστρόσκονη και δεν δίστασε να την τινάξει από πάνω του σηκώνοντας το λάβαρο της επανάστασης ενός ολόκληρου λαού, ο τράχηλος του οποίου ήταν αδύνατο να υπομείνει τον αθηναϊκό ζυγό. Βγαλμένος από τα σπλάχνα της Μακεδονίας, μιας περιοχής που το φλέγμα των κατοίκων, τους κάνει φύσει επαναστάτες, ο Γιώργος Κούδας

άναψε, με την εκτυφλωτική του λάμψη, τη θρυαλλίδα της επανάστασης του ΠΑΟΚ εναντίον του ΠΟΚ και του ελληνικού ποδοσφαίρου, σε μια εποχή γεμάτη από αστέρια. Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που κέρδισε το παρατσούκλι «Μεγαλέξανδρος», μόνο που δεν δάμασε ένα ατίθασο και άγριο άλογο όπως ο Βουκεφάλας, αλλά σαγήνευσε τη στρογγυλή θεά. Ένας αυθεντικός γητευτής της μπάλας μιας αλλοτινής εποχής που έθρεψε όνειρα και αναμόχλευσε πάθη…

Αναπολώντας τα…

Στα δεκάξι του χρόνια, ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερνε να αρπάξει τον χαλινό της μάχης στη Χαιρώνεια μπροστά στα συγκινημένα μάτια του πατέρα του… Στα δεκαέξι του, ο Γιώργος Κούδας είχε ξεκινήσει ήδη την δική του εκστρατεία προς την απόλυτη καταξίωση, κάμπτοντας τις αντιρρήσεις του πατέρα του, που προσπαθούσε μάταια να του αποβάλλει το μικρόβιο.

«Από το ποδόσφαιρο κανείς δεν είδε χαΐρι» συνήθιζε να του υπενθυμίζει, αλλά το μυαλό του μικρού Γιώργου ταξίδευε απερίσπαστο στην πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς, η οποία ήταν η πρώτη που φιλοξένησε το πηγαίο ταλέντο του. Λίγα μάλιστα μόλις χρόνια αφού είχε δει το πρώτο φως της ημέρας στις 23 Νοεμβρίου του 1946… Το λυκαυγές της ζωής του δευτερότοκου γιου του σερβιτόρου Γιάννη και της Ελευθερίας, σημαδεύτηκε από το ζεστό φτωχικό πίσω από το δημοτικό νοσοκομείο, στον Άγιο Παύλο. Ο Γρηγόρης Κοντογιάννης όπως ήταν το πραγματικό του όνομα είχε υιοθετηθεί από τον Κούδα που είχε τον «Κόκκινο Φούρνο στο Κουλέ Καφέ, πριν περάσουν 50 ολόκληρα χρόνια και ξανασμίξει με τα αδέρφια του. Τότε ο Κούδας είχε μετακομίσει ήδη στην οδό Φιλίππου και τα νυχτερινά ματς στο αυτοσχέδιο γήπεδο που είχαν ορίσει τα μάρμαρα της πλατείας Διοικητηρίου παρέμεναν ζωντανά στη θύμησή του κάθε που μελαγχολούσε αναπολώντας τα…

Καπάντζα!

«Κάποια μέρα, λοιπόν, στην πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς με είδε ο κυρ Πρόδρομος, ένας Πόντιος που δεν ζει πια, και με πήγε στον ΠΑΟΚ, στο γήπεδο της Τούμπας που τότε θεμελιωνόταν. Την πρώτη φορά ο Σέφσκι δεν με διάλεξε. Εγώ στενοχωρήθηκα. Ξέρετε, για να πας έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο του λεωφορείου, περίπου 70 λεπτά… Την άλλη μέρα ο κυρ Πρόδρομος με ξαναπήγε στην Τούμπα. Η προπόνηση γινόταν σ’ ένα χώρο δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα φορούσα ένα παπούτσι ελβιέλα αρκετά μεγαλύτερο από το νούμερό μου - είχα και μικρό πόδι! Ο Σέφσκι με επέλεξε. Μετά την επιλογή μας έκανε δύο ομάδες και παίξαμε δίτερμα. Ύστερα ήρθε ο

Keywords
Τυχαία Θέματα