Απρόθυμο είδωλο

Γιατί μετά από τόσα χρόνια η ρηξικέλευθη περίπτωση της Κατερίνας Γώγου προκαλεί το ενδιαφέρον; Είναι ένα ποιητικό σύμβολο της πιο ζόρικης και αθώας εποχής των Εξαρχείων ή μια γυναίκα που χάθηκε μέσα της, καταλήγοντας ηττημένη και μόνη – είδωλο με το στανιό; Ένα ντοκιμαντέρ κι ένα CD με μελοποιημένα ποιήματά της που ετοιμάζονται αυτή την περίοδο είναι αφορμή να ξανακοιτάξουμε μια ζωή που ξεχώρισε.

Την πρωτοείδα στα Εξάρχεια πυροβολημένος έφηβος αρχές δεκαετίας του ’80. Η μικροκαμωμένη μα επιβλητική

εκείνη μαυροντυμένη γυναίκα με τα μαλλιά καρφάκια, το αυτοκόλλητο στα δάχτυλα τσιγάρο και με μια ενδημική, θα ’λεγες, πίκρα αποτυπωμένη στο πρόσωπό της, ακόμα κι όταν χαμογελούσε -ένα χαμόγελο τραχύ, μα θελκτικό σαν χειμωνιάτικη λιακάδα-, με είχε εντυπωσιάσει επειδή, επιπλέον, έμοιαζε οικεία φιγούρα. «Η Κατερίνα Γώγου είναι, ρε!», μου σφύριξαν κι εγώ συνειδητοποίησα ότι ναι, ήταν πράγματι το τρελοκόριτσο από τα Χτυποκάρδια στο Θρανίο και το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο. Απίστευτο μου φαινόταν. Ναι, η Γώγου, που μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο συνιστούσαν αυτό που αργότερα καθιερώθηκε ως η «καταραμένη Αγία Τριάδα» των Εξαρχείων. Ήδη η Κατερίνα στο Βαρύ Πεπόνι (1977) και στην Παραγγελιά του Τάσιου (1980), που μελοποίησε ο Κυριάκος Σφέτσας, είχε αφήσει μίλια πίσω την σκερτσόζα υπηρετριούλα-μασκότ της Φίνος Φιλμ.

Ασυμβίβαστη παιδιόθεν, φόρα παρτίδα μια ζωή, σε κέρδιζε αμέσως με την αμεσότητα και την ντομπροσύνη της. Με τις πρώτες της ποιητικές συλλογές, Τρία κλικ αριστερά (1978, εκδόθηκε και στο Σαν Φρανσίσκο με τη μεσολάβηση του Νάνου Βαλαωρίτη), Ιδιώνυμο (1980) και Ξύλινο Παλτό (1983), όλες στον Καστανιώτη, αναγορεύεται σε μούσα του αθηναϊκού underground: «Πώς τσούκου τσούκου / αργά, μεθοδικά μας αλλοιώνουνε / και καθορίζουνε τη στάση μας στη ζωή / από το στυλ της καρέκλας»…

Στίχοι-ξυραφιές, λέξεις-προσάναμμα για εξεγέρσεις κοινωνικές και υπαρξιακές, ποιήματα όπου πρωταγωνιστούν αντάρτες, αλήτες, τζάνκια, ποινικοί, πόρνες, τραβεστί, άνεργοι, λούμπεν προλετάριοι, κυνηγημένοι μετανάστες, υποψήφιοι εργαζόμενοι που «τους κοιτάνε στα δόντια σαν άλογα». Καταπίεση, καταστολή, αλλοτρίωση, κενότητα, δημαγωγία, υποκρισία, κυνισμός, εικόνες από ένα μέλλον ζοφερό, αμείλικτο, εφιαλτικό, που ακουγόταν τότε επιστημονική φαντασία, αλλά που σήμερα μοιάζει να είναι η νέα πραγματικότητα. Και από δίπλα το «αντίδοτο» – η πίστη στη ζωή, στο όνειρο, στον άνθρωπο, στον καλύτερο κόσμο που θα σαρώσει θριαμβευτής τα ερείπια του παλιού. Το λογοτεχνικό κατεστημένο φρικιά, ο ψαγμένος νέος κόσμος τη λατρεύει. Κοντά στην ποίηση, ο ακτιβισμός. Το ’79 καταφθάνει στο «απαλλοτριωμένο» νεοκλασικό της Βαλτετσίου με ένα ογκώδες μαγνητόφωνο ανά χείρας και μιξάρει το «σάουντρακ» της πρώτης αθηναϊκής κατάληψης, το ’81 συνδιοργανώνει στο Σπόρτινγκ μεγάλη συναυλία «κατά της κρατικής καταστολής», το ’83 βγάζει με τον Κάιν την ιστορική, πλέον, αφίσα «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», το ’86 μηνύει τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας Νίκωνα Αρκουδέα για ξυλοδαρμό από τ

Keywords
Τυχαία Θέματα