Το φαινόμενο της πλειοψηφίας "εξαίρετων" δημοσίων υπαλλήλων

Καταρχάς, όπως έχει κριθεί από τη νομολογία, το σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αναδεικνύει τον καταλληλότερο υποψήφιο, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον (Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ. 639, Δημήτρης Δημητρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρ. αρ. 2076/2012, ημ. 22.12.2014) και «Οι εμπιστευτικές εκθέσεις…σκοπό έχουν, μεταξύ άλλων, και την εκτίμηση και στάθμιση της αξίας των υπαλλήλων για την προσωπική μελλοντική τους ανέλιξη αλλά και βελτίωση της δημόσιας υπηρεσίας» (Χαραλαμπίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991)

3 Α.Α.Δ 414).

Επίσης, οι ετήσιες εκθέσεις κρίθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι αντικατοπτρίζουν την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα με την οποία οι αξιολογούμενοι ασκούν τα καθήκοντά τους, ως μέτρου κρίσης της αξίας (Αττάς κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 3 Α.Α.Δ. 8 Δρ. Παναγιώτης Σταυρινίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Ανδρέας Κούλη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852), τον κατ΄ εξοχήν δείκτη των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων που στην πράξη, δια μέσου της απόδοσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έδειξαν ότι έχουν οι αξιολογούμενοι (Στέλιος Βασιλείου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 75) και πρωταρχικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων και αντικειμενικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους (Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Δ.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Στυλιανού (1990) 3Δ Α.Α.Δ 2427, Karpasitis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1617, Public Service Commission v. Myrianthi Papaonisiforou (1984) 3 C.L.R. 370, κ.α).

Περαιτέρω, με δεδομένο ότι, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, για σκοπούς προαγωγής δίδεται έμφαση στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων, ότι, γενικά, διαφορά ακόμα και 3-5 «Εξαίρετα» δεν προσδίδει μεγαλύτερη αξία αλλά οι υποψήφιοι θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμοι και συναφώς τη μη επικράτηση της τάσης της νομολογίας ότι η παρουσιαζόμενη ισοπεδωτική βαθμολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων στις εκθέσεις αξιολόγησης στις οποίες συνήθως εμφανίζονται όλοι ως εξαίρετοι, ακόμα και οριακή διαφορά σε αξία μπορεί να λαμβάνεται υπ' όψιν (Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, κ.α.) αλλά και ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική εικόνα και όχι οι επί μέρους διαφορές υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου, παρατηρείται ένα φαινόμενο ισοπεδωτικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων ως «Εξαίρετων» στις ετήσιες αξιολογήσεις, το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση Κ.Ν. κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4Β Α.Α.Δ 963 ο αποβιώσας Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Νικήτας ανέφερε τα ακόλουθα:

«Έχω μια επισήμανση που ήθελα να κάμω από καιρό. Αφορμή μου δίνει η εξαίρετη βαθμολογία των εμπλεκομένων εδώ. Δεν την αμφισβητώ. Όμως από τις υποθέσεις προαγωγών που κατακλύζουν τα δικαστήρια, τουλάχιστον από την πείρα μου, προκύπτει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, χαρακτηρίζονται “εξαίρετοι”.

Αυτό όμως προσκρούει στη λογική των πραγμάτων, όπως διαφαίνεται μέσα από την κοινή εμπειρία. Σε άλλους τομείς, την επιστήμη, τα επαγγέλματα, τα σχολεία, οι άριστοι είναι ολιγάριθμοι. Είχα πάντα την απορία - και την αμφιβολία - αν εμείς εδώ αποτελούμε φαινόμενο ή το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων, όπως και των ημικρατικών, υπαλλήλων, χρήζει αναθεώρησης και αυστηρότερης ιδιαίτερα εφαρμογής. Θα ήταν καλό αν ο προβληματισμός αυτός μπορούσε να απασχολήσει τους ιθύνοντες. Είναι σημαντικό ζήτημα για να μείνει ανερεύνητο».

Επίσης, στην απόφαση Μ.Ν. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 383/1997, ημ. 12.6.1998 ο τέως Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Καλλής κατέγραψε τα πιο κάτω:

«Μια τελευταία παρατήρηση: ΄Ολες οι σχετικές με τις προαγωγές αποφάσεις της Ε.Δ.Υ. αμφισβητούνται με προσφυγές. Κατά κανόνα όλοι οι αποτυχόντες υποψήφιοι θεωρούν τους εαυτούς τους αδικημένους και καταφεύγουν στο δικαστήριο για άρση της αδικίας. Αυτή η μαζική αμφισβήτηση των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ. όχι μόνο ταλαιπωρεί τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους αλλά πλήττει και την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας προς ζημιά του δημόσιου συμφέροντος.

Η πικρία η οποία προκαλείται στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους αναπόφευκτα καθιστά προβληματική τη μεταξύ τους συνεργασία με ζημιογόνες επιπτώσεις στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι προσφυγές στρέφονται κατά των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ.. Ωστόσο οι λόγοι ακύρωσης που τις στηρίζουν στρέφονται κυρίως κατά των στοιχείων που αποτέλεσαν το βάθρο για τη λήψη των αποφάσεων. Σχετίζονται με το στοιχείο της αξίας και με τη σύσταση/αξιολόγηση του Προϊσταμένου του Τμήματος.

Κύρια πηγή προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων είναι οι ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις. ΄Ομως το κύρος τους και η αξιοπιστία τους αμφισβητείται όχι μόνο από τους υπαλλήλους αλλά και από τους Προϊσταμένους των Τμημάτων. Σε δύο πρόσφατες υποθέσεις (βλ. Ευλαβή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 238/97/26.2.98 και Κουτσαβάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 990/96/30.1.98) οι Προϊστάμενοι θέλησαν να μειώσουν την αξία των εμπιστευτικών εκθέσεων.

΄Εχω την άποψη πως η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί και να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των προσφυγών με όλες τις επωφελείς επιπτώσεις αν οι αρμόδιοι φορείς επεξεργασθούν και υιοθετήσουν ένα σύστημα ετήσιας αξιολόγησης το οποίο θα είναι όσο το δυνατό πιο δίκαιο και αντιπροσωπευτικό της αξίας των υπαλλήλων και του οποίου το αποτέλεσμα, δυνάμει νομοθετικής διάταξης, θα διαδραματίζει και τον αποφασιστικό ρόλο σε ότι αφορά το στοιχείο της αξίας.

Μπορεί να αναζητηθεί καθοδήγηση από τα κρατούντα σε άλλες αναπτυγμένες χώρες.

Ακολούθως, χαρακτηριστικά στην απόφαση Μ.Κ.Π. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4Α Α.Α.Δ 53, ο τέως Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κωνσταντινίδης παρατήρησε ότι:

«Ο Διευθυντής δήλωσε ενώπιον της ΕΔΥ πως “όπως και σε άλλα Τμήματα της Δημόσιας Υπηρεσίας έτσι και στο Τμήμα Μηχανογραφικών Υπηρεσιών υπάρχει η τάση ισοπέδωσης των λειτουργών στις ετήσιες αξιολογήσεις για ευνόητους λόγους”. Πράγμα που, όπως αναφέρει, “δημιουργεί πρόβλημα στο Διευθυντή στο στάδιο της σύστασης των καταλληλότερων λειτουργών.” Αυτή η εκ των έσω αμφισβήτηση του συστήματος αξιολόγησης, προερχόμενη μάλιστα, κρίνοντας από το όνομα, από αξιολογούντα, σε ορισμένες υπηρεσιακές εκθέσεις, λειτουργό, πρέπει να εμβάλει κάθε αρμόδιο σε μεγάλη ανησυχία. Ιδιαίτερα η αναφορά σε “ευνόητους λόγους”.

Συνεπώς, επιβάλλεται, σε τελική ανάλυση, η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων να γίνεται με αμιγώς δίκαια, ίσα, παραγωγικά, αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια, μακριά από κομματικές εξαρτήσεις και σκοπιμότητες, οι οποίες, ως γνωστό έχουν αλώσει και αλλοτριώσει τη δημόσια υπηρεσία, αποξενωμένη από μεροληπτική προσέγγιση και υποκειμενικούς και εξωγενείς παράγοντες, καθότι ο κάθε υπάλληλος θα πρέπει να αξιολογείται κατά το λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητάς του, δεδομένου ότι η αξιοκρατική στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας εξυπηρετεί και διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον (Μενελάου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 370) το οποίο οφείλουν να εξυπηρετούν οι προαγωγές (Παυλίδου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 71) και «Ο διορισμός, όπως και η προαγωγή των πλέον άξιων και ικανότερων υποψηφίων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το κοινό καλό.

Η άρτια στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας προάγει άμεσα το συμφέρον του δημοσίου» (Κυπριακή Δημοκρατία v. Ελένης Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534) με τα -ορθώς- απορριφθέντα μέτρα της μεταρρύθμισης της Δημόσιας Υπηρεσίας να δημιουργούσαν και να υπέθαλπαν μία κατάσταση και ένα αντιπαραγωγικό καθεστώς αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας και εγκλωβισμού των δημοσίων υπαλλήλων σε ένα καθεστώς αυθαιρεσίας και υποτέλειας.

Keywords
Τυχαία Θέματα