Περί του δικαιώματος της απεργίας

Το δικαίωμα της απεργίας κατοχυρώνεται από το Άρθρο 27.1 του Συντάγματος, ως «βασικό ανθρώπινο δικαίωμα» [TO ΠΛΟΙΟ "ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ" v. Εμμανουήλ Σιδηρόπουλου κ.α. (1998) 1Β Α.Α.Δ. 1000, 1012] το Άρθρο 8§1 περ. δ΄ του Διεθνούς Συμφώνου περί Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με τον περί των Διεθνών Συμφωνιών (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικό) Νόμο του 1969

(Ν. 14/69), το Άρθρο 6 του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χάρτη που κυρώθηκε με τον ομώνυμο Κυρωτικό Νόμο του 1967 (Ν. 64/67) το Άρθρο 13 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων ο οποίος θεσπίστηκε κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Στρασβούργου στις 9 Δεκεμβρίου 1989 και στην περί Εφαρμογής των Αρχών του Δικαιώματος Οργανώσεως και Συλλογικής Διαπραγματεύσεως Συμβάσεως (Αρ.98) του 1949 που κυρώθηκε από τους Κυρωτικό Νόμο 17/66.

Συναφώς, ο εργοδότης δεν μπορεί να χρησιμοποιεί το προσωπικό ασφαλείας σε εργασία η οποία αποβλέπει στην κανονική λειτουργία της επιχειρήσεως (Ντάσιος, Εργατ. Δικ. Δίκαιο AΙΙ σελ. 965).

Επίσης, αποκλεισμός εργαζομένων από την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας προσβάλλει και την από τη φύση του συνδικαλισμού μεταξύ των εργαζομένων αλληλεγγύη, η οποία αποτελεί βασικό εννοιολογικό περιεχόμενο της υπάρξεως και δράσεως κάθε συνδικαλιστικής οργανώσεως στον ίδιο εργασιακό χώρο (ΑΠ 68/1967 ΕΕργΔ 26, 425).

Σχετικά μάλιστα σημειώνω ότι κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος της Ελλάδας «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκεινται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του».

Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 8492/2013, Α.Π. 1579/1990 ΕλλΔνη 33, 148, Εφ.Αθ. 10048/1990 ΕλλΔνη 34, 87, Εφ.Αθ. 1471/1991 ΕλλΔνη 34, 140) και αποτελεί «προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας» (Ολομέλεια Α.Π. 27/2004, Ελληνική Δικαιοσύνη, 2004, Τόμος 5, σελ. 1360, ΕΕΡΓΔ 2004/971, ΕΔΚΑ 2004/766, ΝΟΒ 2005/84, ΛΟΓΙΣΤΗΣ 2005/1266).

Το ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα της απεργίας το οποίο έχει «διεκδικητική αγωνιστική φύση» [απόφαση 1140/2012 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), 26534/2012 Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), Εφετείο Θεσσαλονίκης 1976/2004 και 783/2010 και 112/1990 Μονομελές Πρωτοδικείο Δράμας] έχει καταστεί «το πιο κακοποιημένο δικαίωμα» (Καζάκου Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2Α έκδ., 2011 σελ. 459 επ., απόφαση 2417/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) με την απεργία να «συνιστά την πλέον έντονη και αποφασιστική εκδήλωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας» [απόφαση 5265/2005 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας), 1327/1990 Εφετείου Πειραιά, Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, 1991, Τόμος 50, σελ. 129] και από τη φύση του να προκαλεί ζημιά στον εργοδότη (692/2011 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 5684/2004 Εφετείου Αθηνών, 213/1993, Εφετείο Πατρών (Πρόεδρος), Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, 1993, Τόμος 52, σελ. 978).

Περαιτέρω, όπως λέχθηκε στην απόφαση 13134/2915 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Αρμενόπουλος, 2015, Τόμος 69, σελ. 1904):
«Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η βλάβη στα (οικονομικά) συμφέροντα του εργοδότη, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες αίσιας έκβασης του εργατικού αγώνα (Βλ. I. Κουκιάδη, Απεργία και αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, γνμδ σε ΔΕΝ 49.1217 επ. (1223). Για το στοιχείο της βλάβης ως σύμφυτο με την έννοια της απεργίας βλ. ήδη Τραυλό-Τζανετάτο, Απεργία και κίνδυνος λειτουργίας της εκμετάλλευσης, σελ. 156, ιδίου, Εργατικό δίκαιο και πολιτική σελ. 190 επ., Ληξουριώτης, ανωτ., σελ. 263 επ.). Από την άλλη πάλι, οι τρίτοι αμέτοχοι του απεργιακού αγώνα και το κοινωνικό σύνολο οφείλουν να ανεχθούν τις συνέπειες της απεργίας, μέσα σε μια κοινωνία αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης (Δ. Ζερδελής, ανωτ., 117). Η συχνή αναφορά και επίκληση του γενικού συμφέροντος (για την προβληματική χρήση της έννοιας του «γενικού συμφέροντος» στη νομολογία και για τον τρόπο που από «περιορισμός των περιορισμών» μεταμορφώθηκε «ως διπρόσωπος Ιανός» σε περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων, βλ. Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, έκδ. 2006, σελ. 85 επ.) ως στοιχείου απονομιμοποίησης της απεργίας λειτουργεί τελικά μονομερώς σε βάρος των απεργών».

Απεργία αποτελεί και η λεγομένη λευκή ή αφανής απεργία, κατά την οποία οι απεργοί δεν απέχουν από την εργασία τους, παρέχουν όμως εργασία μειωμένης ποσότητος, δηλονότι εργάζονται με μικρότερη από την συνηθισμένη αποδοτικότητα (ΕΑ 8092/83 ΔΕΝ 1984, 667, ΕΑ 8272/80 ΔΕΝ 1981.354).

Όπως αναφέρεται και από το νομοθέτη στην Εισηγητική Έκθεση του Ελληνικού Νόμου 1264/1982 «η ιστορία έχει δείξει ότι όσο και αν είναι ενοχλητικό (το δικαίωμα της απεργίας) για το κοινωνικό σύνολο (για τον εργοδότη περισσότερο), η κοινωνική ισορροπία διευκολύνεται περισσότερο από την ισχυροποίηση του παρά από την αποδυνάμωση του» (Εισηγητική έκθεση του ν. 1264/1982 σε Συνδικαλιστική Νομοθεσία του ν. 1264/1982, έκδοση Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης από το Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1983 σ. 49 και ΕφΑθ 9477/83, ΕΕργΔ 40, 330) .

Keywords
Τυχαία Θέματα