Περί κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του προέδρου

Έχω παρατηρήσει ότι στο δημόσιο διάλογο, τόσο πριν όσο και μετά τις Προεδρικές Εκλογές, εγείρεται το ζήτημα κατά πόσον ο νέος Πρόεδρος θα διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προκειμένου να μπορεί η Κυβέρνηση του να εξασφαλίζει την έγκριση – υπερψήφιση των νομοσχεδίων που θα καταθέτει στη Βουλή.
Για το εγειρόμενο θέμα θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:
1. Διαχρονικά τα κυβερνητικά νομοσχέδια εγκρίνονται – υπερψηφίζονται από την Βουλή

των Αντιπροσώπων ομόφωνα σε ποσοστό περίπου 90%.

2. Στην Κύπρο έχουμε Προεδρική και όχι Κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία  κατά κανόνα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν τα κρίσιμα κυβερνητικά νομοσχέδια, π.χ τον κρατικό προϋπολογισμό. Δεν συμβαίνει το ίδιο στις Προεδρικές Δημοκρατίες. Δεν είναι κανόνας η καταψήφιση από την αντιπολίτευση.

3. Δυστυχώς στην Κύπρο εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση και μη επαρκής κατανόηση των διαφορετικών μορφών του πολιτεύματος, δηλαδή μεταξύ Προεδρικής και Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Με αποτέλεσμα πολιτικοί και δημοσιογράφοι να χρησιμοποιούν αδόκιμους όρους που δεν συνάδουν με το ισχύον στην Κύπρο πολίτευμα. Για παράδειγμα χρησιμοποιείται λανθασμένα ο όρος «κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης» που αφορά ωστόσο τα κοινοβουλευτικά συστήματα. Ο ορθός όρος στη δική μας μορφή του πολιτεύματος είναι «κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης» και «κόμμα ή κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης».

4. Ταυτόχρονα επειδή δεν ισχύει «η αρχή της δεδηλωμένης», δεν τίθεται θέμα της κατά τεκμήριο εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της Βουλής προς τον εκάστοτε Πρόεδρο.

5. Ιστορικά στην Κύπρο, πλην του Προέδρου Μακαρίου και των Προέδρων Σπύρου Κυπριανού και Τάσσου Παπαδόπουλου διαρκούντος μέρους της θητείας των δύο τελευταίων, ουδείς εκ των υπολοίπων Προέδρων διέθετε Κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ούτε ο Γιώργος Βασιλείου, ούτε ο Γλαύκος Κληρίδης στη δεύτερη θητεία του, ούτε ο Νίκος Αναστασιάδης επίσης στη δεύτερη θητεία του. Συνεπώς εκείνο που επιβάλλεται είναι η εκ των προτέρων διαβούλευση της εκτελεστικής εξουσίας με τα κοινοβουλευτικά κόμματα για εξασφάλιση συναινέσεων επί των σημαντικών κυβερνητικών νομοσχεδίων. Αυτό συμβαίνει και στις Η.Π.Α όπου ισχύει πολιτειακό σύστημα παρόμοιο με το δικό μας αλλά και στα Ευρωπαϊκά συλλογικά θεσμικά όργανα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλια Υπουργών.

Η διαβούλευση θα πρέπει να γίνεται προτού οδηγηθούν τα νομοσχέδια στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, προκειμένου να εκφράσουν τα κόμματα, τις τυχόν διαφωνίες τους και τις εισηγήσεις τους για αλλαγές ή προσθήκες.

6. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι απολύτως κατανοητό ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων και οι διενεργούμενες ψηφοφορίες επ’ ουδενί θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να εξαναγκάζεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε παραίτηση. Οι λόγοι παραίτησης καθορίζονται περιοριστικά στο Σύνταγμα και είναι η εθελούσια παραίτηση, η καταδίκη επί εσχάτη προδοσία ή για αδίκημα ατιμωτικό ή ηθικής αισχρότητας, λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας και λόγω απουσίας μη προσωρινής, καθιστώσης αδύνατη την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Ως αναφέρεται πιο πάνω στην Κύπρο δεν ισχύει «η αρχή της δεδηλωμένης». Μάλιστα ο πρώτος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Κρίτων Τορναρίτης γνωμάτευσε ότι η Βουλή δεν δικαιούται να καταψηφίσει τον κρατικό προϋπολογισμό διότι αυτό προσκρούει στο Σύνταγμα. Υπό την έννοια ότι θα παραλύσει το κράτος για να υποχρεωθεί ο Πρόεδρος σε παραίτηση. Βέβαια διαφωνώ με αυτή τη γνωμάτευση διότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα της διαβούλευσης με τη Βουλή για να γίνει δυνατή η ψήφιση του προϋπολογισμού. Ενώ το κράτος μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με τα δωδεκατημόρια.

Στην κοινοβουλευτική ιστορία της Κύπρου υπήρξαν δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η Βουλή προσπάθησε, ανεπιτυχώς, με ψηφίσματα, να εξαναγκάσει Προέδρους της Δημοκρατίας σε παραίτηση. Το 1985 για το γνωστό θέμα των «Δεικτών Γκουεγιάρ» για να υποχρεωθεί ο Πρόεδρος Κυπριανού, είτε να τους αποδεχθεί είτε να παραιτηθεί. Και επί προεδρίας Χριστόφια μετά  τη φονική έκρηξη στο Μαρί. Και στις δύο περιπτώσεις τα ψηφίσματα είχαν ουσιαστικά χαρακτήρα ευχολογίου, αφού προσέκρουαν σε ρητές πρόνοιες του Συντάγματος.

Συμπερασματικά και με βάση τις ιδιομορφίες του δικού μας πολιτεύματος αλλά και της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας, ζήτημα εμπιστοσύνης της Βουλής προς τον εκάστοτε Πρόεδρο δεν υφίσταται. Αυτό ασφαλώς δεν πρέπει να σημαίνει αυθαιρεσία στην άσκηση της προεδρικής εξουσίας και παραγνώριση της θέλησης της Βουλής.
Αντίθετα επιβάλλεται η διαβούλευση και οι ευρύτατες συναινέσεις, προκειμένου να λειτουργεί ομαλά και εύρυθμα το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι αυτό αποκόμισα και από την 35χρονη κοινοβουλευτική μου πείρα.

Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής Των Αντιπροσώπων

Keywords
Τυχαία Θέματα