Παιδική κακοποίηση και πολιτικός στρουθοκαμηλισμός

Η αποτυχία να αξιολογηθούν τα προγράμματα που θα βοηθήσουν στη μείωση της παιδικής κακοποίησης οδήγησε παράλληλα κυβερνήσεις, και διεθνείς οργανισμούς ανά τον κόσμο, να θεωρήσουν την παιδική κακοποίηση μέρος της μέριμνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σημειώνεται ότι πολλές κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί κάνοντας εκτεταμένες προσπάθειες να αναμορφώσουν το νομικό πλαίσιο που απευθύνεται στην παιδική κακοποίηση.

Η παιδική κακοποίηση παραμένει για αρκετούς ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, κάτι το οποίο δεν είναι εύκολο να συζητήσει κανείς ιδιαιτέρως,

πόσο μάλλον να μιλήσει για αυτό σε κάποια δημόσια συζήτηση.

H πρόληψη της παιδικής κακοποίησης δεν αποτελεί προτεραιότητα των πολιτικών, παρόλη την κλιμάκωση του προβλήματος και την αυξημένη συνειδητοποίηση ότι προκαλεί σημαντικό κοινωνικό κόστος. Η σχετική έλλειψη πολιτικής βούλησης αυξάνεται από την έλλειψη κατανόησης των επιπτώσεων της παιδικής κακοποίησης στην υγεία και την κοινωνία και των οικονομικών συνεπειών στις υπηρεσίες υγείας. Όπως έδειξαν οι τελευταίες μελέτες, η κακοποίηση και άλλες αντιξοότητες κατά την νηπιακή και παιδική ηλικία, συνδέονται με ένα ευρύτερο φάσμα συμπεριφορών κινδύνου για την υγεία κατά την ενηλικίωση. Με αυτόν τον τρόπο η κακοποίηση συμβάλει απευθείας σε κάποιες από τις κύριες αιτίες θανάτου και χρόνιων ασθενειών. Επίσης υπάρχει έλλειψη γνώσης σχετικά με τον τρόπο που οι στρατηγικές πρόληψης ασθενειών και η προαγωγή της δημόσιας υγείας μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη της παιδικής κακοποίησης. Αυτές οι στρατηγικές πρόληψης στοχεύουν στους παράγοντες αιτίας και διατήρησης του φαινομένου σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Επιδίωξη τους είναι η μείωση της έκτασης της παιδικής κακοποίησης στον πληθυσμό που στοχεύουν. Υπάρχουν ήδη αξιολογημένα στοιχεία που δείχνουν ότι ορισμένες από αυτές τις στρατηγικές είναι αποτελεσματικές. Κάποιες άλλες στρατηγικές δείχνουν πολλά υποσχόμενες, ωστόσο χρειάζονται την ερευνητική αποτίμηση αναφορικά με την έκβαση τους, ενώ αρκετές από τις υπόλοιπες θεωρούνται αποτελεσματικές χωρίς όμως να έχουν αξιολογηθεί.

Η τελική επιδίωξη είναι ένας κόσμος στον οποίο όλες οι χώρες θα συνεργούν στην παρεμπόδιση της παιδικής κακοποίησης, εφαρμόζοντας αποτελεσματικά προγράμματα πρόληψης βασισμένα σε επιδημιολογικά ευρήματα και τοπικές επιστημονικές μελέτες. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αυτός ο οδηγός συνιστά μελλοντικές προσπάθειες ώστε να μελετηθεί επιδημιολογικά η παιδική κακοποίηση και να εφαρμοστούν στρατηγικές πρόληψης με στόχο την ανάπτυξη μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης βάσης αναφορικά με τη διάσταση, τις συνέπειες και την αποτροπή του προβλήματος. Συνεπώς οι μελλοντικές προσπάθειες πρέπει να σχεδιάζονται, να οργανώνονται και να γράφονται με κατάλληλο τρόπο, τόσο για δημοσίευση στον επιστημονικό τύπο, αλλά και για να μπορούν να τροφοδοτούν τις εθνικές και διεθνείς προσπάθειες για την πρόληψη. Επειδή οι μέχρι τώρα επιτεύξεις είναι ελάχιστες, ακόμη και κάποια μέτρια επιτυχία του στόχου σε χώρες χαμηλού ή μέτριου οικονομικού επιπέδου θα καταφέρουν να προσφέρουν αρκετά στο πεδίο της πρόληψης. Έτσι το πρόβλημα της παιδικής κακοποίησης θα μπορέσει να βρεθεί ισάξια ανάμεσα στα άλλα σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας με δια βίου συνέπειες στα παιδιά, όπως είναι το ΑIDS, το κάπνισμα και η παχυσαρκία, για τα οποία γίνονται ήδη σημαντικές επενδύσεις τόσο για επιδημιολογική καταγραφή όσο και για την πρόληψη.

Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην υγεία και στην ελεύθερη από βία ζωή. Παρόλα αυτά, κάθε χρόνο χιλιάδες παιδιά ανά τον κόσμο γίνονται θύματα ή μάρτυρες σωματικής, σεξουαλικής και συναισθηματικής βίας. Η παιδική κακοποίηση είναι ένα τεράστιο παγκόσμιο πρόβλημα με πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην ευημερία, στην ανάπτυξη, στη σωματική και ψυχική υγεία των θυμάτων κατά τη διάρκεια της ζωής τους, καθώς και με γενικότερο αντίκτυπο στην κοινωνία. Οι εξελίξεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, τους νόμους, τη δικαστική ιατρική και τη δημόσια υγεία, τα τελευταία 20 χρόνια, ήταν αποτελεσματικές στο να γίνει το πρόβλημα της παιδικής κακοποίησης περισσότερο ορατό σε διεθνή επίπεδα, όχι όμως ικανές για την αντιμετώπισή της. Η Συνθήκη για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Convention on the Rights of the Child and its Optional Protocols), παράλληλα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Committee on the Rights of the Child), έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση παγκόσμιων οργανισμών, κυβερνήσεων και μη κυβερνητικών οργανισμών, στο ζήτημα της παιδικής κακοποίησης, ανάμεσα στο ευρύτερο φάσμα των θεμάτων που αφορούν στα δικαιώματα του παιδιού. Η Παγκόσμια Έρευνα στη Βία και την Υγεία και η απόφαση της Παγκόσμιας Συνόδου Υγείας αποφάσισαν ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι συστάσεις της έρευνας, τονίζοντας τις επιπτώσεις της παιδικής κακοποίησης στη δημόσια υγεία και το ρόλο της στην πρόληψη και την εξυπηρέτηση των θυμάτων.

Έχουν πραγματοποιήσει εκστρατεία, προβάλλοντας την παιδική κακοποίηση και την επένδυση στην πρόληψη. Υπάρχει έτσι αυξημένη συνειδητοποίηση του προβλήματος της παιδικής κακοποίησης και αυξανόμενη πίεση στις κυβερνήσεις ώστε να αναλάβουν προληπτική δράση. Ένα μεγάλο μέρος της παιδικής κακοποίησης δεν αναφέρεται ποτέ στις υπηρεσίες προστασίας του παιδιού ή τις νομικές αρχές. Ταυτόχρονα, σε όλες τις χώρες, η υγεία, οι νομικές και οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι οι τομείς που σχετίστηκαν περισσότερο με τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης και οι πλέον εμπλεκόμενες στις προσπάθειες για την αντιμετώπισή της. Αυτός ο οδηγός επομένως, προορίζεται για φορείς χάραξης πολιτικής και σχεδίασης σε εθνικό, τοπικό και δημοτικό επίπεδο, στους τομείς της υγείας, στις κοινωνικές υπηρεσίες και στις νομικές υπηρεσίες.

Για την πρόληψη της παιδικής κακοποίησης θα πρέπει να υλοποιηθούν πολιτικές και προγράμματα ανίχνευσης που θα περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου και τον εντοπισμό των παραγόντων προστασίας. Η ολοκληρωμένη απάντηση στην παιδική κακοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει την εφαρμογή μέτρων και μηχανισμών που εντοπίζουν και παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις κακοποίησης, αλλά και παράσχουν υπηρεσίες προς τα θύματα και τις οικογένειες ή πληροφορίες για αποτελεσματική δράση. Πρέπει να ενισχυθούν μηχανισμοί που να βασίζονται σε επιδημιολογικές έρευνες ή να συλλέγουν πληροφορίες μέσω της επιστημονικής επιτήρησης, παρακολούθησης και αξιολόγησης. Οι πληροφορίες που θα αποκτηθούν θα πρέπει ευρύτερα να χρησιμοποιηθούν για το σχεδιασμό παρεμβάσεων πρόληψης και αντιμετώπισης.

Η πρόληψη της παιδικής κακοποίησης δεν αποτελεί προτεραιότητα των πολιτικών, παρόλη την κλιμάκωση του προβλήματος και την αυξημένη συνειδητοποίηση ότι προκαλεί σημαντικό κοινωνικό κόστος. Η σχετική έλλειψη πολιτικής βούλησης αυξάνεται από την έλλειψη κατανόησης των επιπτώσεων της παιδικής κακοποίησης στην υγεία και την κοινωνία και των οικονομικών συνεπειών στις υπηρεσίες υγείας.

Keywords
Τυχαία Θέματα