Όχι δικαστηρίου στο αίτημα της ΚΙΣΑ να μην μπει στον κατάλογο διαγραφέντων ΜΚΟ

Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της ΚΙΣΑ για μη συμπερίληψη στον κατάλογο των διαγραφέντων από το Μητρώο Σωματείων και Ιδρυμάτων.

Το χρονικό της υπόθεσης

Σύμφωνα με το χρονικό της υπόθεσης,  ο Έφορος Σωματείων και Ιδρυμάτων, σε επιστολή του προς την ΚΙΣΑ ημερομηνίας 15/12/2017, την πληροφόρησε για τις αλλαγές που επήλθαν στον σχετικό Νόμο και υπέδειξε ότι θα έπρεπε να ελεγχθεί το καταστατικό της αιτήτριας, έτσι ώστε αυτό να συνάδει πλήρως με τις διατάξεις του νέου Νόμου.  

Η αιτήτρια με σχετική επιστολή ημερομηνίας 14/5/2018,

ενημέρωσε τον Έφορο Σωματείων, ότι η τελευταία Γενική Συνέλευση της πραγματοποιήθηκε στις 18/6/2017 και με αυτή εξελέγη νέο διοικητικό συμβούλιο με διετή θητεία.  Ακολούθησε στις 27/8/2020 γνωστοποίηση σε δύο εφημερίδες και στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, ανακοίνωση για την πρόθεση των Εφόρων Εγγραφής Σωματείων και Ιδρυμάτων να ξεκινήσουν διαδικασία διάλυσης των σωματείων, ιδρυμάτων που περιλαμβάνονταν σε σχετικό Πίνακα, μεταξύ αυτών και της αιτήτριας.  Ενημερώθηκαν επίσης οι επηρεαζόμενοι για τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος ακύρωσης της συμπερίληψης τους στο Πίνακα, υποβάλλοντας όλα τα σχετικά στοιχεία εντός δύο μηνών, μετά την παρέλευση των οποίων, οι Έφοροι θα δημοσίευαν δεύτερη γνωστοποίηση με τον τελικό πίνακα των διαλυθέντων σωματείων, ιδρυμάτων και πρώην λεσχών.

Στις 26/10/2020, ο Έφορος Σωματείων και Ιδρυμάτων Λευκωσίας, έλαβε επιστολή από την Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ΚΙΣΑ, με την οποία υποβάλλετο αίτημα ακύρωσης συμπερίληψης της αιτήτριας στον κατάλογο που δημοσιεύθηκε στις 27/8/2020 και στις 25/11/2020 και ακολούθησε συμπληρωματική επιστολή από την αιτήτρια.

Στις 27/11/2020, ο Έφορος Σωματείων μέσω επιστολής ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η επωνυμία του σωματείου θα περιληφθεί στο νέο κατάλογο και ότι θα προχωρήσει η διαδικασία διαγραφής του σωματείου.  Ακολούθησε δημοσίευση στις 14/12/2020 του τελικού καταλόγου των υπό διάλυση σωματείων, στον οποίο περιλήφθηκε και η ΚΙΣΑ.

Η προσφυγή της ΚΙΣΑ

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η ΚΙΣΑ υπέβαλε στις 17/10/2020 ιεραρχική προσφυγή, η οποία εξετάστηκε από τον Γενικό Έφορο Σωματείων και Ιδρυμάτων, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη της.

Στην ένσταση αναφέρεται ότι «η ΚΙΣΑ δεν μπορεί να προωθήσει την παρούσα προσφυγή, καθότι δεν έχει θεμελιώσει δεόντως τη νομική της εκπροσώπηση και/ή το έννομο της συμφέρον.  Ειδικότερα, ότι το πιο πρόσφατο εκλελεγμένο διοικητικό συμβούλιο της αιτήτριας, αναδείχθηκε στις 18/6/2017 για θητεία, η οποία έχει εκπνεύσει προ πολλού και τίθεται αμφισβήτηση σε σχέση με το έγκυρο της νομικής της εκπροσώπησης».

Από την άλλη, οι συνήγοροι της ΚΙΣΑ αντέτειναν ότι «εκπροσωπείται βάσει της διαρκούς εξουσιοδότησης και απόφασης του διοικητικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια έγκυρης θητείας του, από το ίδιο δικηγορικό γραφείο, το οποίο εκπροσωπεί την αιτήτρια σε όλες τις υποθέσεις της.  Έχει δε αναγνωριστεί η εκπροσώπηση της αιτήτριας σε επίπεδο ιεραρχικής προσφυγής, κάτι το οποίο υποστηρίζεται και από το ίδιο το άρθρο 47 του σχετικού Νόμου και είναι αντιφατικό να μην αναγνωρίζεται σε επίπεδο δικαστικής προστασίας.

Εν προκειμένω, συνεχίζουν, η αιτήτρια δεν έχει απωλέσει τη νομική της υπόσταση και προσωπικότητα, εφόσον βρίσκεται "υπό διάλυση" και δεν έχει ακόμα διαλυθεί.  Το αντικείμενο δε της δικαστικής διαδικασίας, αφορά στην διαγραφή της αιτήτριας από το Μητρώο Σωματείων και της συνεπακόλουθης διαδικασίας διάλυσης της.  Νομιμοποιείται δε η αιτήτρια να αμφισβητήσει την δραστικότερη και αυστηρότερη αυτή κύρωση».

Στο δικαστήριο τέθηκε επίσης από πλευράς ΚΙΣΑ ότι «προσβάλλεται και το δικαίωμα ελευθερίας και έκφρασης της αιτήτριας, κατά παράβαση του άρθρου 11, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, λόγω στοχοποίησης της αιτήτριας για τις απόψεις της σχετικά με τη μετανάστευση και το άσυλο.  Πρόσθετα, ότι παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας καθώς και ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούνται σαφούς αιτιολογίας και ότι διαπνέονται από έλλειψη αμεροληψίας».

Η άλλη πλευρά αντέτεινε ότι «το επίδικο ζήτημα εν προκειμένω είναι η συμπερίληψη της αιτήτριας στον κατάλογο των υπό διάλυση σωματείων και όχι η διάλυση του σωματείου, η οποία μπορεί να επέλθει μόνο με απόφαση του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Σημειώνει δε ότι, τα όσα η αιτήτρια αναφέρει σε σχέση με το δικαίωμα στο συνερχέσθαι, που αφορά στην άτυπη συνάθροιση προσώπων, είναι άσχετα με το επίδικο ζήτημα.  Αναφορικά με το δικαίωμα στο συνεταιρίζεσθαι, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβαίνει σε μια ιστορική αναδρομή των γεγονότων που προηγήθηκαν της θέσπισης της επίδικης Νομοθεσίας, που στόχευαν στον εκσυγχρονισμό του πλαισίου δράσης των ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων) για να ενισχυθεί κυρίως η διαφάνεια και λογοδοσία στη δράση τους, ως υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά από σχετικές αξιολογήσεις διεθνών οργανισμών καθώς και της έκθεσης Moneyval του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία χαρακτήρισε την Κύπρο ως γεωγραφική περιοχή υψηλού κινδύνου, αφού γειτνιάζει σε περιοχές που δρα η τρομοκρατία και δέχεται πρόσφυγες από τις χώρες αυτές».

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί παραβίασης του δικαιώματος στη ελευθερία έκφρασης αναφέρθηκε ότι «πρόκειται περί γενικού και αόριστου προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης, με ελλιπή θεμελίωση με κανένα περιθώριο επιτυχίας.  Οι καθ' ων η αίτηση, απορρίπτουν επίσης τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί άνισης μεταχείρισης, εισηγούμενοι ότι σε κανένα σωματείο δεν επιδείχθηκε προνομιακή μεταχείριση.  Εν πάση δε περιπτώσει, δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία από την αιτήτρια προς θεμελίωση του ισχυρισμού της».

Η απόφαση

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, «η επίδικη Νομοθεσία αποσκοπούσε στο να καταστούν όλα τα σωματεία νόμιμα και να λειτουργούν με Νόμο, ο οποίος να παρέχει εχέγγυα διαφάνειας και λογοδοσίας.  Το κριτήριο που τέθηκε ήταν τυπικό και αφορούσε την αναδιαμόρφωση των καταστατικών των ήδη εγγεγραμμένων σωματείων, ώστε να συνάδουν με τις επιταγές του Νόμου για ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.  

Συνεπώς υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι η επίδικη διάταξη αποβλέπει στη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και της συνταγματικής τάξης και συνεπώς πρόκειται για διάταξη η οποία δεν αντίκειται στο Σύνταγμα

Αλλά ούτε και η θέση της αιτήτριας ότι με τον επίδικο Νόμο επήλθε η διάλυση του σωματείου, χωρίς απόφαση του Δικαστηρίου, ευσταθεί.  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 (3), μετά τη διαγραφή του σωματείου από το Μητρώο Σωματείων, ο Έφορος "μεριμνά για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας".  Συνεπώς δεν επέρχεται αυτοδικαίως η διάλυση του σωματείου από τον Έφορο, αλλά απαιτείται δικαστική απόφαση.

Συναφώς δεν καταδεικνύεται ούτε νομική και πραγματική πλάνη, αλλά ούτε και το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η ΚΙΣΑ, προκειμένου να υποστηρίξει την εισήγηση της για μεροληψία και έλλειψη αντικειμενικότητας εκ μέρους της διοίκησης, στηρίζεται με ικανοποιητική βεβαιότητα και στη βάση ασφαλών συμπερασμάτων.

Εν κατακλείδι, οι προβληθέντες από την ΚΙΣΑ λόγοι ακύρωσης κρίνονται, στην βάση των όσων έχουν λεχθεί ανωτέρω, αβάσιμοι και  απορρίπτονται. 

Συνεπώς, υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται».

ΚΙΣΑ: 5 θεσμικά σώματα του ΟΗΕ εκφράζουν ανησυχία για τις ΜΚΟ 

Σε ανάρτηση στη σελίδα της η ΚΙΣΑ αναφέρει ότι «πέντε Ειδικοί Εισηγητές (Special Rapporteurs)[1] του OHCHR του ΟΗΕ με κοινό διάβημα τους προς την κυπριακή κυβέρνηση εκφράζουν τις ανησυχίες τους:

Για την επιδείνωση του περιβάλλοντος λειτουργίας των ΜΚΟ στην Κύπρο

Για τη διαγραφή της ΚΙΣΑ από το Μητρώο Σωματείων και Ιδρυμάτων,  καθώς και

Για τη συνεχιζόμενη δίωξη της ΚΙΣΑ και των στελεχών της.

Οι 5 Ειδικοί Εισηγητές με το κοινό διάβημα τους καλούν την κυβέρνηση να λάβει “όλα τα απαραίτητα μέτρα για να τερματίσει τις φερόμενες αυτές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να αποτρέψει την επανάληψή τους.  Επίσης, σε περίπτωση που οι έρευνες στηρίξουν ή υποδείξουν ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι σωστοί, να διασφαλίσουν την απόδοση ευθυνών όσων είναι  υπεύθυνοι για τις φερόμενες παραβιάσεις”.

Το νέο αυτό διάβημα ακολουθεί την επιστολή της Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με την οποία η  Επίτροπος εξέφραζε τις ανησυχίες της στις κυπριακές αρχές:

Για ισχυρισμούς για απώθηση και κακομεταχείριση των μεταναστών,

Για τις συνθήκες υποδοχής στα Κέντρα φιλοξενίας αιτητών ασύλου και

Για την επιδείνωση του περιβάλλοντος λειτουργίας των ΜΚΟ γενικότερα και της ΚΙΣΑ ειδικότερα.

Στις 05/06/2021 η κυβέρνηση απάντησε στο κοινό διάβημα με μίαν άκρως αρνητική στάση και περιεχόμενο επιστολή, χωρίς να αφήνει περιθώρια για συνεργασία και συνεννόηση με τους αρμόδιους θεσμούς των Ηνωμένων Εθνών. 

Όπως φαίνεται στα σχόλια που ετοίμασε και απέστειλε η ΚΙΣΑ στους 5 Ειδικούς εισηγητές,  οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης είναι εντελώς ανυπόστατοι και δεν βασίζονται σε αληθή δεδομένα». 

Διαβάστε επίσης: ΚΙΣΑ για ΕΛΑΜ: «Καμιά δοσοληψία με την άκρα μισαλλόδοξη δεξιά»

Keywords
Τυχαία Θέματα