Μαρτυρία:"Μας χώρισε ο Αττίλας-Σμίξαμε από τύχη-Σταμάτα, ακούεις;"

Κάποιες μέρες όπως η σημερινή, για κάποιες οικογένειες είναι διαφορετικές. Είναι το ξύπνημα απ’ τις σειρήνες, που φέρνει στον νου αυτές τις άσβεστες μνήμες της αποφράδας εκείνης μέρας ή καλύτερα των ημερών, του μαύρου Ιούλη του 1974. Μια απ΄ τις πολλές ιστορίες εισβολής, είναι και η ιστορία του Κωνσταντή Αρχιμανδρίτη και της γυναίκας του Μαρίτσας.

Το τυχαίο συναπάντημά τους με τα παιδιά τους, 18 μέρες μετά την εισβολή, έμελλε να τους σημαδέψει για πάντα. Η ιστορία αυτή ζωντανεύει μέσα απ’ τα λόγια της κόρης τους Φροσούς και του άντρα της του Σαββή. Σαράντα τέσσερα χρόνια ο Αττίλας και

τα μεχμετζίκ κρατούν με τον πιο βίαιο τρόπο τη μνήμη ανεξίτηλη. Τα μωρά της εισβολής έκαναν πια εγγόνια κι οι νιόπαντροι του πολέμου ανάγιωσαν δισέγγονα.

Η οικογένειά τους, όπως και χιλιάδες άλλες, ξεριζώθηκε διά της βίας από το Δίκωμο, για να πάει στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου, ακολούθως στο χωριό Πολιτικό και να καταλήξει στον Συνοικισμό της Ανθούπολης.

Πίσω στο χωριό είχαν μείνει ο πατέρας της Φροσούς, ο Κωνσταντής, μαζί με τη γιαγιά Μαρίτσα. Άγρυπνοι φρουροί, μαζί με άλλους 36 συγχωριανούς τους, έμειναν να κρατάνε Θερμοπύλες. Θερμοπύλες, σ' ένα χωριό όπου βαλλόταν από παντού. Στην περιοχή είχαν γίνει οι μεγαλύτερες μάχες του πολέμου. Δεκάδες στρατιώτες έβρισκαν καταφύγιο στο Δίκωμο. Άλλοι επέστρεψαν. Άλλα τόσα παλικάρια του χωριού άφησαν το φλιτζάνι με το τσάι που τους είχε κάνει ο παππούς 'μισόπιοτο', για να σπεύσουν στα πεδία των μαχών.

Το αντίο του ξεριζωμού

Δύο μέρες μετά το μαύρο Σάββατο του Ιούλη (1974), η οικογένεια του Σαββή μαζί με τα αδέρφια της Φροσούς, σφηνώθηκαν όπως - όπως στο παλιό οικογενειακό αυτοκίνητο, παίρνοντας τον δρόμο του ξεριζωμού. Πρώτος σταθμός το Μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου και ακολούθως το χωριό Πολιτικό. Κανείς δεν είχε τελικό προορισμό το χωριό αυτό. Μόνο που ο προσωρινός σταθμός στο χωριό, που είναι λίγο έξω από τη Λευκωσία, θα γινόταν ο τόπος διαμονής τους για χρόνια μετά. Η κάμαρη που νοίκιασαν με ό,τι οικονομίες είχαν, χώρεσε μέσα 'νιόνυμφους', βρέφη και παιδιά.

Η γιαγιά Μαρίτσα ήταν τυφλή. Δεν μπορούσε εύκολα να φύγει απ' το χωριό. Η μετακίνησή της δεν ήταν εύκολο πράμα να γίνει. Οι μέρες περνούσαν. Ο γερο Κωνσταντής με τη Μαρίτσα του στο Δίκωμο και... τα παιδιά τους στο Πολιτικό. Ο Κωστής ο Αρχιμανδρίτης, ήταν το στήριγμα της Μαρίτσας. Τις μέρες που έμειναν εγκλωβισμένοι στο χωριό δε, είχε γίνει το αποκούμπι της.

«Από τύχη σμίξαμε ξανά»

Ο γερο Κωνσταντής δούλευε στους δρόμους. Ήταν επιστάτης. Είχε αλισβερίσια, όπως έλεγε ο ίδιος, με πολλούς Τουρκοκύπριους. Τα τουρκικά του ήταν τόσα όσα να συνεννοείται με τους συναδέλφους του.

Το χωριό ερήμωνε μέρα με τη μέρα. Και γινότανε ορμητήριο του κατακτητή. Ο γέρο Αρχιμαντρίτης δεν εγκατέλειπε. Μάτωσε, όταν κατάλαβε την προδοσία. Μα πιο πολύ σάστισε, όταν παίχτηκε μπροστά του η παρτίδα της προδοσίας. Ήταν η στιγμή που ένας συνάδελφός του Τουρκοκύπριος τον είχε βρει στο χωριό και του 'σφύρισε' δυο λόγια, για να φύγει να σωθεί. Ο Κωνσταντής είχε βρει τον Τουρκοκύπριο συνάδελφό του στο σπίτι του γείτονά του, την ώρα που ετοιμαζόταν να του κλέψει το αυτοκίνητο, που ήταν γεμάτο βενζίνη.

"Ήντα που εν τούτα πράματα ρε που κάμνετε;" ρώτησε ο Κωνσταντής. "Κωνσταντή τζι εγώ πεμπάμενος είμαι...". Στο χωριό είχαν μείνει 38 χωριανοί. Ο Ερυθρός Σταυρός έκανε συχνές περιπολίες για να περιθάλψει τραυματισμένους στρατιώτες, να παράσχει τις πρώτες βοήθειες σε ανήμπορους και να μεταφέρει όσους μπορούσε σε ασφαλή μέρη. Το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού είχε σταματήσει μπρος στο σπίτι του γέρο Κωνσταντή και των παιδιών του.

Ο Κωνσταντής κι η Μαρίτσα μπήκαν στις 9 του Αυγούστου στο αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, μαζί με τους υπόλοιπους χωριανούς και πήραν τον μακρύδρομο να πάνε προς Λευκωσία. Κάτι σκόρπια λόγια για το πού είναι οι υπόλοιποι χωριανοί, καθοδήγησαν τον οδηγό να κατευθυνθεί προς τον δρόμο του Μαχαιρά.

Μας χώρισε ο Αττίλας, μας έσμιξε ο Θεός... μονολογούν όλοι στην οικογένεια κάθε χρόνο τέτοια μέρα.

Η διαδρομή του ξεριζωμού

Η διαδρομή πικρή. Η φυγή. Η εγκατάλειψη. Στο άγνωστο, χωρίς ελπίδα. Στο απόλυτο χάος. Εκεί που μόνο από θαύμα έβρισκε η μάνα το παιδί. Κάπου εκεί, ο οδηγός του βαν σταματά για να ζητήσει από έναν άντρα να δώσει νερό σε έναν γέρο που είχε διψάσει. Βρίσκονταν στο χωριό Ανάγυια.

Τότε ήταν που ο άντρας εκείνος τον ρώτησε από πού φέρνεις κόσμο ρε μάστρε. Που το Δίκωμο… έχω μαζί μου ένα γέρο μαζί με μια γιαγιά τυφλή…

Σταμάτα τζι άφησ' τους, ακούεις; Εν οι γονιοί μας τούτοι.., είπε στον οδηγό ο άντρας εκείνος…

Keywords
Τυχαία Θέματα