Κυπριακό και βουλευτικές

Σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές έγινε λόγος για την ανάγκη σύμπραξης ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, με στόχο να καθοδηγηθεί ως προς το Κυπριακό το 75% του πληθυσμού που εκπροσωπούν. Η συγκεκριμένη δήλωση (που προσομοιάζει με παρόμοια του Άντρου Κυπριανού πριν, περίπου, δέκα χρόνια) είναι άτοπη στην ουσία της, καθώς α) δεν ανταποκρίνεται στα ποσοστά των κομμάτων, ιδίως λαμβανομένης υπ’ όψιν της αποχής και β) όπως φάνηκε

εκ των πραγμάτων, η κομματική βάση δεν ακολουθεί άνευ όρων τις αποφάσεις της ηγεσίας στο εν λόγω ζήτημα. Μάλιστα, όπως έδειξε η εμπειρία του 2004, είναι πιο πιθανόν να συμβεί το αντίθετο.

Πέραν τούτων, όμως, η τοποθέτηση αυτή μπορεί να καταστεί αφορμή για τον διάλογο που γίνεται (ή που πρέπει να γίνει) σχετικά με τον ισχυρισμό διαφόρων πολιτικών παραγόντων ότι η Βουλή δεν έχει λόγο στο Κυπριακό. Από τη θέση αυτή επιχειρείται η «νομιμοποίηση» της άποψης ότι δεν είναι παράδοξη η υποψηφιότητα κομματικών συνδυασμών αποτελούμενων από άτομα διαφόρων ιδεολογικών τάσεων, ούτε αθέμιτη η ασαφής τοποθέτησή τους σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα.

Μια πρώτη απάντηση στο συγκεκριμένο επιχείρημα προκύπτει από την τοποθέτηση περί του 75%: Η δυναμική των κομμάτων δημιουργεί εντυπώσεις και μπορεί να διαμορφώσει κοινωνικοπολιτικές τάσεις και δυναμικές. Επιπλέον, διαφάνηκε στις πρόσφατες συζητήσεις για τον κρατικό προϋπολογισμό ότι, υπό τις κατάλληλες συγκυρίες, η κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση ενός κόμματος μπορεί να αποβεί καθοριστικός παράγοντας και για την Εκτελεστική Εξουσία. Κυρίως, όμως, η προαναφερόμενη οπτική αγνοεί το σημαντικότερο: Το Κυπριακό δεν είναι ένα πολιτικό ζήτημα αυθύπαρκτο. Επηρεάζεται και επηρεάζει διάφορες πτυχές της πολιτικής, της κοινωνίας και του καθημερινού μας βίου. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που αφορούν σε πολλαπλούς τομείς και επίπεδα θα έχουν αντίκτυπο και στο Κυπριακό. Είναι, λοιπόν, αφελές να θεωρούμε ότι η διαμορφούμενη από τη Βουλή πολιτική και θεσμική πραγματικότητα (μέσω των Επιτροπών Άμυνας, Εξωτερικών Υποθέσεων, Παιδείας και Πολιτισμού, Προσφύγων-Εγκλωβισμένων-Αγνοουμένων-Παθόντων κτλ) δεν θα έχει συνέπειες στο εθνικό ζήτημα.

Πρόκειται για την ίδια λογική που επέφερε την αδιαφορία της νέας γενιάς για το Κυπριακό: Μέσα στη γενικότερη απαξίωση της πολιτικής εξαιτίας των σκανδάλων, του πελατειακού κράτους, της αδυναμίας παροχής ασφάλειας και οράματος στους νέους (σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο), το ενδιαφέρον για το Κυπριακό (που παρουσιάζεται απλώς ως ένα πολιτικό θέμα) είναι μειωμένο. Το φαινόμενο αυτό έγκειται στην αποτυχία να διαχωριστεί το εθνικό μας ζήτημα από τις υπόλοιπες πολιτικές υποθέσεις και να καταστεί κοινός τόπος ότι δεν πρόκειται για ένα ακόμα πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά για έναν παράγοντα που αφορά στην οικονομία, στην ασφάλεια, στην καθημερινότητα, στην ταυτότητα και, εν τέλει, στην ίδια την επιβίωσή μας (ατομική και εθνική).

Συνελόντι ειπείν, το επιχείρημα περί μη σύνδεσης του Κυπριακού με τις βουλευτικές εκλογές είναι αφ’ ενός παραπλανητικό και απλοποιημένο και αφ’ ετέρου συμβάλλει στη διαιώνιση μιας λανθασμένης αντίληψης και νοοτροπίας, που αποξενώνει κυρίως τους νέους από μια πτυχή του περιβάλλοντος, της καθημερινότητας και της ταυτότητάς τους.

Μιχάλης Σταυρή
[email protected]

Keywords
Τυχαία Θέματα