Ιστορία ως αξιολογική κρίση ή ιστορία κατά προτίμηση;

Μέρος Α΄

Η πρόσφατη απόφαση του προέδρου Αναστασιάδη και του ηγέτη του κατοχικού καθεστώτος Μουσταφά Ακκιντζί για τη σύσταση δικοινοτικής επιτροπής για τη παιδεία είναι έχει πολύ μεγαλύτερη διάσταση απ' ό,τι φαινομενικώς υποδεικνύει αυτή η πολιτική απόφαση, Η καταγραφή της ιστορίας του Κυπριακού ζητήματος είναι θελκτικό και συνάμα ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Θελκτικό, γιατί κάθε προσπάθεια καταγραφής και κατανόησης του προσφάτου ιστορικού παρελθόντος προκαλεί μονίμως την περιέργεια που αναδίδουν τα ερωτήματα του τι έγινε, πως έγινε και γιατί έγινε, δεδομένου ότι οι συνέπειες αυτού του παρελθόντος

άπτονται του παρόντος. Ριψοκίνδυνο, γιατί οι συνέπειες του χθες βιώνονται ως συνέπεια στο σήμερα και οποιαδήποτε γεγονοτολογική καταγραφή και ερμηνεία του πρόσφατου παρελθόντος που δεν συνάδει είτε με την «επίσημη» είτε με την «ανεπίσημη» εκδοχή προκαλεί έντονες αντιδράσεις που μπορούν να αρχίσουν από πολιτικοποιημένη απόρριψη και να φθάσουν μέχρι τη δολοφονία χαρακτήρων.

Πολλοί στρέφονται ενάντια στην «Ιστορία» γιατί την ερμηνεύουν περισσότερο ως την πολιτική αιτία, και μάλιστα σε ιδεολογικό πλαίσιο, παρά ως την απάντηση στα σημερινά προβλήματα που άπτονται και, κατά το πλείστον, επηρεάζουν το παρόν. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χρόνο να επαναλαμβάνεται μία μανιχαϊστική νοοτροπία που να καταλήγει σε ελαττωματική αίσθηση της ιστορίας, καταφυγή στη ψύχωση, σε τάσεις περιφρόνησης της αλήθειας, έστω και όταν αυτή αποδεικνύεται εκ των γεγονότων, και σε μακάρια ικανοποίηση μέσα από την μυθοπλασία που να δικαιολογεί, με μία τάση ναρκισσισμού, το παρόν.

Στο τέλος, αυτού του είδους η «Ιστορία» αναγκαστικά δραπετεύει από το επιστημονικό πεδίο και μπαίνει στην καθημερινή μας ζωή ως μία φασματική εκδοχή του παρελθόντος μόνο και μόνο για να έχει πρακτική χρησιμότητα στις πολιτικές επιλογές και τους πολιτικούς προσανατολισμούς του παρόντος. Αυτή η «Ιστορία» λειτουργεί στα μάτια πολλών ως το δικαστήριο που δικαιώνει τις ψυχώσεις τους, τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και μέσα από αυτές τις αυταπάτες που τους κάνουν να αισθάνονται εσαεί δικαιωμένοι.

Αυτό το θεωρώ, μέχρι ενός σημείου, δικαιολογημένο και αναπότρεπτο λόγω των ιστορικών εμπειριών που βίωσε η Κύπρος. Εδώ, όμως, αναδεικνύεται η σημασία του κριτικού ρόλου του ιστορικού και της ιστοριογραφίας. Ρητορικώς, όλοι επικαλούνται την ιστορική κριτική στην πράξη όμως δύσκολα μπορεί κανείς να τη διακρίνει από την πολιτική θέση και ενίοτε από την ιδεολογική ψύχωση.

Στην Κύπρο είναι αναγκαίο η επιστημονική έρευνα να κάνει ευδιάκριτη τη διαφοροποίησή της από την πολιτική. Η ανάμειξη της πολιτικής στην ιστορία επιδιώκει ουσιαστικά να διαμορφώσει ένα «πρακτικό παρελθόν» το οποίο να είναι βολικό για το παρόν, όπως ακριβώς επιδιώκεται με τη πολιτική απόφαση για τη σύσταση δικοινοτικής επιτροπής για τη παιδεία. Η διαφοροποίηση ανάμεσα στο παρελθόν που επεξεργάζονται οι επιστήμονες ιστορικοί και εκείνο που κατασκευάζει η πολιτική (ενίοτε με τη βοήθεια της δημοσιογραφίας), μάς βοηθά να αντιληφθούμε και μία σχέση που υπήρξε εξαιρετικά προβληματική για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή επιστημονική κουλτούρα. Πιο συγκεκριμένα μάς βοηθά να αντιληφθούμε τη σχέση ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στη συστηματική ανάλυση του αντικειμένου και του παραλογισμού της προκρούστειας προσαρμογής των γεγονότων στις πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες του παρόντος.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι στην κοινωνία μας, όπως και σε άλλες κοινωνίες, υπάρχουν αντιθέσεις για την ερμηνεία της ιστορίας που δεν μπορούν να γεφυρωθούν και αυτό είναι χαρακτηριστικό της ιστορίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Επομένως, η διαμεσολάβηση της πολιτικής, είτε κρατικής είτε κομματικής, δημιουργεί προϋποθέσεις δέσμευσης της ιστορίας και της ιστορικής κριτικής σε πολιτικές σκοπιμότητες. Η ιστοριογραφία σήμερα στην Κύπρο έχει ανάγκη της αποδέσμευσής της από την πολιτική. Με άλλα λόγια, ο επιστήμονας ιστορικός θα πρέπει να προσεγγίζει τη σχέση και την εξέλιξη της κοινωνίας μας στον ιστορικό χρόνο έξω από τα όρια της πολιτικής πρακτικής. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη της ιστορίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο άσκησης πολιτικής κανενός κόμματος και καμιάς ιδεολογικής ομάδας. Έτσι, ο ιστορικός πρέπει να διαχωρίζει την ιστορική κριτική από τις επιθυμίες του (επιστημονική εντιμότητα), προσπαθώντας να αναλύσει τα κλασικά ερωτήματα του τί έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε, δηλαδή το ιστορικό, από το τί μπορούσε ή τί ήθελε ο ιστορικός να γίνει, δηλαδή το ουτοπικό-φαντασιακό.

Η επιστημονική ιστορία δεν προσφέρεται ως ένα πλαίσιο πολιτικών αξιών ούτε μπορεί να καταλήξει σε χρησιμοθηρικά αφηγήματα που να δικαιολογούν, και ακόμη περισσότερο να νομιμοποιούν, μία ιδεολογική σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Επιπλέον, η ιστορική μνήμη δεν μπορεί στα πλαίσια της επιστημονικής συγγραφής της ιστορίας να μετατρέπεται σε πολιτικό ναρκισσισμό ή στην αντίθετη περίπτωση σε πολιτική αντίσταση και, ακόμη χειρότερα, να εντάσσεται σε τεχνικές και μηχανισμούς ελέγχου από ομάδες που έτυχε να ασκούν εξουσία με ημερομηνία λήξης.

Τέλος, αυτό που δεν είναι συμβατό με την κριτική ιστορία είναι η εργαλειοποίηση του ιστορικού ο οποίος μέσα από την πολιτική και ιδεολογική του στράτευση (βλ. ψύχωση) επιχειρεί να διαμορφώσει παραστάσεις που διευκολύνουν την πολιτική διαχείριση του παρόντος μέσα από επιλεκτικά απομεινάρια του παρελθόντος. Συνεπώς, η συγγραφή της επιστημονικής ιστορίας είναι πρωτίστως πρόκληση στην προσωπική ακεραιότητα του ιστορικού αλλά και στην υπευθυνότητά του ως πολίτη.

Ιστορία ως αξιολογική κρίση ή ιστορία κατά προτίμηση;

Μέρος Β'

Στην επιστημονική συγγραφή της πολιτικής ιστορίας, όποια μέθοδο και να χρησιμοποιήσει ο ιστορικός, το τελικό προϊόν είναι καρπός αξιολογικής και κριτικής έρευνας. Το αποτέλεσμα της έρευνας παράγει γνώση, η οποία υπάγεται σε ένα συγκεκριμένο διττό καταναγκασμό: α) η ιστορία ως παρελθόν παρήλθε, συνεπώς μπορούμε να το αντιληφθούμε και να το κατανοήσουμε μέσα από τα υπολείμματά του, δηλαδή τις πηγές, είτε γραπτές είτε άγραφες. Δεν μπορεί ο ιστορικός να έχει πλήρη εποπτεία ούτε της διάστασης αλλά ούτε της εξέλιξης των γεγονότων. Κατά συνέπειαν, η συγγραφή της ιστορίας γίνεται αποκλειστικά μέσω αυτών των υπολειμμάτων, β) η περιγραφή των γεγονότων και η αξιολογική ανάλυσή τους, δηλαδή η ερμηνεία τους, εναπόκειται αποκλειστικά στον ιστορικό. Με άλλα λόγια, ό,τι γνωρίζουμε ως ιστορία είναι αποτέλεσμα της σκέψης και της προσπάθειας του ιστορικού να συλλάβει το παρελθόν μέσα στο πλαίσιο του παρόντος.

Αυτός ο διττός καταναγκασμός, δηλαδή του συνδυασμού των πηγών και της αξιολογικής χρήσης τους από τον ιστορικό, εγκυμονεί ένα μόνιμο κίνδυνο: να μορφοποιηθεί ιστοριογραφικώς το χθες στη βάση των ερωτημάτων και των πολιτικών αναγκών που θέτει το παρόν, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν, το οποίο ονομάζεται «ιστορία», να είναι απολύτως εξηρτημένο από τον ύστερο εξορθολογισμό, δηλαδή την εκ των υστέρων θέση του ιστορικού. Αυτός ο κίνδυνος μπορεί να οδηγήσει στην στρατευμένη ιστοριογραφία (ή προκρούστεια αντίληψη του παρελθόντος) στο πλαίσιο της οποίας, ο ιστορικός «ερευνά» και «αναλύει» προκειμένου να αποδείξει θέσεις και σκοπιμότητες του παρόντος και όχι στο να αναζητήσει την αλήθεια. Μέσα σε αυτή τη λογική οι ιστορικές πηγές φαίνονται πως δημιουργήθηκαν μόνο για να λύνουν προβλήματα του παρόντος και υπάρχουν για να ικανοποιούν αποκλειστικά το δικό μας ενδιαφέρον.

Κατ' αρχάς, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι πηγή στην πολιτική ιστορία. Υπάρχουν δύο κατηγορίες οι γραπτές και οι προφορικές πηγές. Σε πιο εξειδικευμένη τυπολογία μπορούμε τις πηγές, είτε γραπτές είτε προφορικές, να τις διακρίνουμε σε πρωτογενείς και δευτερογενείς, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία επί του προκειμένου θέματος. Η ουσία έγκειται στη μεθοδολογία χρήσης, δηλαδή ανάλυσης των πηγών. Ο ιστορικός για να αποφύγει τον προαναφερθέντα κίνδυνο θα πρέπει να ακολουθήσει κάποια βήματα στη βάση συγκεκριμένων ερωτημάτων.

Πρώτα απ' όλα θα πρέπει να τοποθετήσει την πηγή στο ιστορικό της πλαίσιο, το οποίο καθορίζεται από δύο συνισταμένες που προσδιορίζουν την ιστορία ως γεγονός, δηλαδή το χώρο και το χρόνο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ιστορικός αναζητεί: α) το δημιουργό, δηλαδή το υποκείμενο της πηγής και τις πληροφορίες που υπάρχουν για αυτόν, β) το χώρο (που) και το χρόνο (πότε) δημιουργίας της πηγής, γ) το σκοπό δημιουργίας της πηγής και δ) σε ποιους απευθύνεται η πηγή.

Σε δεύτερο στάδιο θα πρέπει να κατατάξει την πηγή, δηλαδή να προσδιορίσει σε ποιο είδος ανήκει (πχ. επίσημο έγγραφο, δήλωση σε δημοσιογράφους κτλ.). Χρονικώς, η πηγή είναι προϊόν των γεγονότων που περιγράφει ο ιστορικός ή αποτελεί μεταγενέστερο υλικό; Αν είναι μεταγενέστερη, ποια η χρονική απόσταση και σε ποιες πληροφορίες στηρίχθηκε (π.χ. εξ ακοής πληροφορία); Σε αυτό το στάδιο είναι σημαντικό να προσδιοριστεί το που βρέθηκε και πως διασώθηκε η πηγή.

Το τρίτο στάδιο είναι πιο αναλυτικό και έχει να κάνει με την κατανόηση της πηγής από τον ίδιο τον ιστορικό. Εδώ είναι αναγκαίο να κατανοηθεί το θέμα της πηγής, τις βασικές ιστορικές έννοιες που συνδέονται με το θέμα που πραγματεύεται ο ιστορικός. Επιπλέον, ένα εξαιρετικά δύσκολο βήμα σε αυτό το στάδιο είναι η κατανόηση της άποψης του δημιουργού της πηγής για το θέμα και των προβλημάτων που μπορούν να επισημανθούν, καθώς επίσης και το αποτέλεσμα που ανεμένετο από το υποκείμενο, δηλαδή το δημιουργό της πηγής.

Τελευταίο είναι το στάδιο της αξιολόγησης της πηγής. Εδώ ο ιστορικός θα πρέπει να προσδιορίσει το «ειδικό βάρος» της πηγής απαντώντας στα ερωτήματα του πόσο χαρακτηριστική είναι η πηγή για την αποχή που εκφράζει, εάν υπάρχουν και άλλες πηγές το ιδίου είδους και κατά πόσο η συγκεκριμένη πηγή παρουσιάζει διαφορές από άλλες πηγές τις ιδίας εποχής. Τέλος, σε αυτό στάδιο καθοριστικό ερώτημα αξιολόγησης είναι ο προσδιορισμός της οπτικής του υποκειμένου της πηγής, δηλαδή προέρχεται από νικητές, από ηττημένους, από συμμάχους, από εχθρούς;

Οι πηγές καθίστανται τεκμήρια του παρελθόντος, στο βαθμό που η ικανότητα και η αξιοπιστία του ιστορικού διακρίνει τη σημασία που είχαν στο παρελθόν και όχι αυτή που η «ιστορία κατά προτίμηση» τους αποδίδει στο σήμερα. Η γνώση της ιστορίας θα πρέπει να αναδύεται αβίαστα από τη σχέση ότι από το παρελθόν προέρχονται οι πηγές και από το παρόν η αξιολόγησή τους. Συνεπώς, οι πηγές δημιουργήθηκαν στο παρελθόν και αναφέρονται σε άλλους εκτός από τον ίδιο τον ιστορικό και ό,τι ενδιαφέρει τις πολιτικές ή ιδεολογικές του θέσεις. Ποτέ οι πηγές δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τεκμήρια μέσω των οποίων οι άνθρωποι του παρελθόντος συμβάλλουν συνειδητά στην εικόνα που σχηματίζει σήμερα ο ιστορικός γι' αυτούς. Σε τελική ανάλυση, ο επαγγελματίας ιστορικός θα πρέπει να ισορροπήσει μέσα σε ένα οξύμωρο σχήμα: ότι δηλαδή οι πηγές έρχονται από το παρελθόν μέσα από την οπτική του παρόντος και η αξιολογική χρήση τους δεν θα πρέπει να αποβλέπει στο να αιχμαλωτίσει το χθες, το οποίο θα είναι κατά προτίμηση και εκ των προτέρων γνωστό στον ιστορικό. Γιατί τότε η έρευνα υπηρετεί μόνο σκοπιμότητες και ενίοτε ψυχώσεις πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα και η μόνη της αξία είναι ο σκοπός και οι συνέπειές της, δηλαδή οι δεσμεύσεις του «ιστορικού» και οι προσδοκίες όλων εκείνων που θα τη χρησιμοποιήσουν.

Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Τα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι αυτή του Sigmalive.com

Keywords
Τυχαία Θέματα