Η κυπριακή εμπειρία του Αρχιεπίσκοπου Ποιητή Στυλιανού Χαρκιανάκη

Η είδηση για την κοίμηση του Σεβασμιώτατου Αρχιεπίσκοπου Αυστραλίας Στυλιανού, ο οποίος απεβίωσε ανήμερα της 25ης Μαρτίου σε ηλικία 83 χρονών στο μακρινό αλλά τόσο οικείο για τον ελληνισμό της Κύπρου Σίδνεϊ, είναι μια αφορμή, μέσα στη θλίψη για τον χαμό μιας μεγάλης ηγετικής μορφής της Ορθοδοξίας, να μνημονεύσουμε και να αποτίσουμε φόρο τιμής και στον διανοούμενο,

στοχαστή και ποιητή Στυλιανό Χαρκιανάκη, ο οποίος είχε μια θερμή σχέση με τους πνευματικούς δημιουργούς και την ακαδημαϊκή κοινότητα της Κύπρου.

Άνθρωπος με βαθύτατη καλλιέργεια και παιδεία, γνήσιος φιλόσοφος και ποιητής, ο Στυλιανός Χαρκιανάκης σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και συστηματική θεολογία και φιλοσοφία της θρησκείας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, οπού ανάμεσα στους διδάσκαλούς του συμπεριλαμβανόταν ο Καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ, ο μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Πατριαρχικού Ινστιτούτου Πατερικών Μελετών στη Μονή Βλατάδων, καθηγητής Συστηματικής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ιδρυτής και πρώτος κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέα στο Σίδνεϊ και για πάνω από 40 χρόνια δίδαξε θεολογία και πνευματικότητα στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.

Μέσα από τη θητεία του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά και χάρη στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον που είχε για την ποίηση ως βαθυστόχαστος κριτικός και προικισμένος δημιουργός, ανέπτυξε μια στενή φιλία με τον κορυφαίο νεοελληνιστή Γ. Π. Σαββίδη, η οποία στάθηκε αφορμή για να προσκληθεί, το 1996, σε ένα από τα πρώτα συμπόσια που οργανώθηκαν στο νεοϊδρυθέν τότε Πανεπιστήμιο Κύπρου με πρωτοβουλία του καθηγητή Μιχάλη Πιερή, με τον οποίο επίσης τον συνέδεε μια μακροχρόνια φιλική σχέση.

Το συμπόσιο με θέμα «Γιώργος Σεφέρης: Φιλολογικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις» ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του πρόσφατα εκλιπόντος Γ. Π. Σαββίδη και η εμπεριστατωμένη και πεφωτισμένη εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού για την ποιητική εικόνα του Σεφέρη, η οποία αποτέλεσε την εναρκτήρια διάλεξη της επιστημονικής αυτής συνάντησης εμπλουτίζει μέχρι σήμερα τον τόμο των Πρακτικών (εκδ. Πατάκη, 1997) που έμελλε να είναι η πρώτη ακαδημαϊκή εκδοτική παρέμβαση του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Εκείνη την εποχή, ο Αρχιεπίσκοπος Ποιητής, ο οποίος είχε εκδώσει 19 από τις 27 ποιητικές συλλογές που μας άφησε ως παρακαταθήκη, και είχε τιμηθεί με το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών (1980), ήδη γνώριζε και αλληλογραφούσε με τον Κώστα Μόντη, όπως μαρτυρούν τα γράμματά τους, σε ένα από τα οποία, του 1983, ο μεγάλος ποιητής της Κύπρου γράφει στον ομότεχνό του: «Μου άρεσε πάρα πολύ η ποίησή σου. Πολλοί στίχοι σου με σταμάτησαν και με ανάγκαζαν να τους ξαναδιαβάσω και να προβληματιστώ. Κρύβεις μια τραγικότητα που της κλείνεις επίμονα τους κρουνούς, μα που ο προσεχτικός αναγνώστης την ιχνηλατεί». Και ταυτόχρονα απολογείται στον πατέρα της Εκκλησίας για τη στάση προς τον Θεό που εκδηλώνει στην ποίησή του: «Μη με παρεξηγείς για όσα λέω κάπου-κάπου για τον Θεό. Πιστεύω ότι συνεννοούμαι μαζί Του». Η απολογία αυτή πηγάζει περισσότερο από τον σεβασμό του Μόντη προς τον Αρχιεπίσκοπο, καθώς ο ποιητής Χαρκιανάκης επίσης λάτρευε τον Θεό μέσα από τις λέξεις, όπως δηλώνει ο ίδιος σε ένα ποίημα του από τη συλλογή «Στη δοκιμή του φέγγους» (εκδ. Δόμος, 1992). Στον ποιητικό λόγο του, όπως σημειώνει ο Μ. Πιερής σε μια κριτική του, υπάρχει «ηθελημένη σύγκλιση, ενίοτε και ταύτιση, ανάμεσα σε καλλιτεχνική και θεολογική αγωνία», ενώ η αποστροφή προς το θείο συχνά δημιουργεί στον αναγνώστη «την αίσθηση ότι διαβάζει ένα ποίημα πολύ πιο γήινο, βαθύτατα αισθησιακό ή και γυμνά ερωτικό που αβίαστα θα μπορούσε να ενταχθεί στην ποιητική παράδοση της ερωτικής προσέγγισης του θείου». Αυτή η συνύπαρξη του αισθησιακού ποιητή, στοχαστικού διανοουμένου και αφοσιωμένου κληρικού στην ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου και ιεράρχη Στυλιανού Χαρκιανάκη διαφαίνεται και στο εύρος της φιλολογικής θεώρησής του και του επιτρέπει το ίδιο αβίαστα να εντρυφήσει στη μελέτη της συστηματικής θεολογίας και ταυτόχρονα να εκτιμήσει τον άφθαστο λυρισμό της λιτότητας στον Καβάφη και τον Σεφέρη, την ποιητική εικονολατρία του Ρίτσου και του Λειβαδίτη, τα επέκεινα και τα ενθάδε στον Πεντζίκη, αλλά και την αξία και ιερότητα της ποίησης, όπου «κάθε προσπάθεια να επικοινωνήσεις με τον άλλο […] είναι πρωτίστως εξομολόγηση», όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος στη διάλεξή του στο Συμπόσιο Σεφέρη.

Κατά την παραμονή του στην Κύπρο το 1996, η οποία τον απέσπασε από τα ποιμενικά και ακαδημαϊκά καθήκοντά του για δέκα ολόκληρες μέρες, ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός συναντήθηκε με τους ιεράρχες της Εκκλησίας της Κύπρου και τους λοιπούς παράγοντες του δημόσιου βίου, συναναστράφηκε με ποιητές, λογοτέχνες και απλούς ανθρώπους, φρόντισε να ενημερωθεί για την πνευματική ζωή του τόπου και στο τέλος της επίσκεψής του, ανταπέδωσε την τιμή, απονέμοντας στον Κώστα Μόντη και τον Γιώργο Φιλίππου Πιερίδη τον Μεγαλόσταυρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Έκτοτε διατήρησε τους φιλικούς δεσμούς του με την Κύπρο και συνέχισε, όπως και τα προηγούμενα 20 χρόνια, να στηρίζει τους χιλιάδες Κυπρίους που επέλεξαν την Αυστραλία ως δεύτερη πατρίδα τους.

Σήμερα, στο τελευταίο ταξίδι του, τον συνοδεύουν οι στίχοι του. Γιατί είχε την επίγνωση ότι «η ζωή δεν πορεύεται με αγκυλώσεις».

Keywords
Τυχαία Θέματα