Η ανάγκη αλλαγής πλεύσης

Χαρακτηριστικό στοιχείο της σύγχρονης ιστορίας μας είναι η εναπόθεση της λύσης ενός προβλήματος μας στους ξένους, όταν οι πολιτικοί μας δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν. Πολλοί συμπολίτες μας αυτές τις ημέρες αισθάνονται απογοητευμένοι από τον τρόπο που η Ευρωπαϊκή Ένωση αντέδρασε στην νέα εισβολή της Τουρκίας, αυτή τη φορά όχι στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά στη Θαλάσσια Αποκλειστική της Ζώνη. Είναι κατανοητό αυτό το αίσθημα δυσφορίας προς την Ευρώπη αφού το αφήγημα της ένταξής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη

βασίστηκε στην εξασφάλιση της ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο και της ευημερίας των πολίτων της, χωρίς ποτέ εντέχνως να μας αναφέρουν το τίμημα που θα έπρεπε να καταβάλουμε. 

Το παράδοξο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος έγκειται στο γεγονός ότι το συμφέρον ενός Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δε συνάδει απαραίτητα και με το συμφέρον των υπολοίπων Κρατών-Μελών της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φέρεται εμπράκτως, με την επιβολή κυρώσεων έναντι της Τουρκίας, να παίρνει θέση υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας, δείχνοντας ως έναν βαθμό την αλληλεγγύη της, και από την άλλη να μην επιθυμεί την ολική ρήξη μαζί της αφού κάτι τέτοιο θα έβαζε σε κίνδυνο τις σχέσεις και τα συμφέροντα των άλλων Κρατών-Μελών της. Από τη μία δηλαδή καταδικάζουν την Τουρκική επιθετικότητα και από την άλλη την προμηθεύουν με τελευταίας γενιάς πολεμικά υποβρύχια.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες όπου το εθνικό συμφέρον εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερτερεί έναντι μιας επιθετικής ενέργειας από τρίτη χώρα σε χώρα Κράτους Μέλους, ίσως καθίσταται αναπόφευκτη      η επαναχάραξη μιας εθνικής στρατηγικής βασισμένης κυρίως στις δικές μας δυνάμεις και τους φυσικούς μας συμμάχους στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Για να πραγματωθεί μια τέτοια αλλαγή στην εθνική μας στρατηγική αλλά και να στεφθεί με επιτυχία θα πρέπει να επανεξετάσουμε και να αναγνωρίσουμε σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο τα τυχόν σφάλματα της εξωτερικής μας πολιτικής.

Ένα από τα σημαντικότερα σφάλματα της εξωτερικής μας πολιτικής εδράζεται στο γεγονός της δυσκολίας μας να αναγνωρίσουμε συμμάχους οι οποίοι θα προσθέσουν αθροιστικά στο συντελεστή ισχύος της χώρας μας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσπάθειας αποτελεσματικής αύξησης ισχύος είναι το Κράτος του Ισραήλ.

Η στρατηγική επιλογή της Τουρκίας να διαλέξει να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου οδήγησε άμεσα το Κράτος του Ισραήλ στην αναθέρμανση των σχέσεων του με την Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Κυπριακή Δημοκρατία, και τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών η αντιπαράθεσή τους με την Τουρκία. Το Κράτος του Ισραήλ αντιλαμβάνεται ότι η συσπείρωση του εν λόγο άξονα θα είναι ικανή να δημιουργήσει ένα σοβαρό γεωπολιτικό αντίβαρο στην ισχύ της Τουρκίας.

Είναι γεγονός ότι οι τριμερείς συμμαχίες που η Κυπριακή Δημοκρατία προωθεί μεταξύ Ελλάδος - Ισραήλ και Ελλάδος – Αιγύπτου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά ακόμα βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο χωρίς απτά αποτελέσματα.

Πρόσφορο έδαφος για την περεταίρω εμβάθυνση των σχέσεων των ανωτέρω τεσσάρων κρατών προσφέρει η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και η εκμετάλλευση και διάθεση τους τόσο στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης όσο και στις αγορές της Ασίας. Η ανάπτυξη των εν λόγο κοιτασμάτων θα προσελκύσει μεγάλα κεφάλαια από θεσμικούς και στρατηγικούς επενδυτές τα οποία θα μεγιστοποιήσουν την ισχύ των συμμαχιών απλώνοντας μια ομπρέλα προστασίας πάνω από την περιοχή.

Τότε και μόνο τότε θα μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να μιλάει για ισχυροποίηση της θέσης της. Όχι σαν ξεχωριστή οντότητα ή σαν Μέλος μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που ταλανίζεται από τους ανταγωνισμούς των εταίρων της και κυρίως από την εθνικιστική πολιτική της Γερμανίας, η οποία επιδιώκει για ακόμη μια φορά να εξελιχθεί σε παγκόσμια ηγεμονική δύναμη, αλλά ως μέλος μιας νέας «Le Petite Endente» (Μικρά Εγκάρδιο Συνεννόησίν) η οποία θα μπορεί να έχει λόγο σε διάφορα κέντρα αποφάσεων είτε εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και την Κίνα.

Το Ισραήλ καθώς επίσης και ένα μεγάλο μέρος του Αραβικού κόσμου εμφανώς προβληματισμένο από τις διακηρύξεις της Τουρκίας περί νέο-οθωμανισμού, τις «ερωτοτροπίες» του Ερντογάν με το Ισλαμικό Κράτος, τις δοσοληψίες του με το θεοκρατικό Ιράν, τις πυρηνικές του βλέψεις (πυρηνικό εργοστάσιο Ακκουγιού), και την παραλαβή του αντιπυραυλικού συστήματος S-400 αντιλήφθηκαν την φενάκη της φιλίας  τους με την Τουρκιά και αναζήτησαν τους φυσικούς τους συμμάχους στη ΝΑ Μεσόγειο. Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και η Κυπριακή Δημοκρατία. Θα πρέπει να κάνει ρεαλιστικά βήματα προς την κατεύθυνση μεγιστοποίησης της ισχύος της μακριά από εμμονές και φαντασιώσεις αξιοποιώντας τη γεωπολιτική της υπεραξία, χρησιμοποιώντας σαν αιχμή του δόρατος της τους υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου.

Αξίζει να θυμηθούμε για άλλη μια φορά τα λόγια του Ελευθέριου Βενιζέλου από το Βήμα της Βουλής των Ελλήνων τον Οκτώβριο του 1911 «…τα κράτη είναι αδύνατον να μεγαλουργήσουν άνευ ενδελεχούς εργασίας, άνευ συστηματικής και ενδελεχούς παρασκευής των μέσων, δια των οποίων δύνανται να διαγωνισθούν εις τον αγώνα του πολιτισμού προς τα αλλά έθνη, τα αντίπαλα, ότι τα έθνη εκείνα τα οποία ζητούν δι’ επαιτείας να προάγουν τα συμφέροντά των, δεν εμπνέουν σε πάντα αμερόληπτον κριτή παρά μόνον περιφρόνησίν…».  

*Υπεύθυνος Στρατηγικών Σχέσεων  της Modus Operandi Capital Management

Keywords
Τυχαία Θέματα