Γιωρκάτζη: Δύσκολη η πώληση των περιουσιακών της Λαϊκής

Καθόλου εύκολη δεν είναι η επιτυχής πώληση των εναπομεινάντων περιουσιακών στοιχείων της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, σύμφωνα με την Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Χρυστάλλας Γιωρκάτζη.

Η κα Γιωρκάτζη μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής,

ανέφερε ότι οι δυσκολίες που προκύπτουν έχουν να κάνουν με εξωγενής παράγοντες, όπως η οικονομική κατάσταση των θυγατρικών, η αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου των εργασιών τους και παροχής στήριξης από τη Λαϊκή, τη δύσκολη οικονομική και πολιτική κατάσταση των χωρών λειτουργίας τους και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους, το οποίο απαιτεί λήψη εγκρίσεων και τήρηση των νόμων της κάθε χώρας ξεχωριστά για επίτευξη της πώλησης.

«Όλα αυτά επηρεάζουν αρνητικά το ενδιαφέρον των επενδυτών και των επενδυτικών συμβούλων», ανέφερε και έφερε ως παράδειγμα την περίπτωση της Marfin Bank Romania, για την οποία υπεγράφη σύμβαση πώλησης τον Δεκέμβριο του 2015 και παρόλο που έχουν παρέλθει 14 μήνες και έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες ενέργειες εκ μέρους της Λαϊκής, δεν έχουν ακόμη ληφθεί όλες οι απαιτούμενες εγκρίσεις από τις ξένες εποπτικές αρχές για ολοκλήρωση της πώλησης.

Αντιφάσεις στα παράπονα

Επιπλέον, η κα Γιωρκάτζη επιχείρησε να αποκρούσει τα παράπονα ου εκφράζονται για τις σοβαρές καθυστερήσεις που παρατηρούνται για την διαχείριση και πώληση των περιουσιακών στοιχείων, λέγοντας ότι αυτά εκφράζουν αντιφάσεις.

«Αφενός ασκείται κριτική για καθυστέρηση στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής, με αποτέλεσμα στη μείωση της αξίας, και αφετέρου ζητείται να μην προχωρήσει η πώληση των τριών κύριων περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή, οι επενδύσεις σε Τράπεζα Κύπρου, IBG και Lombard Bank Malta, προβλέποντας ότι θα υπάρξει άνοδος στην αξία τους στο απώτερο μέλλον», τόνισε

Για τον ΣΥΚΑΛΑ

Όσον αφορά την πρόταση του ΣΥΚΑΛΑ για μεταβίβαση της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας στους πιστωτές της τράπεζας, η διοικητής επισήμανε πως η Αρχή Εξυγίανσης είχε τοποθετηθεί θετικά και αυτή η θέση έχει επανειλημμένα εκφραστεί, τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς, προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων και, ειδικότερα, στις Επιτροπές Οικονομικών και Θεσμών που είχαν ασχοληθεί με το θέμα. Αυτό, όπως είπε, έγινε πάντα με την θέσπιση νομοθεσίας που να μην συγκρούεται με το κοινοτικό κεκτημένο που διέπει την ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Υπενθύμισε, δε, ότι το Υπουργείο Οικονομικών είχε κληθεί να απευθυνθεί στο Γενικό Εισαγγελέα και να θέσει το ερώτημα κατά πόσο είναι νομικά εφικτή η μεταφορά της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας στους πιστωτές της.

Στην απάντησή το, όμως, ο Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε τη γνώμη ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια δεν είναι νομικά εφικτή με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και τυχόν νομοθετική ρύθμιση για επίτευξη του εν λόγω σκοπού αντιβαίνει στις πρόνοιες της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας.

«Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Αρχή Εξυγίανσης, με βάση τα όσα επιβάλλει ο Νόμος και τα σχετικά διατάγματα που έχουν εκδοθεί τον Μάρτιο του 2013 βάσει του Νόμου για την εξυγίανση της Λαϊκής Τράπεζας, τα οποία υπενθυμίζω προνοούν την πώληση εργασιών και περιουσιακών στοιχείων, προχωρεί με τις διαδικασίες για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας», πρόσθεσε.

Τι συνέβη με τις θυγατρικές

Αναφορικά γενικότερα με την κριτική που γίνεται για την καθυστέρηση στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει η Λαϊκή Τράπεζα, τα οποία αποτελούνται από επενδύσεις σε θυγατρικές τράπεζες σε Ελλάδα, Μάλτα, Σερβία, Ρουμανία και Ουκρανία, η κα Γιωρκάτζη, προχώρησε σε μια σειρά εκτενών παρατηρήσεων, οι οποίες επιχειρούν να θέσουν την όλη συζήτηση σε ένα πιο «λογικό» πλαίσιο.

Συγκεκριμένα, όπως είπε, κατά τον πρώτο χρόνο της εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας, οι προσπάθειες είχαν επικεντρωθεί στη σταθεροποίηση της οικονομικής θέσης των θυγατρικών και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πελατών και καταθετών, η οποία είχε διαταραχθεί από το γεγονός ότι ο κύριος μέτοχος/ιδιοκτήτης τους είχε τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης και, συνεπώς, αδυνατούσε να παράσχει την απαιτούμενη κεφαλαιακή και ρευστοτική στήριξη σε περίπτωση ανάγκης.

Ωστόσο, πρόσθεσε, είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες για πώληση μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων (Marfin Bank Ukraine και ΑΕΔΑΚ Ελλάδος – θυγατρική εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων), οι οποίες τελικά δεν καρποφόρησαν.

Αρχές του 2014, η Ειδική Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας, με οδηγίες της τριμερούς τότε Αρχής Εξυγίανσης, προχώρησε σε διαγωνισμό για την πρόσληψη επενδυτικών συμβούλων για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε σχέση με την πώληση όλων των περιουσιακών στοιχείων.

Από εκεί, λήφθηκαν πέντε προσφορές από διεθνείς επενδυτικούς οίκους, εκ των οποίων μόνο μία αφορούσε την παροχή υπηρεσιών για την πώληση όλων των περιουσιακών στοιχείων. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις με το συγκεκριμένο προσφοροδότη, οι οποίες κατέληξαν σε κατ’ αρχήν συμφωνία στα μέσα Σεπτεμβρίου 2014. Την τελευταία στιγμή, πριν από την υπογραφή της σύμβασης, ο επιλεχθείς οίκος αμφισβήτησε το αξιόχρεο της Λαϊκής Τράπεζας και η συμφωνία ναυάγησε.

Στις 6/4/2015, διορίστηκε ως νέος Ειδικός Διαχειριστής ο κ. Κρις Παύλου αντικαθιστώντας την κ. Αντωνιάδου.

Ο κ. Παύλου στις 6/5/2015 ανέθεσε, ύστερα από εισήγησή του και με έγκριση της Αρχής Εξυγίανσης, στην Επενδυτική Τράπεζα της Ελλάδος (IBG) την παροχή υπηρεσιών για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής με τη διαδικασία να συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τις εξής σημαντικές εξελίξεις:

Όπως ανέφερε, έχουν υπογραφεί συμφωνίες πώλησης της Marfin Bank Romania (30/12/2015), της Marfin Bank Serbia (30/9/16) και της Marfin Bank Ukraine (14/11/16) και προχωρούν, με αρκετές δυσκολίες, οι διαδικασίες ολοκλήρωσης των όρων και προϋποθέσεων που απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες καθώς και της λήψεως εγκρίσεων από τις εποπτικές και άλλες αρχές για την καταβολή του τιμήματος και μεταβίβαση των μετοχών που κατέχει η Λαϊκή Τράπεζα στους αγοραστές.

Αναφορικά με τη θυγατρική τράπεζα της Λαϊκής στη Ρωσία, τη Rosprombank, υπήρξε απρόσμενη εξέλιξη με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της από την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας στις 13/9/2016 ενώ ήταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο οι διαπραγματεύσεις με ενδιαφερόμενο αγοραστή για την πώλησή της.
Αναφορικά με τη θυγατρική τράπεζα στη Μάλτα, τη Lombard Bank Malta, δικαστικό διάταγμα που είχε εξασφαλιστεί από «κουρεμένο» καταθέτη δέσμευσε τις μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας και απαγόρευε την πώληση τους.

Μετά από αίτηση που υπέβαλε η Λαϊκή, η δέσμευση περιορίστηκε στο 1/3 των μετοχών που κατέχει η Λαϊκή, με αποτέλεσμα την επανεκκίνηση της διαδικασίας πώλησης από την αρχή του έτους. Ωστόσο, αντιμετωπίζονται δυσκολίες λόγω άρνησης της Εκτελεστικής Διεύθυνσης της θυγατρικής να συνεργαστεί για έναρξη της διαδικασίας προσφορών για την πώληση των μετοχών που κατέχει η Λαϊκή.

Αναφορικά με την IBG Ελλάδος, η ΚΤΚ προχώρησε στις αρχές Δεκεμβρίου 2016 στην προκήρυξη διαγωνισμού για διορισμό διεθνούς επενδυτικού οίκου για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για την πώληση της επένδυσης της Λαϊκής στην εν λόγω τράπεζα. Υπεβλήθη μόνο μία προσφορά και αποφασίστηκε η ακύρωση του διαγωνισμού, με την Αρχή Εξυγίανσης να μελετά τα επόμενα βήματα σε σχέση με το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο.

Πολιτική απόφαση η εξυγίανση

Εν συνεχεία, η κα Γιωρκάτζη υπενθύμισε ότι η Λαϊκή τέθηκε υπό εξυγίανση, σύμφωνα και με την πολιτική απόφαση που λήφθηκε στο Eurogroup, στις 25/3/2013 με την εφαρμογή του μέτρου της πώλησης εργασιών.

Ως αποτέλεσμα, είπε, οι εργασίες, οι ασφαλισμένες καταθέσεις, οι υποχρεώσεις από έκτακτη ρευστότητα (ELA) και η μεγάλη πλειοψηφία των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, η οποία ως αντίτιμο, και στη βάση ανεξάρτητης εκτίμησης που διενήργησε η KPMG Λονδίνου των μεταβιβασθέντων καθαρών περιουσιακών στοιχείων, έκδωσε και παραχώρησε στη Λαϊκή Τράπεζα το 18,1% του μετοχικού της κεφαλαίου.

Το εν λόγω ποσοστό συμμετοχής της Λαϊκής Τράπεζας στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου μειώθηκε στο 9,6% μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της τελευταίας τον Δεκέμβριο του 2014.

Σύμφωνα, δε, με την έκθεση αποτίμησης της KPMG, η δίκαιη αξία των μετοχών που κατείχε η Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου ανήρχετο κατά τις 29/3/2013 στα €381 εκ.

Η κα Γιωρκάτζη επισήμανε ότι παρά τη συνεχή σταθερή βελτίωση της οικονομικής θέσης της Τράπεζας Κύπρου με την αύξηση των πελατειακών καταθέσεων και την εξόφληση της έκτακτης ρευστότητας, η τιμή της μετοχής της παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα η τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία των μετοχών που κατέχει η Λαϊκή Τράπεζα να μειωθεί στα €132εκ. περίπου.

Εν συνεχεία, ο ειδικός Διαχειριστής της Λαϊκής Τράπεζας, με έγκριση και οδηγίες της Αρχής Εξυγίανσης, διόρισε το Νοέμβριο του 2016 τις διεθνείς επενδυτικές τράπεζες HSBC και Deutsche Bank για να συμβουλεύσουν για τις στρατηγικές επιλογές για την πώληση των μετοχών και την ετοιμασία σχετικού οδικού χάρτη.

«Η Αρχή Εξυγίανσης μελετά επιστάμενα το θέμα, με στόχο την μεγιστοποίηση των εσόδων από την πώληση των μετοχών προς όφελος των ανασφάλιστων πιστωτών», πρόσθεσε.

Keywords
Τυχαία Θέματα