Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι

Μια μέρα σαν τη σημερινή, να σας θυμίσω ξανά, τον Κυριάκο. Έτσι όπως τον είδα, πάνω σε ένα τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντιλο, στο ανθρωπολογικό εργαστήριο. Ένα κρανίο με δύο τρύπες από τις σφαίρες των δολοφόνων. Κάποια οστά, από τα χέρια και τα πόδια. Τα δόντια του όλα γερά, δόντια του δεκαοκτάχρονου παιδιού που ήταν, όταν τον έστησαν πάνω από τον ομαδικό τάφο στο Μπέκιογιου και τον εκτέλεσαν με δυο σφαίρες στο πλάι του κεφαλιού.

Καλά-καλά δεν είχε αρχίσει να ξυρίζεται. Ήμουν μικρότερος από αυτόν, αλλά τον πείραζα ότι είχα γένια πιο πυκνά από το χνούδι του προσώπου του.
Παράξενο δεν

είναι; Αυτός έμεινε στα δεκαοκτώ κι εγώ προχώρησα τόσο, που θα μπορούσε να είναι γιος μου. Οι άλλοι έξι αδελφοί του έχουν τώρα παιδιά κι εγγόνια, κάποια συνομήλικά του.

Τα κόκκαλά του χώρεσαν σε μια μικρή κάσα. Ο Κυριάκος! Ο Κάκος, όπως τον φωνάζαμε οι έφηβοι αλητάμπουρες της Κάτω Δερύνειας.
Τι έμεινε για μένα από αυτόν, πέρα από τα λείψανα που η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων παρέδωσε στους δικούς του;

Έμεινε ο τρόπος που σήκωνε το χέρι προς τη φράντζα των μαλλιών που έπεφταν στο μέτωπο, για να τα στρώσει προς τα πάνω. Τα τεράστια καστανά μάτια και τα ευγενικά λεπτά χαρακτηριστικά. Τα απογεύματα του Σαββάτου στο μεγάλο σκούρο Ζέφιρ του πατέρα του, παρέα με τον Μπάλο του Διονύση Σαββόπουλου…

Ο Κάκος κι εγώ στις αναπαυτικές μαξιλάρες του Ζέφιρ να ακούμε αμίλητοι, απλά χαμογελώντας… κουνώντας τα κεφάλια και τους ώμους, στον ρυθμό του καταπληκτικού και πρωτόγνωρου για μας ροκ ακούσματος… να τελειώνει το τεράστιο τραγούδι των δεκαέξι λεπτών κι εμείς ακόμα να ταξιδεύουμε με τον Διονύση... Κι ύστερα να το βάζουμε ξανά στο μαγνητόφωνο και να το ξανακούμε δυο και τρεις και τέσσερεις φορές:

Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι
με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη
Γυρνάω σαν τα φίδια και σαν τ’ αγριοπούλια
και πίσω απ’ το βουνό ακούω νταούλια

Και βλέπω την κοιλάδα μες στο λιοπύρι
και βλέπω το χωριό να 'τοιμάζει πανηγύρι
Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ' τους λόφους
να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους

Σε τούτα τα Βαλκάνια σε τούτον τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα.
Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν να ’ρχομαι γουρλώσανε τα μάτια,

Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ' είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο.
Κι αφού με καλωσόρισαν κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν την φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν.

Άσε τα θαύματα την μάσκα πέταξε
Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε.

Μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι.

Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη
πως είμαι αρχηγός σ' αυτό το πανηγύρι.

Σαράντα ένα χρόνια μετά, βάζω στο κομπιούτερ τον Μπάλο του Σαββόπουλου και σκέφτομαι τον Κυριάκο.
Δεν θα μου φαινόταν καθόλου απίθανο, να το σιγοσφύριζε τη στιγμή που κοίταξε για τελευταία φορά κατάματα τον θάνατο.

Keywords
Τυχαία Θέματα