Έρευνα: Ε/Κ&Τ/Κ ζητούν περισσότερη στήριξη με όρια για πρόσφυγες

Θετικά διακείμενη είναι η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για στήριξη των προσφύγων στην Κύπρο, όταν όμως πρόκειται για την παραχώρηση κυπριακής υπηκοότητας σε πρόσφυγες που διαμένουν στην Κύπρο για περισσότερο από πέντε χρόνια, τότε η πλειοψηφία εμφανίζεται απρόθυμη.

Παράλληλα, εύποροι Ρώσοι ή Κινέζοι δεν κατατάσσονται από την ε/κ κοινότητα στην κατηγορία των μεταναστών, καθώς τα χαρακτηριστικά τους δεν ταιριάζουν με το κυρίαρχο στερεότυπο

του μετανάστη, σύμφωνα με έρευνα γνώμης.

Τα συμπεράσματα γύρω από τις αντιλήψεις των Κυπρίων σχετικά με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες παρουσιάστηκαν σήμερα κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η έρευνα διεξήχθη και στις δύο κοινότητες της Κύπρου από το Πανεπιστημιακό Κέντρο Ερευνών Πεδίου (ΠΑΚΕΠΕ) του Πανεπιστημίου Κύπρου, για λογαριασμό του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο (UNHCR). Παρόμοια έρευνα είχε διεξαχθεί από την Ύπατη Αρμοστεία και το 2015.

Μιλώντας κατά την παρουσίαση, η Επικεφαλής της UNHCR στην Κύπρο, Κάτια Σάχα είπε εξάλλου ότι η ανησυχητική τάση να καταδεικνύεται ο προσφυγικός πληθυσμός ως «απειλή» έχει εντατικοποιηθεί πρόσφατα και στην πολιτική και δημόσια συζήτηση που λαμβάνει χώρα στην Κύπρο.

Ο συνολικός πληθυσμός στην Κύπρο που προστατεύεται από το διεθνές δίκαιο ανέρχεται σε 10.500 άτομα σε ένα διάστημα 16 ετών, συμπλήρωσε, λέγοντας ότι αυτό αναλογεί στο 6% του πληθυσμού. «Στην παγκόσμια εικόνα, αυτό είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό, αν συγκριθεί για παράδειγμα με τον Λίβανο όπου ένα στα τέσσερα άτομα είναι Σύρος ή Παλαιστίνιος πρόσφυγας» συνέχισε η κ. Σάχα.

Είπε εξάλλου ότι η αναφορά δεν γίνεται για να υποτιμηθούν οι επιπτώσεις από την αύξηση των αριθμών των αιτητών ασύλου και των προσφύγων στην Κύπρο «αλλά για να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές οι ροές θα πρέπει αν είναι διαχειρίσιμες».

Στην ίδια εκδήλωση, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου Τάσος Χριστοφίδης ανέφερε ότι η έρευνα του ΠΑΚΕΠΕ για λογαριασμό της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες βοηθά τις κοινωνίες να κατανοήσουν τις πραγματικότητες γύρω από την μεταναστευτική και προσφυγική κρίση.

Κατανοώντας τις αντιλήψεις του κόσμου, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις όποιες εσφαλμένες αντιλήψεις και να λάβουμε ως κοινωνία τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα, συνέχισε.

Σύμφωνα με τον κ. Χριστοφίδη «πρέπει να καταλάβουμε ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι άνθρωποι που έχουν ανάγκη την ένταξη, τη δίκαιη μεταχείριση και την κατανόηση».

Είπε τέλος ότι από το 2015, όταν διεξήχθη παρόμοια έρευνα, η κοινωνία φαίνεται ότι έχει αναπτυχθεί συναισθηματικά, κατανοώντας παράλληλα ότι τα πράγματα είναι καλύτερα μέσω της ενσωμάτωσης.

Τα αποτελέσματα της έρευνας

Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας ο Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής και Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Δρ. Χάρης Ψάλτης, είπε ότι οι δύο κοινότητες αναγνωρίζουν ότι οι πρόσφυγες χρειάζονται στήριξη και ότι η παροχή βοήθειας και στήριξης στους πρόσφυγες αποτελεί ευθύνη της πολιτείας. Παράλληλα, οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν ότι η Κυβέρνηση παρέχει ήδη αρκετή υποστήριξη στους πρόσφυγες στην Κύπρο ενώ οι Τουρκοκύπριοι δεν πιστεύουν το ίδιο για τις «αρχές» των κατεχομένων.

Παρά τις ανησυχίες που εξέφρασαν οι δύο κοινότητες, η πλειοψηφία των Ε/κ και Τ/κ υποστηρίζει την ιδέα να ζουν οι πρόσφυγες ενσωματωμένοι στην τοπική κοινωνία και όχι να βρίσκονται σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή σε απομονωμένους χώρους φιλοξενίας. Αυτό προέκυπτε και από τα συμπεράσματα της έρευνας του 2015, καθιστώντας έτσι την άποψη αυτή ως μια ιδέα που διαχρονικά υποστηρίζεται από τις δύο κοινότητες. Ωστόσο, η στήριξη για ένταξη στην κυπριακή κοινωνία φαίνεται να περιορίζεται από ιδέες για εισαγωγή ανώτατου ορίου στον αριθμό των προσφύγων που θα δέχεται το νησί.

Στη έρευνα καταγράφεται επίσης η αποδοκιμασία γύρω από την εισήγηση για παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας σε πρόσφυγες που διαμένουν στην Κύπρο για περισσότερο από πέντε χρόνια, σε σύγκριση όμως με τα αποτελέσματα του 2015, το ποσοστό αποδοκιμασίας μειώνεται στους Ε/κ στο 50,8%. Για τους Τ/κ η αντίθεση στην παραχώρηση «υπηκοότητας» σε πρόσφυγες παραμένει αμετάβλητη στο 67,8%.

Τα κύρια ευρήματα της ποσοτικής μελέτης δείχνουν εξάλλου ότι και στις δύο κοινότητες τα επίπεδα των ουσιαστικών επαφών μεταξύ του τοπικού πληθυσμού και των προσφύγων ή και μεταναστών έχουν αυξηθεί σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του 2015.

Επίσης, παρόλο που το γενικό αίσθημα του κοινού απέναντι στους πρόσφυγες, στους μετανάστες και στο φαινόμενο της μετανάστευσης γενικότερα, καταγράφεται ουδέτερο προς αρνητικό στην παρούσα μελέτη, υπάρχει σημαντική βελτίωση των νοοτροπιών και στις δύο κοινότητες σε σύγκριση με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2015.

Και στις δύο κοινότητες εκφράζονται παράλληλα ορισμένες ανησυχίες όσον αφορά τη μετανάστευση. Οι φόβοι αυτοί επικεντρώνονται κυρίως σε ζητήματα που θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας.

Καταγράφεται επίσης η ανησυχία ότι λόγω του μεγέθους της Κύπρου, δεν μπορεί να φιλοξενηθεί μεγάλος αριθμός προσφύγων ή και μεταναστών.

Επίσης, η ανάλυση των συζητήσεων που έγινε με ομάδες εστιασμένων συζητήσεων στην πρώτη φάση της έρευνας αποκάλυψε ότι και στις δύο κοινότητες, αλλά κυρίως στους Ε/κ, η κατανόηση των όρων «πρόσφυγας» και «μετανάστης» δεν είναι ξεκάθαρη και ότι υπάρχει σύγχυση αναφορικά με τη διαφορά των δύο όρων.

Σύμφωνα με την έρευνα, στην ε/κ κοινότητα υπάρχει μια διαβάθμιση εντός της ομάδων των μεταναστών, καθώς όσοι προέρχονται κυρίως από τη Ρωσία και την Κίνα συχνά δεν αναφέρονται ως μετανάστες εφόσον τα χαρακτηριστικά τους – το γεγονός δηλαδή ότι είναι οικονομικά εύποροι – δεν ταιριάζουν με το κυρίαρχο στερεότυπο του μετανάστη ως ένα φτωχό άτομο που αλλάζει χώρα για να αναζητήσει καλύτερες συνθήκες ζωής.

Για τους Τ/κ οι δύο όροι φαίνεται να είναι καλύτερα διαφοροποιημένοι, με τον όρο «μετανάστης» να χρησιμοποιείται κυρίως για άτομα που ήρθαν από την Τουρκία μετά το 1974 και τους Τ/κ που ήρθαν από τις ελεύθερες περιοχές, ενώ οι πρόσφυγες συνδέονται περισσότερο με τους Σύρους πρόσφυγες.

Επιπρόσθετα, οι Τουρκοκύπριοι πιστεύουν ότι η άφιξη προσφύγων και μεταναστών δεν συμβάλλει στην ασφάλεια και την ειρήνη αλλά ενισχύει την ανησυχία τους σχετικά με την αύξηση της εγκληματικότητας και την ανάγκη λήψης μέτρων.

Η τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τις κυριότερες πηγές ενημέρωσης των Ε/κ και Τ/κ.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις, αρχικά με ομάδες εστιασμένων συζητήσεων τόσο στην ε/κ όσο και στην τ/κ κοινότητα. Το ποσοτικό μέρος της έρευνας περιελάμβανε τηλεφωνική έρευνα για την ε/κ κοινότητα ενώ για την τ/κ κοινότητα διεξήχθησαν έρευνες πρόσωπο με πρόσωπο σε αντιπροσωπευτικό δείγμα των κοινοτήτων. Ο συνολικός αριθμός των συμμετεχόντων ήταν 1.408 άτομα, εκ των οποίων 701 ήταν Ε/κ και 707 Τ/κ. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μέσω τηλεφώνου και προσωπικών συνεντεύξεων αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας ποσοτικές μεθόδους.

Τα αποτελέσματα της έρευνας θα αξιοποιηθούν από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ώστε να αναπτυχθούν συγκεκριμένες και ενημερωμένες στρατηγικές μέσα στα πλαίσια της συνεχόμενης προστασίας και υποστήριξης των προσφύγων στην Κύπρο.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα