Επιμνημόσυνος λόγος του ΠτΔ στο ετήσιο μνημόσυνο Σπύρου Κυπριανού

Είναι με αισθήματα επιτακτικού χρέους και της επιβαλλόμενης ευθύνης απέναντι στην ιστορία και τον τόπο μας, που συγκεντρωθήκαμε σήμερα για να αποτίσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής σε έναν πολιτικό άνδρα, έναν αγνό αγωνιστή της δημοκρατίας, έναν έντιμο πατριώτη, τον δεύτερο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον αείμνηστο Σπύρο Κυπριανού, τον οποίο ο κυπριακός λαός αποχαιρέτησε πριν 21 χρόνια.

Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να αποτίσουμε φόρο τιμής στον άνθρωπο που συνέδεσε τη ζωή του με την ιστορία του τόπου μας, με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη θεμελίωσή της σε διεθνές επίπεδο,

με τις προσπάθειες για τερματισμό της κατοχής και την επανένωση της πατρίδας μας, και τον άνθρωπο που ηγήθηκε της προσπάθειας, μετά τον θάνατο του Εθνάρχη Μακαρίου, για αντιμετώπιση των τραγικών και σοβαρότατων συνεπειών της τουρκικής εισβολής.

Ο Σπύρος Κυπριανού γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 28 Οκτωβρίου 1932. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Λεμεσού και ακολούθησε Οικονομικές και Εμπορικές Επιστήμες και Νομικά στο Λονδίνο. Φοιτητής ακόμη στη Βρετανία, ίδρυσε την Εθνική Φοιτητική Ένωση Κυπρίων Αγγλίας και παρέμεινε ο πρώτος Πρόεδρός της μέχρι το 1954, όπου και ανέλαβε το Γραφείο Εθναρχίας στο Λονδίνο, με στόχο την προώθηση του αγώνα για Αυτοδιάθεση. Από τον Αύγουστο του 1956 ως τον Μάρτιο του 1957 αντιπροσώπευσε την Εθναρχία Κύπρου στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη.

Στη συνέχεια, η ιδιαίτερα ενεργός του παρουσία, ως ο πρώτος Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνέβαλε καθοριστικά στην αναβάθμιση της διεθνούς υπόστασης της πατρίδας μας, ιδιαίτερα αναγκαίο συστατικό για μια νεοσύστατη Δημοκρατία, οικοδομώντας το αναγκαίο δίκτυο διμερών και πολυμερών σχέσεων της χώρας μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον Μάιο του 1972,  αρνούμενος να υποταχθεί στις απειλητικές διαθέσεις της Χούντας των Αθηνών, παραιτήθηκε από το αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών και δεν δίστασε να έλθει σε απευθείας ρήξη με το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών.

Από το 1976 έως το 2000, υπήρξε ιδρυτής και Πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος, ενώ το 1977 εξελέγη στο ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας για περισσότερο από δέκα χρόνια. Εργάστηκε σκληρά, συνεχίζοντας το έργο του αείμνηστου προκατόχου του σε δύσκολες στιγμές για την Κύπρο. Συνέβαλε καθοριστικά στην αναγέννηση της οικονομίας, σε αυτό που χαρακτηρίστηκε ως το «οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του ‘80», καθώς και στην κοινωνική ανάπτυξη και την πρόοδο του  κυπριακού λαού μετά την ανοικτή πληγή που άφησε η τουρκική εισβολή του 1974.

Παράλληλα, ως Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, τόσο την περίοδο 1976 – 1977 όσο και αργότερα μεταξύ 1996 – 2001, λειτούργησε με σεβασμό προς όλες τις παρατάξεις, εξασφαλίζοντας την αναγκαία συναίνεση για την ομαλή και παραγωγική λειτουργία του Σώματος, δίδοντας, την ίδια στιγμή, ιδιαίτερη έμφαση στην Κοινοβουλευτική Διπλωματία.

Ως ένας εκ των ανθρώπων που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Σπύρος Κυπριανού ταύτισε το όνομά του με το ανάθρεμμα του -πληγωμένου από την τουρκική θηριωδία- κυπριακού κράτους, αλλά και την ανάπτυξη και την πολιτική ωρίμανση της κυπριακής κοινωνίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όταν καλείται ο όποιος ομιλητής να αναφερθεί στον βίο του Σπύρου Κυπριανού και να καταγράψει την πολιτική του διαδρομή, δεν μπορεί παρά να καταλαμβάνεται από τον πρέποντα σεβασμό. Και είναι ακριβώς για αυτό τον λόγο που ακόμα και όσοι διαφώνησαν ή διαφωνούν με το σύστημα πεποιθήσεων και τις πολιτικές του αποφάσεις, δεν έπαψαν ποτέ μα ποτέ να τον αναγνωρίζουν ως έναν αγνό πατριώτη.

Στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία, ο Σπύρος Κυπριανού έχει συνδέσει το όνομά του, όχι μόνο με τους αγώνες για δικαίωση των πόθων του Κυπριακού Ελληνισμού, αλλά και την ανάδειξη της πολιτικής ωριμότητας και σωφροσύνης που επιβάλλει σε κάθε υπεύθυνο ηγέτη την αναζήτηση λύσεων μέσα από τον διεκδικητικό ρεαλισμό, ο οποίος εξασφαλίζει την αξιόπιστη διπλωματία στο εξωτερικό, καθώς και τη σύνθεση θέσεων και πολιτικών που διασφαλίζουν την απαραίτητη ενότητα στο εσωτερικό.

Θα ήθελα να μοιραστώ κάτι πιο προσωπικό μαζί σας. Σε μια σειρά συναντήσεων που είχα μαζί με τον Σπύρο Κυπριανού μέσα στο πλαίσιο ετοιμασίας της διδακτορικής μου διατριβής, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω διεξοδικά μαζί του και είχα εκτιμήσει το μορφωτικό του κεφάλαιο και την οξεία αντίληψή του για την πορεία της ιστορίας. Στον τρόπο σκέψης του είχα παρατηρήσει μια αδιάκοπη σχέση αιτίου και αιτιατού, καθώς οι πολιτικές του θέσεις συνδέονταν πάντα με το σύστημα πεποιθήσεών του, που ήταν κατά κύριο λόγο προϊόν των δικών του προσωπικών εμπειριών. Μάλιστα, με ένα βαθύ αίσθημα ιστορικής συνείδησης, αγωνιούσε για την τελική κρίση της ιστορίας και για τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι επόμενες γενεές Κυπρίων θα κληθούν να ζήσουν. Και έχει μέγιστη σημασία για όσους καλούνται να υπηρετήσουν τον κυπριακό λαό, να έχουν πάντα την ίδια αγωνία για την τελική κρίση, όχι κατ’ ανάγκη των πολιτών μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες, αλλά της ίδιας της ιστορίας.

Ο Σπύρος Κυπριανού σημείωνε χαρακτηριστικά στην τελευταία ομιλία του στη Βουλή  στις 19 Απριλίου του 2001, λίγο πριν αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση και ένα περίπου χρόνο πριν νικηθεί από την επάρατη νόσο:

«Αυτός ο λαός αξίζει πολλά. Αξίζει να δει τον ήλιο να λάμπει πάνω από μια ελεύθερη και ενωμένη Κύπρο. Αξίζει να απολαμβάνει όλα όσα δικαιούται να απολαμβάνει κάθε ελεύθερος λαός. Αξίζει να εργάζεται, να δημιουργεί, να κοιμάται και να ξυπνά στη γη των πατέρων του ήσυχος, χωρίς την απειλή, χωρίς την κατοχή, χωρίς την αβεβαιότητα για το μέλλον. Αυτός ο τόπος και αυτός ο λαός αξίζουν ένα καλύτερο μέλλον για να μπορούν απρόσκοπτα να βαδίζουν με αισιοδοξία προς την πρόοδο και την ευημερία. Πιστεύω ακράδαντα στις δυνάμεις του τόπου μας και του λαού μας».

Αυτή είναι και η παρακαταθήκη που άφησε ο Σπύρος Κυπριανού: ο δρόμος της ενότητας, της πίστης και του αγώνα. Και σήμερα, σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, με μια αναθεωρητική Τουρκία που εργάζεται απροκάλυπτα πλέον για μια λύση δύο κρατών, αμφισβητεί όσο ποτέ προηγουμένως την Κυπριακή Δημοκρατία και τη διεθνή της υπόσταση, απαιτείται η ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η ευρύτερη δυνατή συνεργασία και συνεννόηση όλων των πολιτικών δυνάμεων και του συνόλου του Κυπριακού Ελληνισμού, με απόλυτο πάντα σεβασμό σε τυχόν διαφορετικές αντιλήψεις και προσεγγίσεις.

Όπως ανέφερα και κατ’ επανάληψη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η διαπραγμάτευση για επίλυση του Κυπριακού δεν διεξάγεται μεταξύ μας. Η προσπάθεια για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της πατρίδας μας δεν μπορεί παρά να είναι ένας κοινός στόχος. Παρά τις ενδεχόμενες διαφορετικές προσεγγίσεις, ειδικότερα σε θέματα τακτικής, που, επαναλαμβάνω, είναι απόλυτα θεμιτές μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατίας, οφείλουμε να κρατήσουμε ψηλά το επίπεδο του διαλόγου και μέσα από συλλογική προσπάθεια να αγωνιστούμε για επίτευξη του κοινού στόχου που κανείς από μόνος του δεν μπορεί να πετύχει. Οφείλουμε να εκτιμήσουμε την αξία της συνεννόησης και της εσωτερικής διαβούλευσης και να αναλογιστούμε τα αδιέξοδα, στα οποία μπορεί να μας οδηγήσουν οι συγκρούσεις, η αβασάνιστη κριτική και οι άσκοπες αντιπαραθέσεις.

Το Κυπριακό, εξάλλου, δεν προσφέρεται ούτε για μικροπολιτική εκμετάλλευση ούτε για εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων. Η ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο συνιστούσε τότε, και αναμφίβολα συνιστά και σήμερα, απαραίτητη προϋπόθεση, ιστορική αναγκαιότητα και όπλο στην προσπάθεια μας για δικαίωση. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να  ισχυροποιήσουμε τη διαπραγματευτική μας θέση στο Κυπριακό, στη βάση μιας ρεαλιστικής και διεκδικητικής στρατηγικής, αξιώνοντας αυτό που δικαιούμαστε και αυτό που μας αξίζει με μοναδικό στόχο τον τερματισμό του απαράδεκτου στάτους κβο, που για δεκαετίες μας υποχρεώνει να ζούμε σε συνθήκες που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ευρώπη.

Η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση πραγμάτων δεν επιτρέπει σε κανέναν πολίτη αυτού του τόπου να απολαύσει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και το επίπεδο ευημερίας που όλοι οι άλλοι πολίτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν αδιαμφισβήτητα και κεκτημένα. Αντίθετα, το απαράδεκτο στάτους κβο συνιστά, ανάμεσα σε πολλά άλλα, μόνιμη πηγή διαταραχής και ανασφάλειας και σε καμία απολύτως περίπτωση δεν πρέπει να μας εφησυχάζει.

Αυτή, λοιπόν, η στρεβλή κατάσταση που βιώνουμε θα πρέπει οριστικά να τερματιστεί. Για εμάς δεν υπάρχει άλλη επιλογή και άλλος δρόμος, παρά να  τερματιστεί η κατοχή, να επανενωθεί η πατρίδα μας και να έρθει, επιτέλους, η ειρήνη στον τόπο μας. Στόχος και προσδοκία μας είναι μέσα από ένα ουσιαστικό διάλογο που επιθυμούμε να επαναρχίσει, να παραδώσουμε στις μελλοντικές γενιές μια πατρίδα χωρίς στρατεύματα κατοχής, χωρίς ξένες εγγυήσεις, επανενωμένη, σύγχρονη και Ευρωπαϊκή.

Είναι μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, που θεωρούμε ότι η πρωταγωνιστική και ενεργός εμπλοκή της ΕΕ, τόσο στο σπάσιμο του αδιεξόδου όσο και στην επίλυση του Κυπριακού, είναι επιτακτικής σημασίας, και είναι προς αυτή την κατεύθυνση που εργαζόμαστε από την πρώτη μέρα της ανάληψης της διακυβέρνησης του τόπου, και προτίθεμαι να συζητήσω πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της παρουσίας μου στις Βρυξέλλες τις επόμενες μέρες, πάντα σε συντονισμό πάντα με την Ελληνική Κυβέρνηση.

Ο αγώνας για την αποκατάσταση της ελευθερίας και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας σε τούτο τον τόπο, σφυρηλατήθηκε μέσα από την εθνική αξιοπρέπεια, τη φιλοπατρία, τη διορατικότητα και την αγωνιστικότητα που επέδειξαν ηγέτες, όπως ο αείμνηστος Σπύρος Κυπριανού.

Συνεχίζουμε την προσπάθεια για τερματισμό της σημερινής απαράδεκτης κατάστασης πραγμάτων και για επανένωση της πατρίδας μας, πάντα εντός του συμφωνημένου πλαισίου, με το ίδιο πείσμα, μαθαίνοντας από την ιστορία μας. Πάντα, όμως, μέσα στο πλαίσιο του ρεαλισμού, αλλά και της αποφασιστικότητας. Αυτή θα είναι και η καλύτερη επιμνημόσυνη προσφορά που μπορούμε να καταθέσουμε.

Αιωνία ας είναι η μνήμη του.

Διαβάστε επίσης: ΠτΔ - Η λύση του Κυπριακού δεν θα βρεθεί μέσα από δημόσια διαπραγμάτευση

Keywords
Τυχαία Θέματα
Επιμνημόσυνος, ΠτΔ, Σπύρου Κυπριανού,epimnimosynos, ptd, spyrou kyprianou