Έκθεση: Αυτοί χρηματοδοτούν τους τζιχαντιστές

Σύνηθες είναι το ερώτημα που διατυπώνεται από πολλές σκεπτικιστικές φωνές αναφορικά με το ποιος, πώς και γιατί χρηματοδοτεί την δράση του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους, με αποτέλεσμα αυτό να εξοπλίζεται με όπλα και πυρομαχικά για τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, αλλά και την διατήρηση των εδαφών που καταλαμβάνει.

Εξάλλου, ο βασικός πυρήνας της δράσης του Ισλαμικού Κράτους βρίσκεται στον πόλεμο της Συρίας, ένα ιδιαιτέρως σύνθετο και πολυπαραγοντικό ζήτημα το οποίο δεν επιδέχεται εύκολες και σύντομες ερμηνείες. Παρόλα αυτά

η αίσθηση ότι πίσω από την τζιχαντιστική αυτή οργάνωση βρίσκεται αμερικανικός ή τουρκικό δάκτυλος, είναι ευρέως διαδεδομένη, κυρίως σε χώρες της δύσης όπου ο αντιαμερικανισμός και τα αρνητικά αισθήματα απέναντι στην Τουρκία βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.

Σε δημοσίευμα της ελληνικής ερευνητικής ιστοσελίδας thepressproject.gr το οποίο πραγματεύεται το συγκεκριμένο ερώτημα, αναφέρεται ότι το μεγάλο παράδοξο είναι πως, παρ’ όλο που οι ΗΠΑ αναμίχθηκαν στον πόλεμο της Συρίας, ο Ομπάμα ήταν εκείνος που έβαλε φρένο σε σχέδιο της CIA που προέβλεπε ευρύ εξοπλισμό της συριακής αντιπολίτευσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Christopher Phillips στο βιβλίο του για τη συριακή κρίση, όταν το 2012 η τότε υπουργός εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον μαζί με τον επικεφαλής της CIA στρατηγό Ντέιβιντ Πετρέους παρουσίασαν στον πρόεδρο ένα ολοκληρωμένο πλάνο ενίσχυσης των μετριοπαθών ανταρτών εκείνος το απέρριψε με την πεποίθηση ότι ο κίνδυνος διάχυσης των όπλων σε ακραίες και ανεξέλεγκτες ομάδες ήταν πολύ μεγάλος.

Το δημοσίευμα επικαλείται την έκθεση του Conflict Armament Research (CAR) το οποίο σε σχετική έκθεση δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες, επιχειρεί να απαντήσει το καίριο ερώτημα: ποιος χρηματοδοτεί το Ισλαμικό Κράτος;

Όπως αναφέρεται, η CAR είναι μια εταιρεία εμπειρογνωμόνων που αποσκοπεί στην ουσιαστική χαρτογράφηση των δρόμων του παράνομου εμπορίου όπλων στις διάφορες ζώνες σύρραξης και συγκρούσεων, έχει έδρα το Λονδίνο και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών.

Ως εκ τούτου, η ουδετερότητα της δεν είναι απόλυτη. Οι ερευνητές της κατάφεραν να συνεργαστούν μόνο με τις ιρακινές και κουρδικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ και με τους Κούρδους αντάρτες στη Συρία, ενώ σύμφωνα με το δημοσίευμα δεν επιθεώρησαν τα όπλα του Ισλαμικού Κράτους που κατάσχεσε ο στρατός του Άσσαντ.

Γιατί όμως το ερώτημα της χρηματοδότησης είναι τόσο σημαντικό;

Μέχρι την δημοσίευση της έκθεσης, μόνο υποθέσεις μπορούσαν να γίνουν αναφορικά με το ζήτημα, καθώς όπως αναφέρει το δημοσίευμα, ήταν πρακτικά αδύνατο κάποιος ουδέτερος παρατηρητής να ταξιδέψει στις περιοχές που τελούσαν υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών, να επιθεωρήσει τα πυροβόλα και τα τυφέκια τους, και στη συνέχεια να επιστρέψει σε ασφαλές περιβάλλον και να παρουσιάσει τα ευρήματα του.

«Ως εκ τούτου, το πιο αξιόπιστο στοιχείο για τα όπλα των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους παρέμενε το οπτικοακουστικό υλικό που διοχέτευαν οι ίδιοι στο διαδίκτυο για προπαγάνδα. Αυτό άλλαξε με την στρατηγική τους ήττα σε Ιράκ και Συρία και τη συνακόλουθη εγκατάλειψη μεγάλων ποσοτήτων όπλων και πυρομαχικών», σημειώνει.

Τα στοιχεία που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την έκθεση, συλλέχθηκαν από τις δυνάμεις που αντιμετώπισαν το Ισλαμικό Κράτος, με τους ερευνητές του CAR να αποκτούν πρόσβαση στους αποθηκευτικούς χώρους των τζιχαντιστών.

Όπως σημειώνεται, το CAR βρέθηκε στη Συρία για ένα χρόνο, από τον Ιούλιο του 2014 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015 και στο Ιράκ για τρία χρόνια, από τον Ιούλιο του 2017 μέχρι το Νοέμβριο του 2017.

Στη Συρία επιθεώρησε 562 όπλα και 11,816 μονάδες πυρομαχικών, ενώ στο Ιράκ 1,270 όπλα και 29,168 μονάδες πυρομαχικών, με την συντριπτική πλειοψηφία του υλικού (97% στη Συρία και 87% στο Ιράκ) να έχει προέλευση από τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση, μόνο το 1,37% των όπλων που κατασχέθηκε στη Συρία και το 1,62% των αντιστοίχων που βρέθηκαν στο Ιράκ έχουν κατασκευαστεί μετά το 2010.

«Αυτά τα ευρήματα παραπέμπουν στο ότι βασικοί, πλην απρόθυμοι, προμηθευτές του Ισλαμικού Κράτους ήταν αυτές καθαυτές οι χώρες της Συρίας και του Ιράκ μέσω των αποθηκών όπλων που λεηλατήθηκαν από τους αντάρτες», αναφέρεται.

Εκείνο πάντως που προκαλεί εντύπωση είναι η φαινομενική απουσία του αμερικάνικου παράγοντα, γεγονός το οποίο οφείλεται στον πλάγιο τρόπο που επέλεξαν οι Αμερικανοί να εξοπλίσουν όσους αντιμάχονταν τον Άσσαντ.

«Με δεδομένο ότι τα πυρομαχικά που κυριαρχούσαν στη συριακή σύγκρουση ήταν ανατολικού τύπου η Ουάσινγκτον αποφάσισε να προμηθεύσει τους Σύρους αντικαθεστωτικούς με ανάλογα όπλα. Έτσι η CAR εντόπισε μερίδα όπλων που είχαν κατασκευαστεί από πρώην σοσιαλιστικές χώρες που σήμερα ανήκουν στην Ε. Ε. και διατηρούν καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Αυτές οι χώρες, συγκεκριμένα Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία και Τσεχία, είχαν εξάγει ποσότητες όπλων σε ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία με πιστοποιητικό τελικού χρήστη. Με άλλα λόγια οι εταιρείες που αγόρασαν τα συγκεκριμένα όπλα δεσμεύονταν να μην τα μεταπωλήσουν».

Το γενικότερο συμπέρασμα της έκθεσης δεν παύει να είναι ότι το συγκεκριμένο πολεμικό και έφτασε έμμεσα στο Ισλαμικό Κράτος, και δεν ήταν η κύρια πηγή εξοπλισμού του.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, σε σχέση με την προμήθεια πρώτων υλών για την κατασκευή αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών, σε πολλά εργαστήρια του Ισλαμικού Κράτους βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες υλικών που κυκλοφορούν ελεύθερα στο εμπόριο και με την κατάλληλη επεξεργασία μπορούν να μετατραπούν σε εκρηκτική ύλη, κάτι το οποίο εξάλλου έχει διαπιστωθεί και σε βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας σε δυτικέ χώρες, όπως το Βέλγιο.

Τέτοιου είδους υλικά είναι φυτοφάρμακα, απολυμαντικά, λιπάσματα και σορβιτόλη, μια γλυκαντική ουσία που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων και στη μαγειρική, με την έρευνα να δείχνει ότι η πλειοψηφία των παραπάνω υλικών είχαν προέλθει από την Τουρκία.

«Η προμήθεια πρώτων υλών για εκρηκτικά από την Τουρκία δεν αποδεικνύει συμπαιγνία με το καθεστώς Ερντογάν. Αντίθετα, περισσότερο αντανακλά τον πραγματισμό και την ικανότητα των ανθρώπων του Ισλαμικού Κράτους να εκμεταλλευτούν τα ανοιχτά σύνορα και τις δυνατότητες μιας αγοράς που συνόρευε με τα εδάφη που έλεγχαν. Οι εισαγωγές των φαινομενικά αθώων υλικών κορυφώθηκαν το 2014 και το 2015. Τον Ιούλιο του 2015 η τουρκική κυβέρνηση πήρε μέτρα με αποτέλεσμα οι σχετικές εισαγωγές να μειωθούν δραστικά το 2016. Εκπρόσωποι των εμπλεκόμενων τουρκικών εταιρειών δήλωσαν ότι είχαν διοχετεύσει το εμπόρευμα τους νόμιμα στην εσωτερική αγορά. Μεγάλο τμήμα του είχε πάει στα νότια της χώρας από όπου ενδιάμεσοι, προφανώς για λογαριασμό του Ισλαμικού Κράτους, το προώθησαν σε Συρία και Ιράκ. Με άλλα λόγια οι τζιχαντιστές κατάφεραν να προσαρμοστούν με επιτυχία στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας οικονομίας πολέμου χωρίς να έχουν την ανάγκη να οικοδομήσουν μια στρατηγική συμμαχία με ένα όμορο στα εδάφη τους κράτος», αναφέρει το δημοσίευμα του thepressproject.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα