Το ζήτημα της Συρίας

Του Μάρκελλου Λιναίου

Το 1920, μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ευρύτερη περιοχή της Μεγάλης Συρίας τέθηκε υπό γαλλική Εντολή κατόπιν απόφασης της Κοινωνίας των Εθνών. Οι Γάλλοι διαίρεσαν την περιοχή σε έξι κρατίδια: της Δαμασκού, του Χαλεπίου, της Αλεξανδρέττας, των Αλαουιτών, των Δρούζων και του Λιβάνου. Το 1939 το κράτος της Αλεξανδρέττας προσαρτήθηκε από την Τουρκία. Το 1943, στα πλαίσια των σαρωτικών αλλαγών που επέφερε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα πέντε εναπομείναντα κράτη, πλην του Λιβάνου, συνενώθηκαν και συγκρότησαν τη Συρία, ενώ ο Λίβανος,
με την υποστήριξη του Σαρλ Ντε Γκολ, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος.
Η Συρία εξαρχής αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Λιβάνου, θεωρώντας ότι αποτελούσε ένα παρατύπως αποσχισθέν τμήμα του εθνικού κορμού της Μεγάλης Συρίας. Αυτό υπήρξε η γενεσιουργός αιτία μιας μακράς περιόδου έντασης μεταξύ των δύο χωρών, άλλοτε ψυχρής και άλλοτε θερμής, που κορυφώθηκε με τη στρατιωτική επέμβαση της Συρίας στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου. Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ξέσπασε το 1975 και κράτησε 25 χρόνια, έως το 1990. Οι ρίζες της παρατεταμένης και καταστροφικής αυτής εσωτερικής σύγκρουσης ανάγονται στο πολυσύνθετο θρησκευτικό μωσαϊκό του Λιβάνου, στο οποίο οι χριστιανοί αποτελούν το 41%, οι σουνίτες το 27%, οι αλαουίτες σιίτες το 27% και οι δρούζοι το 5%. Το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων και να καταπολεμήσει τις σεκταριστικές συγκρούσεις, βασίστηκε εξαρχής στην αρχή του κονφεσιοναλισμού. Έτσι, σύμφωνα με το λιβανικό Σύνταγμα, ο πρόεδρος της χώρας πρέπει να είναι χριστιανός μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός μουσουλμάνος σουνίτης, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου αλαουίτης σιίτης και ο αντιπρόεδρος χριστιανός ορθόδοξος. Με τη συμφωνία του Ταΐφ του 1989, οι 128 έδρες του λιβανικού Κοινοβουλίου μοιράστηκαν ισότιμα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, και μετά την αποχώρηση των ισραηλινών (2000) και των συριακών δυνάμεων (2006) η χώρα επανέκτησε σταδιακά την πολιτική της σταθερότητα. Ωστόσο είναι αμφίβολο εάν οι δυναμικές θρησκευτικές και σεκταριστικές διαφορές του Λιβάνου θα μπορούσαν να αφομοιωθούν και να εκτονωθούν ομαλά εντός ενός εύρυθμου πολιτικού συστήματος εάν η χώρα δεν διήρχετο την οδυνηρή δοκιμασία ενός παρατεταμένου εμφυλίου, στον οποίο ενεπλάκησαν και ξένες δυνάμεις. Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου, που ξεκίνησε ως μια σύγκρουση μεταξύ της χριστιανικής Δεξιάς και της μουσουλμανικής Αριστεράς, σύντομα υπερέβη τα πολιτικά και σεκταριστικά του χαρακτηριστικά και μετατράπηκε σε έναν γενικευμένο πόλεμο στον οποίο ενεπλάκη η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, η φιλοϊρανική Χεζμπολά, το Ισραήλ και η Συρία. Η Συρία εισέβαλε στον Λίβανο το 1976, με το πρόσχημα ότι θα ενεργούσε ως ειρηνευτική δύναμη για την επιβολή της κατάπαυσης του πυρός. Σύντομα όμως έγινε φανερό ότι η συριακή ειρηνευτική δύναμη ήταν στην πραγματικότητα μια δύναμη κατοχής, που επιδίωκε να μετατρέψει τον
Keywords
Τυχαία Θέματα