Τεκμήρια, φοροδιαφυγή και η απόγνωση των συνεπών φορολογούμενων

της Aσπασίας Μάλλιου* Η εμπειρία πολλών δεκαετιών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο ποσοστό εισπραξιμότητας ενός φορολογικού βάρους, συνδέεται άμεσα με τη δίκαιη επιβολή του. Με άλλα λόγια, ο πολίτης συμμορφώνεται ευκολότερα σε φορολογική του υποχρέωση, όταν έχει την αίσθηση ότι ο φόρος - ανεξαρτήτως αν αυτός αφορά στο εισόδημα, στην περιουσία του, στην κατανάλωσή του κ.ο.κ. - είναι ανάλογος της φοροδοτικής του ικανότητας. Έτσι, ο φόρος διασφαλίζει την εισπραξιμότητά του, όταν ο υπόχρεος έχει την πεποίθηση ότι η πληρωμή του φορολογικού βάρους δεν τον οδηγεί σε στέρηση ουσιωδών αγαθών διαβίωσής
του. Και επιπρόσθετα, όταν ο υπόχρεος έχει την πεποίθηση ότι ο διπλανός του, και κάθε πολίτης που απολαμβάνει τα αυτά αδιαίρετα αγαθά με αυτόν, επιβαρύνεται και καταβάλει φόρο ανάλογο των επιμέρους δυνάμεών του. Η ομαλή, λοιπόν, φορολογική συμμόρφωση εξαρτάται από την αναλογία κατά την επιβολή του φόρου, τόσο σε αναφορά με τις ίδιες δυνάμεις του κάθε υπόχρεου, όσο και σε αναφορά με τις δυνάμεις κάθε μέλους του κοινωνικού συνόλου.Η εφαρμογή του τεκμαρτού τρόπου προσδιορισμού της φορολογικής υποχρέωσης, λόγω κατοχής ή χρήσης ακινήτου οδήγησε φέτος πολλούς φορολογούμενους σε απόγνωση. Η επιλογή τεκμηρίων, ως μέθοδος προσδιορισμού φοροδοτικής ικανότητας, ούτως ή άλλως βρίσκεται στα όρια της συνταγματικής ανοχής. Αφού, ο τρόπος αυτός υπολογισμού της φορολογητέας ύλης, δεν αφορά πράγματι περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε από περιοδική εκμετάλλευση σταθερής πηγής. Για παράδειγμα, η κατοχή οικίας, η οποία είχε αποκτηθεί στο παρελθόν με εισόδημα ή περιουσία που φορολογήθηκε νόμιμα, όταν ιδιοκατοικείται δεν δημιουργεί στον κάτοχό της εισόδημα ικανό να επιβαρυνθεί με φόρο. Το ερώτημα παραμένει: Όταν η ιδιοκατοίκηση της οικίας δεν δημιουργεί εισόδημα, είναι ανεκτό αυτή να συνιστά ένδειξη φοροδοτικής ικανότητας, ώστε τελικά ο υπόχρεος να καταβάλει φόρο επί εισοδήματος που δεν έχει αποκτήσει; Η απάντηση θέλει προσοχή. Καταρχήν, θα πρέπει επιτέλους να γίνει αποδεκτό ότι η κεντρική θέση που καταλαμβάνει στο ανθρωποκεντρικό Σύνταγμά μας η υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύει την ανθρώπινη αξία (άρθρο2 παρ.1Σ), την υποχρεώνει στην παροχή των μέσων για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου για την αξιοπρεπή ανθρώπινη επιβίωση. Και αξιοπρεπής ανθρώπινη επιβίωση στους κοινωνικά αδύναμους δεν μπορεί να εξασφαλισθεί, ούτε καν να νοηθεί με την επιβολή φόρου εισοδήματος, λόγω ιδιοκατοίκησης σε οικία που κάποτε αυτοί είχαν τη δυνατότητα ή την τύχη να αποκτήσουν, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι σήμερα δεν αποκτούν εισόδημα από κεφάλαιο ή εργασία. Επιπρόσθετα, σε μια αγορά απόλυτης ύφεσης, με πολλαπλή οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων και με παντελή έλλειψη ρευστότητας, που εμποδίζει κάθε αυτοαπασχολούμενο στην άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, η κτήση κάποτε ενός ακινήτου με νόμιμα φορολογημένο εισόδημα ή περιουσία, δεν μπορεί να αποδεικνύει τη - σημερινή ιδίως ανύπαρκτη - φοροδοτική ικανότητα του κατόχου. Ας πάρουμε ως παράδειγμα απόκτηση, με κεφάλαιο που φορολογήθηκε πριν τ
Keywords
Τυχαία Θέματα