Το Δουργούτι στον Μεσοπόλεμο

Πριν από την εγκατάσταση των προσφύγων η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη και ένα μέρος της ανήκε στο Δημόσιο. Ο Νίκος Ποταμιάνος αναφέρει ότι στις ανατολικές συνοικίες η θέση Κεφ-Αράπη είχε καθοριστεί ως χωματερή. Ο μελετητής πιστεύει ότι πρόκειται για το Δουργούτι, όπου το 1909 βρισκόταν όντως ο σκουπιδότοπος της ανατολικής Αθήνας.

Εκεί όπου αναδύθηκε αργότερα ο προσφυγικός συνοικισμός υπήρχαν χωράφια, όπου καλλιεργούσαν σιτάρι, βρώμη και κριθάρι για τα ζώα. Υπήρχαν επίσης μερικά μποστάνια, χοιροστάσια

και λίγοι βοσκοί. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιών κατοίκων του συνοικισμού, αρκετά χωράφια ανήκαν σε Μπραχαμιώτες αγρότες. Τα πρώτα δημογραφικά στοιχεία της περιοχής αναφέρουν ότι το 1920 – πριν δηλαδή από την έλευση των προσφύγων – υπήρχαν 1.684 κάτοικοι.

Οι πρώτοι Αρμένιοι πρόσφυγες έφθασαν στην Ελλάδα το 1914, όταν άρχισαν οι διωγμοί. Σύμφωνα με έρευνα του Μάικ Τσιλιγκιριάν, οι πρώτες 100 αρμένικες οικογένειες έφθασαν στο Δουργούτι το 1921. Μετά το 1922 πολλαπλασιάστηκαν οι αφίξεις Αρμενίων από τις περιοχές των Αδάνων, της Σεβάστειας και της Κιλικίας. Η πλειονότητα των Αρμενίων προσφύγων ήταν γυναικόπαιδα. Η διδακτορική διατριβή της Παναγιώτας Αντωνίου, που πραγματοποίησε την έρευνά της σε οικογένειες Αρμενίων του Δουργουτίου, προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του αρμένικου στοιχείου του συνοικισμού.

Από φωτογραφίες της εποχής και μαρτυρίες φαίνεται ότι στην αρχή εγκατέστησαν τους πρόσφυγες σε αντίσκηνα. Τα διαπερνούσε όμως το νερό της βροχής και το κρύο, γι’ αυτό οι πρώτοι οικιστές άρχισαν να φτιάχνουν μικρές αυτοσχέδιες παράγκες. «Με τον καιρό μέσα απ’ τα αντίσκηνα φτιάξανε πλίθρες και χτίσανε τοίχους και μετά βγάλανε τα αντίσκηνα κι από μέσα βγήκανε οι παράγκες». Βρίσκανε και κουβαλούσαν παλιόξυλα και τενεκέδες, συνήθως σκουριασμένους, καθώς και ποικίλα υλικά που ανέσυραν από σωρούς σκουπιδιών και από τα φερτά υλικά του ποταμιού του Μπραχαμιού και του Βουρλοπόταμου.

Η στήριξη της παράγκας γινόταν με ξύλινες δοκούς μπηγμένες στο έδαφος και οι τοίχοι ήταν πλίθινοι ή από «μπαγλαντί». Κατασκεύαζαν ξύλινα καλούπια στα οποία έριχναν λάσπη και άχυρο που τα ζύμωναν με τα χέρια και έφτιαχναν τις πλίθρες. Οι στέγες ήταν από τενεκέδες και πισσόχαρτο για να μην τις διαπερνά η βροχή. Συχνά όμως οι γάτες σκαρφάλωναν και έσκιζαν το πισσόχαρτο, λιμάροντας και καθαρίζοντας τα νύχια τους, με αποτέλεσμα τον χειμώνα να δημιουργούν πρόβλημα τα νερά της βροχής. Έπρεπε τότε να τοποθετούν στο κατάλληλο σημείο δοχεία και να τα αδειάζουν συνεχώς.

Τον Ιούνιο του 1923 στον συνοικισμό έμεναν ήδη πάνω από 5.000 πρόσφυγες. Ο ταγματάρχης Αράμ Τερζιάν, ο επονομαζόμενος Γκαϊτζάκ (Αστραπή), είχε διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της χωροταξίας του μεγαλύτερου τμήματος του Δουργουτίου. Είναι αυτός που τοποθέτησε την Αγορά στο κέντρο του συνοικισμού με τρόπο που να τον διασχίζει.

Όντας προβεβλημένος αξιωματικός της αντίστασης στους Τούρκους της αρμένικης κωμόπολης Χατζίν της Κιλικίας και υπαρχηγός της Αρμένικης Λεγεώνας που πολέμησε μαζί με τον ελληνικό στρατό στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ανόρθωνε με το κύρος του το ηθικό των προσφύγων, που τα είχαν χαμένα, προτείνοντας λύσεις στα τρέχοντα βασικά ζητήματα εγκατάστασης. Οι Αρμένηδες, που δεν γνώριζαν πόσο θα έμεναν στον άγνωστο αυτόν τόπο, πού θα τους πάνε και τι θα απογίνουν, τον έβλεπαν ως σωτήρα.

Η Αγορά

Στον κεντρικό δρόμο του συνοικισμού είχε αναπτυχθεί μια αγορά, κυρίως από Αρμένιους, στεγασμένη και αυτή σε πρόχειρες παράγκες. Η Αγορά ήταν ένας λοξός δρόμος, που ξεκινούσε από το τέλος της οδού Αυτοκράτορος Νικολάου (πίσω από το εργοστάσιο της ΕΘΕΛ) και κατέληγε στη Μήτρου Σαρκουδίνου, στο ύψος της καθολικής εκκλησίας.

Υπήρχαν δύο φούρνοι, ένα φαρμακείο από το 1927, δύο φωτογραφεία, τα περίφημα ψυγεία «Αραράτ», τσαγκάρικα, παλιατζίδικα, μαραγκούδικα, παντοπωλεία, μανάβικα, ψαράδικα, κρεοπωλεία που μέχρι το 1925 λειτουργούσαν και ως σφαγεία, πατσατζίδικα, εργαστήρια λακέρδας, κουρεία, χρυσοχοεία, μαγαζάκια ξηρών καρπών, χαρτοπωλείο, μαγαζιά για γλυκά – σάμαλι, μπακλαβάδες, λουκούμια κ.λπ. –, είδη ρουχισμού κ.ά.

Η Αγορά αυτή ήταν η μεγαλύτερη της Αθήνας μετά τη Βαρβάκειο και έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο την περίοδο της Κατοχής. Υπήρχαν επίσης τρεις ταβέρνες και πολλά καφενεία με ναργιλέδες που χουρχούριζαν, ουζερί και τεκέδες, στα οποία ο ανδρικός πληθυσμός του συνοικισμού περνούσε όλη την ημέρα όταν δεν υπήρχε δουλειά, αφού η ζωή στις παράγκες ήταν άθλια και ο χώρος ο οποίος αναλογούσε σε κάθε οικογένεια πολύ μικρός. Πολυφωτογραφημένο ήταν το καφενείο του Τζαζάτ.

Ανάγλυφη περιγραφή των αρμένικων μικρομάγαζων και της ατμόσφαιρας στην Αγορά κάνει ο Δουργουτιώτης Σέρκο Πελτεγιάν στο βιβλίο του:

«Η μία νερουλού στην αρχή της αγοράς ήταν η Ντικίν Αγαβνί (Κυρία Αγαβνί). Καφετζής και γραμμοφωνατζής ήταν ο εκχριστιανισμένος Τούρκο-Αρμένης Ντελί Μεχμέτ. Γιος μιας Αρμενοπούλας της Σμύρνης μ’ έναν Τούρκο ζαπτιέ (τουρκ. zaptiye = χωροφύλακας). Γυναίκα του ήταν η Αϊσά χανούμ που σέρβιρε το σαλέπι. Ο μπακάλης Μπαρόν Ντικράν είχε παστουρμάδες, σουτζούκια, σαλάμια, λακέρδες, τουρσιά, ελιές κ.λπ. Ο σουβλατζής Χάικο. Το πεϊνιρλίδικο του Ζοχράμπ. Το μαγαζάκι με τα σάμαλι, τις τουλούμπες, τα πολίτικα λουκούμια και τις καραμέλες του Μπαρόν Αβεντίς. Δίπλα η παραγκούλα του Ασαντούρ που έψηνε ηλιόσπορους, λεμπλεμπί (τουρκ. leblebi = στραγάλια), φυστίκια κι αμύγδαλα στο τηγάνι. Μετά ο χασάπης Καραμπέτ κι ο καμπούρης λούστρος Φιλίζ που το κασελάκι του είχε ζωγραφισμένες χανούμισσες».

Υπήρχαν πολλοί πλανόδιοι που παρασκεύαζαν μόνοι τους το εμπόρευμά τους. Ο Βαγγέλης Ντερμιντζόγλου αφηγείται:

«Στο Δουργούτι τα καλύτερα γλυκά τα πούλαγε ο “Σακραμέντο” με το τρίκυκλο που είχε μια βιτρίνα 1×1 μέτρο μπροστά με τα γλυκά, σάμαλι, τουλούμπες, τέτοια. Ήταν μάλλον Ρώσος εμιγκρές που είχε περάσει στη Γερμανία. Στο Δουργούτι ήρθε με μια Γερμανίδα δυο μέτρα που κράτησε καλή στάση στην Κατοχή, δεν ανακατεύθηκε να μπει σε υπηρεσία γερμανικιά. Αυτός έκανε τα καλύτερα γλυκά. Μετά το γύρισε στο να πουλάει φαΐ. Το “σακραμέντο” ήταν μάλλον μια βρισιά γερμανική που την έλεγε συνέχεια και του έμεινε σαν παρατσούκλι».

Εκτός της Αγοράς υπήρχαν φούρνοι, ξυλουργεία, σιδεράδικα και το γνωστό μαγαζί με είδη προικός των αδερφών Ασλάνογλου με το παρατσούκλι «Μπιζμπακάλης». Ο Βαγγέλης Ντερμιντζόγλου αφηγείται:

«Ο πατέρας των αδελφών Ασλάνογλου, νομίζω τον λέγανε Γιάννη, ήταν στην αρχή μπακάλης, αλλά πολύ βρόμικος. Γι’ αυτό τους κολλήσανε το παρατσούκλι “Μπις μπακάλης” (pis bakkal = τουρκ. ακάθαρτος μπακάλης)».

Στα αυτοσχέδια μαγαζιά με τα κάθε είδους εμπορεύματα ο πάγκος με τα εμπορεύματα έμπαινε συνήθως στο μπροστινό μέρος της παράγκας, από το εσωτερικό της οποίας τον χώριζε ένας μπερντές (κουρτίνα). Όλα σχεδόν διατηρούσαν πίσω πόρτα ώστε να παρακάμπτουν το ωράριο λειτουργίας.

Ο ΕΛΑΣ της πόλης δημιουργήθηκε στο Δουργούτι

Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) ιδρύθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1942. Το 1942 ο Νίκος Αλεξίου (Λοχαγός του Στρατού) τοποθετήθηκε διοικητής σε έναν Λόχο που ήταν τότε στα σπάργανα. Αφήγηση Νίκου Αλεξίου:

«Κατά έναν υπολογισμό του Α΄ Σώματος Στρατού ΕΛΑΣ της Αθήνας, οι πρώτοι ΕΛΑΣίτες ήταν, μέχρι τον Απρίλη 1942, 85 σε όλη την Αθήνα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1942, 210 στην Αθήνα και 75 στον Πειραιά. (…) Ο Λόχος που παρέλαβα απλωνόταν σε μια έκταση από τον Νέο Κόσμο [Δουργούτι] έως τη Βουλιαγμένη. Σε πολλές συνοικίες δεν υπήρχε καθόλου βάση… Στον Φάρο ήταν μια διμοιρία που την είχε ο Χρήστος Λεβεντέας. Στο Δουργούτι ήταν ο Βασίλης Βενετσανόπουλος. Μέχρι το τέλος του χρόνου η περιοχή αυτή είχε γίνει Τάγμα. ΕΑΜικός ήταν ο Κώστας Παλιός, μέλος του επιτελείου ήρθε ο Βασίλης Γρατσίας».

Ο Αλεξίου επιβεβαιώνει ότι τον Απρίλιο του 1942, που οι πρώτοι ΕΛΑΣίτες ήταν 85, στο Δουργούτι υπήρχε ο Λόχος. Σε γράμμα που έστειλε στον Γιόχαν, ο Τατούλ Τατουλιάν θυμάται:

«Καπετάνιος του Λόχου του ΕΛΑΣ στο Δουργούτι, στις αρχές του 1942, ήταν ο “Μπομποτάτζης”, ο Μουστάκιας [παραφθορά του τούρκικου bıyık, ο Γιώργος Ζαφειρόπουλος] και μετά, για ένα διάστημα στα μέσα του 1942, ανέλαβε ο Οβαννές Μκρτσιάν».

Όταν ο Αντρανίκ έγινε Καπετάνιος του Λόχου, γραμματέας της ΕΠΟΝ ανέλαβε ο Σαρκίς Αβεντισιάν. Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της πρώτης ομάδας του ΕΛΑΣ της πόλης έπαιξε ο Νεοκοσμίτης Διονύσιος Μεσολωράς (Νιόνιος), έφεδρος αξιωματικός του Ελληνοαλβανικού Πολέμου, που όταν η περιοχή έγινε Τάγμα αυτός έγινε Στρατιωτικός Διοικητής.

Στο βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη «Απάντηση σε πέντε ερωτήματα» η συγγραφέας μεταφέρει μαρτυρία σύμφωνα με την οποία:

«…Στ’ απόμερα δρομάκια της Αθήνας, στις νύχτες, στο σκοτάδι, ανάμεσα στις σφαίρες, ξυστά δίπλα στο εχτελεστικό απόσπασμα, δημιουργιόταν ο ΕΛΑΣ της πόλης. Ξεκίνησε απ’ το Δουργούτι, το 1942, με τους πρώτους 3 μαχητές (…) δύο αξιωματικούς κι έναν πολίτη… Ο Γ. (…) , παληκάρι απ’ τα πρώτα, τα λέει έτσι απλά κι’ ωραία, λες κι’ είνε μέγας ποιητής. “Εμείς στο Δουργούτι είμαστε οι Αρμένηδες. Σ’ όλη την Κατοχή μάς λέγανε Γερμανοί και χωροφύλακες: εσείς γιατί αγωνίζεστε, αφού δεν είνε πατρίδα σας ή Ελλάδα; Κι όμως εμείς επρωτοφιάσαμε τον ΕΛΑΣ της πόλης”».

Το 1944 Καπετάνιος του Λόχου ανέλαβε ο Αντρανίκ Γουγκασιάν, γραμματέας της ΕΠΟΝ από τις 7 Μαρτίου 1943. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΠΟΝ, τα «Παιδιά του Αραράτ» προσχώρησαν στη νέα οργάνωση. Μετά το Μεγάλο Μπλόκο, Καπετάνιος του Λόχου ανέλαβε ο Κλεάνθης Τοσουνίδης.

Η Μαρία Σακκάτου-Κυριακίδη γνώρισε τον Γιάννη Κυριακίδη ως μέλος του Λόχου του Δουργουτίου. Συναντήθηκε με τον Ιάσονα Χανδρινό κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για την ΟΠΛΑ και του εμπιστεύθηκε μια νεανική της φωτογραφία κάτω από την οποία σημειώνεται «μέλος της πρώτης ομάδας του ΕΛΑΣ Αθήνας (1942)». Αν δεν αναγράφεται η περιοχή δράσης αυτής της πρώτης ομάδας, αυτό δεν είναι πρωτοβουλία του συγγραφέα, αλλά συνειδητή παράλειψη των Γιάννη και Μαρίας Κυριακίδου.

Οι λόγοι της συνειδητής απόκρυψης του Δουργουτίου ως τόπου δημιουργίας της πρώτης ομάδας είναι προσωπικοί, πολιτικοί και ρατσιστικοί. Η Κυριακίδου καμάρωνε που ανήκε στην πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ της Αθήνας, δεν ήθελε όμως να συσχετιστεί η δράση της με εκείνη των «Αρμεναίων». Αντίθετα οι Ελληνο-Αρμένιοι, ακόμα μετά την αναγκαστική φυγή τους στη Σοβιετική Αρμενία, ήταν περήφανοι για τη συμμετοχή τους στις πρώτες ομάδες του ΕΛΑΣ της πόλης. Ο Βαγγέλης Ντερμιντζόγλου διηγείται:

«Η πρώτη δημιουργία του ΕΛΑΣ της Αθήνας έγινε στον συνοικισμό του Δουργουτίου. Στις επικίνδυνες αποστολές του ΕΛΑΣ την πρωτοκαθεδρία είχε το Δουργούτι».

Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Παντελή Αραπίνη «Το Δουργούτι των προσφύγων – “Η πόλη των παρτιζάνων” – Το πρόσωπο μιας χαμένης Πολιτείας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΔΙΟΜΟΡΦή

Διαβάστε επίσης:

Ω, λε φιλαλάκο!

«Ο αρχάγγελος των Βράχων»: Ένα βιβλίο-γροθιά που κόβει την ανάσα!

«Democracy» σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολάρι στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Keywords
ξηροι καρποι, Μιχάλης Κακογιάννης, αθηνα, ελλαδα, εθελ, φούρνοι, φαρμακεια, ελασ, στρατος, πειραιας, επον, νέα, δραση, συμμετοχή, ιδρυμα, κινηση στους δρομους, ρια αντωνιου, μετρο, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Καλή Χρονιά, μαρια πατσα, τελος του κοσμου, η ζωη ειναι ωραια, η ζωη, βρωμη, γερμανια, γλυκα, γυναικα, δουλεια, ζωα, νυχια, υψος, φωτογραφιες, φωτογραφια, ψυγεια, αγορα, αλεξιου, αμυγδαλα, απλα, αρμενια, αφηγηση, αφιξεις, αχυρο, βιβλιο, βροχη, γατες, γινει, γραμμα, γροθια, διαστημα, δημοσιο, διοικητης, δοχεια, δρομος, εγινε, εδαφος, εκστρατεια, ελασ, επον, επρεπε, ερευνα, ετσι απλα, ζωη, υπηρεσια, υπηρχαν, ιδρυμα, ηθικο, καφενειο, εκδοσεις, κειμενο, λοχος, μεχμετ, μπλοκο, μαρια, νερο, ομαδα, ουζερι, οικογενεια, πορτα, ρολο, συνεχεια, συμμετοχή, σιταρι, σκηνοθεσια, σφαγεια, ταβερνες, ταγμα, ταγματαρχης, τηγανι, τρικυκλο, φαρμακειο, φυγη, φυστικια, φούρνοι, χρηστος, αγνωστο, ειδη, ιδιαιτερο, κωστας, μπροστα, ομαδες, ποιητης, τοιχοι, υλικα, ξεκινησε, χερια, χωματερη
Τυχαία Θέματα