Το δημογραφικό πρόβλημα και η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης

Επωνύμως

 

Στην δημόσια πολιτική και επιστημονική συζήτηση  για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής  κοινωνικής  ασφάλισης  στην  Ελλάδα, παρατηρείται, μεταξύ  των  άλλων, η  προβολή,  με  υπερβολικούς  τόνους,  της  δημογραφικής  γήρανσης  στην  χώρα  μας. Κι΄αυτό  γιατί  η  γήρανση  του πληθυσμού προβάλλεται ως η κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), εκτός και  εάν,  κατά τον  λανθασμένο  ισχυρισμό  που  διατυπώνεται,  συντελεσθεί  η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης,

θεωρώντας, μεταξύ  των άλλων, ότι  θα  επιλυθεί  το δημογραφικό πρόβλημα της  χώρας  μας.

Όμως, σύμφωνα με την  σχετική  διεθνή  και  ευρωπαϊκή  βιβλιογραφία  καθώς  και την  έρευνα  μας,  η  δημογραφική  γήρανση  επηρεάζει  εξίσου  και  το  κεφαλαιοποιητικό  σύστημα, στο  οποίο  ο  κίνδυνος  της  γήρανσης  του  πληθυσμού  μεταφέρεται  εξολοκλήρου,  όπως  προκύπτει από την  διεθνή  εμπειρία,  στην  νέα  γενεά  των  ασφαλισμένων  και  στους  μελλοντικούς  συνταξιούχους  με την  μείωση  των  συντάξεων  των  μελλοντικών  γενεών, δεδομένου  όταν θα ζήσουν  περισσότερα  χρόνια  από τις  σημερινές  γενεές. 

Πιο  συγκεκριμένα,  υποστηρίζεται ότι αφού ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων αυξάνεται από το 34,6% το  2019 στο 59,9% το 2070 (EuroPop 2019), αυτό θα οδηγήσει σε βέβαιη αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης του  ΣΚΑ,  σε επιδείνωση της  δημοσιονομικής  κατάστασης  της χώρας μας και  σε αρνητική  επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Όμως, η  πραγματικότητα, σύμφωνα με  την  αναλογιστική  μελέτη  του Ν. 4670/2020, η οποία έχει  εγκριθεί   και  από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής  Ένωσης  είναι  διαφορετική. Στην  συγκεκριμένη   αναλογιστική  μελέτη έχουν ληφθεί υπόψη οι δυσμενέστερες για την χώρα μας υποθέσεις εργασίας τόσο για την μελλοντική πορεία του δημογραφικών συνιστωσών (γεννητικότητα, θνησιμότητα, μετανάστευση) που διαμορφώνουν την ηλικιακή δομή του πληθυσμού μιας  χώρας, όσο και των οικονομικών παραδοχών.

Σ΄αυτές, μεταξύ  των  άλλων,  θεωρείται ότι η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ για την περίοδο 2019-2070 θα είναι ίση με 1%, το ίδιο και η αύξηση των μισθών και της παραγωγικότητας της εργασίας. Δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν στο  βασικό  σενάριο  απαισιόδοξες  υποθέσεις εργασίας στο πλαίσιο της αρχής της σύνεσης κατά την εκπόνηση μακροχρόνιων αναλογιστικών υπολογισμών (Prudent Person Principle). Με βάση αυτές τις  απαισιόδοξες  υποθέσεις εργασίας για την μελλοντική πορεία των δημογραφικών και οικονομικών μεγεθών, η κρατική χρηματοδότηση  στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα μειωθεί από  8,3%  του  ΑΕΠ  το  2019 στο 4,8%  του  ΑΕΠ  το 2070(3,5% θεσμοθετημένη κρατική χρηματοδότηση και 1,3%  κρατική επιχορήγηση).

Το  επίπεδο   αυτής  της  κρατικής  χρηματοδότησης  θα αφορά την κύρια σύνταξη, αφού η κρατική χρηματοδότηση για την επικουρική ασφάλιση είναι μηδενική σύμφωνα με την   συγκεκριμένη  αναλογιστική μελέτη. Παράλληλα,  το  προσδόκιμο  ζωής, σύμφωνα  με  τις πιο  πρόσφατες  δημογραφικές προβολές  της Eurostat (Europop 2019), αυξάνεται  από 79 έτη (2019)  στα  86,4 έτη  για τους άνδρες  το  2070  και  αντίστοιχα  στις  γυναίκες  από  84,3  έτη (2019)  σε  90,3 έτη το  2070. Ένας  εργαζόμενος  που  θα  ασφαλιστεί  στο  κεφαλαιοποιητικό  ταμείο  επικουρικής  ασφάλισης,  θα  λάβει  μετά 40  έτη  εργασίας,  επικουρική  σύνταξη  η  οποία  θα  είναι  μειωμένη  κατά  30%  σε  σχέση  με  το   σημερινό  επίπεδο  μόνο  και  μόνο  λόγω  της  αύξησης  του  προσδόκιμου  ζωής.

Εάν  λάβουμε  υπόψη  και  τα  χαμηλά  επιτόκια  της  καμπύλης  επιτοκίων της  EIOPA, τότε  η  κεφαλαιοποιητική  επικουρική  σύνταξη  θα  είναι  μειωμένη  κατά  36%. Αυτό  σημαίνει  ότι  για  να  λάβει  η  νέα  γενεά  ασφαλισμένων του  κεφαλαιοποιητικού  συστήματος  την  ίδια  σύνταξη  με την σημερινή  γενεά,  θα  πρέπει  το  επίπεδο  των  εισφορών  που  θα  καταβάλλει  να  είναι 8,2%     και  όχι  6%  επί  του  μηνιαίου μισθού. 

Οπότε, η νέα γενιά για να λάβει   κεφαλαιοποιητική  επικουρική  σύνταξη, στο  ίδιο  επίπεδο  με τη σημερινή  επικουρική  σύνταξη, θα πρέπει είτε να μειώσει  το βιοτικό  της  επίπεδο,  αποταμιεύοντας περισσότερους   πόρους  και οι επιχειρήσεις να υποστούν αύξηση του μη μισθολογικού κόστους, είτε να αποδεχτεί  ότι θα λάβει  μικρότερη   επικουρική  σύνταξη κατά 35%  σε σχέση με την σημερινή γενιά.

Επίσης, οι γενεές  μέχρι το 2050 που θα είναι οι γενεές της μετάβασης από το αναδιανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα  επικουρικής  ασφάλισης θα επιβαρυνθούν με το κόστος μετάβασης που υπολογίζεται στα 62 δις ευρώ. Εάν όμως λάβουμε υπόψη   τις εξαγγελίες  κυβερνητικών παραγόντων ότι θα δημιουργηθεί ρήτρα για μη μηδενικές αποδόσεις, η θεσμοθέτηση κατώτατου ορίου σύνταξης και η καταβολή εισφοράς για την κάλυψη των κινδύνων της αναπηρίας και της χηρείας,  θα  συμβάλλουν  στην  αύξηση   του  κόστους  μετάβασης   στο  επίπεδο  των  72 δις ευρώ. 

Κι΄ αυτό   γιατί  εξ ορισμού  στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα  ατομικών  λογαριασμών, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κατώτατο όριο, ούτε ρήτρα για μη αρνητικές αποδόσεις. Άρα  οποιαδήποτε   αντίστοιχη  ρύθμιση  θεσμοθετηθεί  θα  χρηματοδοτείται   από τον Κρατικό  Προϋπολογισμό, με  ό,τι  αυτό  αρνητικά  συνεπάγεται   για  το  δημόσιο  έλλειμμα  και  το  δημόσιο  χρέος.

Κατά  συνέπεια,  επισημαίνεται  με  τον  πιο  εύληπτο  τρόπο,  ότι  η  κυβερνητική πρόθεση  κεφαλαιοποίησης  της  επικουρικής  κοινωνικής  ασφάλισης,  σημαίνει, μεταξύ  των  άλλων,  χρηματοδότηση  από  τον Κρατικό  Προϋπολογισμό,  ενώ  η  διατήρηση  του υπάρχοντος  συστήματος  επικουρικής  κοινωνικής  ασφάλισης  ακόμη και  με τις  πιο  απαισιόδοξες  υποθέσεις  εργασίας,  εξασφαλίζει    την  χορήγηση  μίας   μέσης  μηνιαίας  επικουρικής   σύνταξης  ύψους  220  ευρώ  και  χωρίς  καμία  επιβάρυνση  του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Με  άλλα  λόγια,  σε αντίθεση με την προτεινόμενη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στην οποία οι συντάξεις εξαρτώνται από την πορεία των χρηματιστηριακών αγορών, η επικουρική ασφάλιση, όπως λειτουργεί σήμερα, και  ο βαθμός απόδοσής  της  είναι, κατά  βάση, συνάρτηση της παραγωγικότητας της εργασίας, της αύξησης των μισθών, της αύξησης της απασχόλησης και του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, δεδομένου  ότι η απόδοση του   σημερινού  συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης   εξαρτάται  από  τον  ρυθμό   αύξησης του ΑΕΠ και   μείωσης   της  ανεργίας,   με  αποτέλεσμα  την  αύξηση   του  επιπέδου  της  σύνταξης   των μελλοντικών γενεών,  υπερνικώντας την γήρανση του πληθυσμού. 

Στις  συνθήκες  αυτές, εάν  λάβουμε υπόψη τους  κυβερνητικούς στόχους  μείωσης  της  ανεργίας  στο 8% μέχρι το 2030 και  επίτευξη  ετήσιων  ρυθμών ανάπτυξης 3%,  τότε το μέσο επίπεδο της υπάρχουσας   επικουρικής σύνταξης θα αυξηθεί  στο  επίπεδο  των  250 ευρώ,  χωρίς  να  απειλείται,  σύμφωνα  με  τους  μη  τεκμηριωμένους  ποσοτικά  ισχυρισμούς,  η  οικονομική  χρεοκοπία  και  η  κατάρρευση  του  ΣΚΑ  λόγω  της  δημογραφικής  γήρανσης. 

Επικουρική ΑσφάλισηΑΕΠταμείοδημογραφικό πρόβλημαHas video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα