Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την επίσκεψη Τσαβούσογλου

Ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας δεν ήρθε στην Ελλάδα για «να πάρει τη ρεβάνς», όπως προέβλεπαν μερικοί.

Δεν εγκατέλειψε, προφανώς, καμία από τις πάγιες τουρκικές πολιτικές θέσεις και στην «ιδιωτική» επίσκεψη στη Θράκη επανέλαβε το γνωστό αφήγημα περί «τουρκικής» μειονότητας, Κατά τα λοιπά όμως απέφυγε τις εμπρηστικές δηλώσεις. Ο λόγος είναι απλός: χωρίς να εγκαταλείψει την αναθεωρητική της στρατηγική, η Άγκυρα την περίοδο αυτή «δίνει εξετάσεις» σε Αμερική και Ευρώπη, ενόψει της συνάντησης Μπάιντεν-Ερντογάν και του

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου. Θέλει, συνεπώς, να αυτοπαρουσιάζεται ως θεραπαινίδα του διεθνούς δικαίου και του διαλόγου. Άλλωστε, η εύθραυστη οικονομία της δεν θα άντεχε ένα σοκ επιδείνωσης των σχέσεων είτε με ΕΕ είτε με ΗΠΑ.

Η συγκυρία, συνεπώς, ήταν θετική για την προώθηση ενός ουσιαστικού διαλόγου μαζί της με σκοπό την προώθηση των εθνικών μας θεμάτων. Δυστυχώς όμως η κυβέρνηση, ελλείψει ενεργητικής στρατηγικής και απροθυμίας να αναλάβει οποιοδήποτε πολιτικό ρίσκο, έθεσε χαμηλά τον πήχη, επιλέγοντας τη συζήτηση επί θεμάτων οικονομίας και χαμηλής πολιτικής, με σκοπό αποκλειστικά την εκτόνωση της έντασης. Πρόκειται για επικίνδυνη αυταπάτη. Ακόμη και εάν η Τουρκία για ένα διάστημα αποφύγει την εκ νέου κλιμάκωση της επιθετικής της συμπεριφοράς, ενόψει των «εξετάσεων» σε Ευρωπαίους και Αμερικανούς, σύντομα θα προσπαθήσει ξανά να επιβάλει τις θέσεις της με τη γνωστή επιθετικότητα, εάν η πρωτοβουλία των κινήσεων δεν περάσει στην δική μας πλευρά.

Με άλλα λόγια, δεν αρκεί ο διάλογος για τον διάλογο, ούτε μόνον ο διάλογος για την αποκλιμάκωση της έντασης ή κυρίως για οικονομικά θέματα. Χρήσιμα είναι και αυτά, δεν προωθούν όμως ουσιαστικά τα εθνικά μας συμφέροντα. Αντιθέτως, η διπλωματία μας θα πρέπει να επαναπροσανατολιστεί σε μία ενεργητική εξωτερική πολιτική, που δεν θα βάλει τα προβλήματα «στη γυάλα» αλλά θα επιδιώξει την επίλυση τους, επιδιώκοντας ο διμερής διάλογος να έχει ουσία και να επικεντρωθεί στα κρίσιμα θέματα. Η αναγκαία ένταξη της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων πρέπει να εξειδικευθεί με συγκεκριμένες προτάσεις.

Αυτό το νόημα έχει η πρόσφατη πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να συνδεθούν με συγκεκριμένο τρόπο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές προοπτικές της Τουρκίας.  Εάν αυτή επιστρέψει στον δρόμο της επιθετικότητας και της έμπρακτης ή ρητορικής αμφισβήτησης του διεθνούς δικαίου, οι κυρώσεις είναι μονόδρομος. Εάν, αντιθέτως, επιλέξει το δρόμο της βελτίωσης των σχέσεων της με την ΕΕ, ζητώντας αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, η χώρα μας πρέπει να απαιτήσει η ενεργοποίηση όποιας τυχόν νέας συμφωνίας να έχει ως προϋπόθεση τη συμφωνία της Τουρκίας να παραπεμφθεί η διαφορά για τις υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ στη  Χάγη. Έχω χαρακτηρίσει την πρόταση αυτή ως «Ελσίνκι plus». Κρατάμε, δηλαδή, αυτό που ήταν θετικό από το Ελσίνκι, την προσπάθεια να υπάρξει μια ενεργητική διπλωματία κίνησης και όχι ακινησίας, χωρίς τις «σκιές» του, την αναφορά σε «συνοριακές διαφορές». Η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο θα αφορά αυστηρά το νομικό θέμα οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, αποκλείοντας οποιαδήποτε συζήτηση για δήθεν γκρίζες ζώνες ή αποστρατιωτικοποιημένα νησιά.

Ο Ιούνιος είναι κρίσιμος μήνας. Σε αυτόν θα γίνουν οι συναντήσεις Ερντογάν-Μητσοτάκη, Ερντογάν-Μπάιντεν και το κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 25-26/6. Δεν είναι «κλωτσώντας το τενεκεδάκι παρακάτω» και ροκανίζοντας το χρόνο ο σωστός τρόπος να προωθήσουμε τις εθνικές θέσεις. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πρέπει, επιτέλους, να επιδιώξει, σε συνεργασία και με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, την διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής.

Οι ειδήσεις σήμερα από το topontiki.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα