«Ιδού το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας του 1949»

Οι πρόσφυγες αποτελούσαν για την πόλη υποδοχής ένα βάρος. Το βάρος τους εξαρτάτο από τον αριθμό τους αλλά και από το μέγεθος της πόλης. Εξαρτάτο, επίσης, και από τις καταστροφές που είχε αυτή υποστεί στο προηγούμενο διάστημα.

Στην Καλαμπάκα όλα σχεδόν τα σπίτια ήταν ερείπια∙ μη κατοικήσιμα. Το Υπουργείο Ανοικοδόμησης δεν διέθεσε χρήματα για την ανοικοδόμησή τους, αλλά για να φτιάξει έναν καταυλισμό για 16.700 πρόσφυγες, με παραπήγματα (ACICR, ό.π., τόμ. ΙΙ: 117-135).

Στα παραπήγματα αυτά στεγάστηκαν οι πληθυσμοί «των ξεκληρισμένων χωριών», σύμφωνα με τον Δημοκρατικό Στρατό· είχαν

στηθεί στην ανατολική παρυφή της Καλαμπάκας, στη θέση Πουλιάνα, αλλά υπήρχαν πρόσφυγες και στα γύρω χωριά (ΔΣΕ, ΚΓΑΝΕ στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ, τόμ. 9, έγγρ. 40). Και στη Στυλίδα, επίνειο της Λαμίας, το Υπουργείο Ανοικοδόμησης είχε επίσης κατασκευάσει έναν μεγάλο καταυλισμό με ξύλινες παράγκες (ACICR, ό.π., τόμ. ΙΙ: 117-135).

Στον Δομοκό και τη Λαμία

Σε κάποιες επαρχιακές πόλεις ή κωμοπόλεις οι πρόσφυγες ήταν πολύ περισσότεροι από τον ντόπιο πληθυσμό. Ο Δομοκός, με περίπου 2.000 κατοίκους, είχε πενταπλάσιους: σχεδόν 10.000. Οι 8.000 έμεναν στον καταυλισμό του Σιδηροδρομικού Σταθμού: είχαν μετατρέψει τις αποθήκες του σταθμού σε κατοικίες, χρησιμοποιώντας αυτοσχέδια υλικά, και εκεί, δίπλα, είχαν στήσει και σκηνές.

Και ενώ τον χειμώνα του 1948-49 ακόμα και ο θεσσαλικός κάμπος είχε σκεπαστεί με χιόνι, στον Δομοκό, που βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων, οι άνθρωποι κοιμόνταν σχεδόν στο ύπαιθρο (ACICR, ό.π., τόμ. ΙΙ: 117-135). Και η Μακρακώμη είχε περισσότερους πρόσφυγες από τους κατοίκους της. Αντίθετα, ο Βόλος είχε 8.000 πρόσφυγες, αλλά επειδή ήταν και μεγαλύτερη πόλη και διέθετε εγκαταλειμμένα σπίτια και, κυρίως, μεγάλες καπναποθήκες, οι πρόσφυγες είχαν τη δυνατότητα να διαβιώνουν πιο άνετα (ACICR, ό.π., τόμ. ΙΙ: 117-135). Η «άνεση» έχει να κάνει και με την εμπλοκή της περιοχής στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Βόλος είχε μικρότερη εμπλοκή από τη Λαμία.

Η Λαμία βρισκόταν κοντά στην Αθήνα αλλά και στον ορεινό όγκο της Πίνδου. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται από 16.000 έως 20.000 κατοίκους, και οι πρόσφυγες από 20.000 έως 35.000. Η διαφορά αυτή στα νούμερα, κυρίως των προσφύγων, έχει να κάνει με τον χρόνο που καταγράφονται. Η Λαμία αποτέλεσε και έναν ενδιάμεσο σταθμό για όσους διέθεταν δίκτυα συγγένειας στην Αθήνα. Μετά τη μάχη της Καρδίτσας (Δεκέμβριος 1948), ορισμένοι κάτοικοί της πήγαν στη Λαμία και από εκεί, όσοι μπόρεσαν, στην Αθήνα.

Στη Λαμία οι πρόσφυγες στεγάζονταν σε παράγκες ή σε «τολ», που το καλοκαίρι ψήνονταν από τη ζέστη και τον χειμώνα ξεπάγιαζαν από το κρύο. Υπήρχε και καταυλισμός με σκηνές, όπου είχαν χτίσει φούρνο για να ψήνουν το φαγητό και το ψωμί τους. Μαζί τους είχαν και τα ζώα τους. Για τις κατσίκες είχαν διατεθεί σκηνές, αλλά όχι για τα γαϊδούρια (ACICR, ό.π., τόμ. ΙΙ: 117-135).

«Οι ξεσπιτωμένοι της Ρούμελης»

Στην «Εξόρμηση» (1.7.1948) αναδημοσιεύεται από την αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» άρθρο που αναφέρεται στον προσφυγικό καταυλισμό της Λαμίας, με τίτλο «Οι ξεσπιτωμένοι της Ρούμελης». Σύμφωνα με τον ανταποκριτή, οι σκηνές και τα παραπήγματα είχαν στηθεί σε μια κατηφοριά και δίπλα περιφέρονταν κατσίκες, βόδια και γουρούνια. Ο συντάκτης θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή αποτελούσε «στίγμα για τον πολιτισμό» και ότι οι κάτοικοι της Αθήνας θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν όσα είδε αυτός. Θεωρεί ακόμα ότι θα ενσκήψουν αρρώστιες το καλοκαίρι «χάρις στο στοίβαγμα στις παράγκες και την έλλειψη νερού που παρουσιάζεται, πού; στη Λαμία;».

Τη Λαμία, τον Δομοκό και τη Μακρακώμη επισκέφτηκε και ο εκπρόσωπος του ΔΕΣ Α. Λαμπέρ. Έφυγε από την Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 1948, επέστρεψε ύστερα από τρεις ημέρες και ενημέρωσε τον ΕΕΣ ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για βοήθεια. Στις 7 Ιανουαρίου πήγε ξανά, αφού ετοίμασε μια αποστολή με 400 κιλά φάρμακα και άλλα είδη. Στην αναφορά του περιγράφει μια κατάσταση δυστυχίας και απελπισίας. Αισθάνεται και προσωπικά αποθαρρημένος και απελπισμένος, και αναρωτιέται πώς κατορθώνει αυτή η χώρα να στέκεται ακόμα όρθια.

Η εικόνα που περιγράφει από τη Μακρακώμη είναι εφιαλτική. Τα σπίτια είχαν υποστεί διπλή καταστροφή: στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Οι κάτοικοί της, για να εξασφαλίσουν μια αβέβαιη στέγη, είχαν στερεώσει σανίδες πάνω στους καμένους τοίχους και τα χαλάσματα. Το σχολείο στεγαζόταν σε ένα «τολ». Και ενώ οι μόνιμοι κάτοικοι ήταν ήδη υπερβολικά στοιβαγμένοι και στριμωγμένοι, είχαν επιπλέον συρρεύσει και πρόσφυγες.

Μία από τις λύσεις που επέλεξαν, για να στεγαστούν, ήταν να φτιάξουν αυτοσχέδιες καλύβες. Αποδείχτηκαν πιο ανθεκτικές από τις σκηνές, οι οποίες κατέρρευσαν ύστερα από μια κατακλυσμιαία βροχή (ACICR, ό.π., τόμ. ΙΙ: 117-135). Το πανί ήταν ευάλωτο στη βροχή, αλλά ήταν σίγουρα πιο ευάερο από τη λαμαρίνα των «τολ»: πολύ κρύα τον χειμώνα και ανυπόφορα ζεστά το καλοκαίρι.

Μάτια γεμάτα απελπισία και φόβο

Στην Έκθεσή του ο Α. Λαμπέρ γράφει ότι, πηγαίνοντας για τη Μακρακώμη, το κρύο ήταν φοβερό, η ομίχλη πυκνή και ο δρόμος γεμάτος λάσπες, επειδή έβρεχε για πολλές ημέρες. Κάθε φορά που το Jeep έπεφτε σε λακκούβα, η λάσπη πεταγόταν μέχρι τη σκεπή του αυτοκινήτου και έχαναν την ορατότητα. Θεωρεί ότι το χειρότερο από όλα, στην κατεστραμμένη κωμόπολη, ήταν η «βασιλεία» της λάσπης. Είχε πάχος είκοσι εκατοστά στις πιο «ξηρές» τοποθεσίες. Όταν έφτασε στη Μακρακώμη, αντίκρισε ενηλίκους και παιδιά πεινασμένους και φοβισμένους. Στα λασπωμένα πρόσωπα, τα μάτια των ανθρώπων ήταν γεμάτα απελπισία και φόβο, γράφει.

Γράφει, επίσης, όπως και ο δημοσιογράφος από την Αθήνα που έκανε ρεπορτάζ για τη Λαμία, ότι ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει και να κατανοήσει κάποιος, που δεν είχε δει αυτούς τους καταυλισμούς, ότι ήταν δυνατόν να υπάρξει τέτοια και τόση δυστυχία. Οι πρόσφυγες ζούσαν χειρότερα από τα ζώα, προσπαθώντας να αποφύγουν τη σκληρότητα, τα βασανιστήρια, τη βία και τον θάνατο. Ζούσαν μέσα στον φόβο και την ανασφάλεια. Και ο Α. Λαμπέρ κατέληγε: «Ιδού το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας του 1949» (ACICR, ό.π., τόμ. ΙΙ: 117-135).

Πράγματι, έξω από τα πεδία των μαχών, το πρόσωπο της Ελλάδας βρισκόταν στη θλιβερή πραγματικότητα των προσφυγικών καταυλισμών, οι κάτοικοι των οποίων ζούσαν μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες, ώστε αδυνατούσαν να διεκδικήσουν την κρατική πρόνοια ή έστω κάποια «βοήθεια».

* Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Μετακινήσεις πληθυσμών» του βιβλίου της Τασούλας Βερβενιώτη «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου – Η δυναμική της μνήμης», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκκίδα

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Πήραμε (;) γάτα

Βιβλίο: Προτάσεις

Βιβλίο: Εισαγωγή στη μέρα

Keywords
Τυχαία Θέματα
Ιδού, Ελλάδας, 1949,idou, elladas, 1949