Ένα «σεξτέτο» για τις τράπεζες...

ΠΟΛΙΤΙΚΗΈντυπη Έκδοση

Οι παράγοντες που θα καθορίσουν αν θα χρειαστούν νέα κεφάλαια

Νέες ζημιές δεκάδων δισεκατομμυρίων θα πρέπει να προκύψουν από νέα «κόκκινα» δάνεια στις τέσσερις συστημικές τράπεζες ώστε να βρεθούν μπροστά στην απειλή μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης, λένε τραπεζικές πηγές, μετά την προ τριμήνου συγκέντρωση φρέσκων κεφαλαίων ύψους 14,4 δισ. ευρώ. Παρά το γεγονός ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προεξοφλεί ένα καταστροφικό σενάριο, οι διοικήσεις των τραπεζών εκτιμούν ότι οι πιθανότητες είναι εξαιρετικά μικρές και ότι δεν θα συντρέξουν οι λόγοι που θα οδηγήσουν σε νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Σημειώνεται ότι η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού κλάδου ανέρχεται περίπου στο 19%. Ο δείκτης δηλαδή της κεφαλαιακής επάρκειας του κλάδου αντιστοιχεί στο διπλάσιο του ελάχιστου ορίου που έχει τεθεί για τις ελληνικές τράπεζες. Οι προϋποθέσεις πάντως υπό τις οποίες οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να αναγκαστούν να αναζητήσουν νέα κεφάλαια από τις αγορές τους επόμενους 18 μήνες είναι οι ακόλουθες:Η συνέχιση της ύφεσης.Η μη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας.Η μη απελευθέρωση πωλήσεων «κόκκινων» δανείων.Η αναποτελεσματική διαχείριση των τραπεζών στα «μη εξυπηρετούμενα δάνεια» που θα κρατήσουν στα χαρτοφυλάκιά τους.Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης που έχουν συμφωνήσει οι διοικήσεις με τις εποπτικές αρχές.Αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιβάλλει την (μερική ή ολόκληρη) αντικατάσταση των εποπτικών κεφαλαίων που αντιστοιχούν στον αναβαλλόμενο φόρο του κάθε πιστωτικού ιδρύματος.Τραπεζικά στελέχη και οικονομικοί αναλυτές αναφέρουν ότι αυτοί οι παράγοντες θα κρίνουν την πορεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και επομένως θα καθορίσουν εάν θα χρειαστούν σύντομα νέα κεφάλαια. Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι, αν δεν χρειαστούν νέα κεφάλαια, οι ίδιοι παράγοντες θα κρίνουν τον βαθμό εξυγίανσης των τραπεζών, αλλά και τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Ο ρόλος που παίζει η πορεία της οικονομίας είναι καθοριστικός, αφού μεταξύ άλλων κρίνει και τον ρυθμό αύξησης ή μείωσης των «κόκκινων» δανείων. Σε ένα ευνοϊκότερο οικονομικό περιβάλλον, η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών είναι μεγαλύτερη από ό,τι σε ένα περιβάλλον ύφεσης. Τα «κόκκινα» δάνειαΈτσι η ταχύτητα με την οποία θα επιτευχθεί η βελτίωση των δημοσιονομικών θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο αν και σε ποιον βαθμό οι ιδιώτες δανειολήπτες αλλά και οι επιχειρήσεις θα ανακτήσουν τη δυνατότητα να πληρώνουν μέρος ή ολόκληρη τη δόση των δανείων που έχουν συνάψει με τις τράπεζες. Σε περίπτωση που δεν βελτιωθεί το οικονομικό περιβάλλον, τότε θα συνεχιστεί η αύξηση των «κόκκινων» δανείων και οι τράπεζες θα φτάσουν στο σημείο να αναζητήσουν νέα κεφάλαια για να απορροφήσουν τις νέες ζημιές, πλέον ενός αποθέματος για το μέλλον. Επιπλέον, σημαντικός παράγοντας αναδεικνύεται και το αν θα καταφέρει η χώρα να γίνει ανταγωνιστική στους κλάδους όπου έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα και έχουν προοπτική ανάπτυξης. Εφόσον οι πολιτικές οδηγήσουν στη σωστή κατεύθυνση τις επιχειρήσεις, τότε ορισμένοι από τους κλάδους της οικονομίας θα ενισχυθούν και σε αυτούς θα αυξηθεί και η απασχόληση, που θα δώσει τη δυνατότητα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αποπληρώνουν τα χρέη τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτά αναφέρουν οικονομικοί και τραπεζικοί αναλυτές, οι οποίοι εκτιμούν ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι τράπεζες θα μπορούσαν να παίξουν τον κυρίαρχο ρόλο τους, δηλαδή τη διοχέτευση ρευστότητας στην ελληνική οικονομία και να είναι αποτελεσματικές, αφού θα έχουν εφαρμόσει νέα κριτήρια στις δανειοδοτήσεις, τα οποία θα είναι σύμφωνα με τα διεθνή τραπεζικά πρότυπα. Το ΔΝΤ, μεταξύ άλλων, προεξοφλεί ότι η ΕΚΤ θα ζητήσει την αντικατάσταση των εποπτικών κεφαλαίων που αντιστοιχούν σε αναβαλλόμενο φόρο. Τα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση ανέρχονται σε περίπου 33 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισ. αντιστοιχούν σε αναβαλλόμενο φόρο. Μάλιστα, κάθε μία τράπεζα έχει από 4 έως 5 δισ. ευρώ αναβαλλόμενο φόρο, ο οποίος προσμετράται ως εποπτικό κεφάλαιο. ΥπερφορολόγησηΤα ποσά που προκύπτουν από τον αναβαλλόμενο φόρο και προσμετρώνται στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών προκύπτουν από την υπερφορολόγηση τόκων στο παρελθόν από ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Είναι στην ουσία ένα λογιστικό ποσό, μία πίστωση φόρου που ισοδυναμεί με δυνητική επιστροφή φόρων σε βάθος χρόνου, έναντι των οποίων μπορούν να συμψηφιστούν μελλοντικοί φόροι εισοδήματος, εφόσον υπάρχουν κέρδη στην επιχείρηση / τράπεζα. Υπό την έννοια αυτή, ο αναβαλλόμενος φόρος δεν αντιστοιχεί σε κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να απορροφηθούν λειτουργικές ζημίες της τράπεζας. Δεν είναι δηλαδή πραγματικά κεφάλαια. Όμως οι ευρωπαϊκές τραπεζικές εποπτικές αρχές, δεδομένης της τραπεζικής κρίσης, αποφάσισαν να συνυπολογίσουν προς το παρόν τον «αναβαλλόμενο φόρο» στα ίδια εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών για να ενισχυθεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια. Το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου που προσμετράται στα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών είναι στο 57% του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες, των οποίων το ποσοστό δεν υπερβαίνει το 20% στις πιο ακραίες περιπτώσεις. Είναι εκπεφρασμένη η πρόθεση των ευρωπαϊκών τραπεζικών εποπτικών αρχών σταδιακά να μειώσουν τα ποσά της αναβαλλόμενης φορολογίας που συνυπολογίζονται στα εποπτικά κεφάλαια. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει και να εισέλθουν γρήγορα σε κερδοφορία για να χρησιμοποιήσουν τον αναβαλλόμενο φόρο που τους αντιστοιχεί εκπίπτοντάς τον από τη φορολογία, αυξάνοντας έτσι τα κεφάλαια και τα αποθεματικά τους, ή να κάνουν νέες αυξήσεις κεφαλαίου για να συμπληρώσουν τα απαραίτητα ποσά κεφαλαιακής επάρκειας. Τράπεζεςκόκκινα δάνειαΔΝΤκεφάλαιαIssue: 1907Issue date: 10-03-2016Has video:
Keywords
Τυχαία Θέματα