ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Όψεις των Νοεμβριανών (Μέρος δεύτερο)

Στις 26 Μαΐου 1916, ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης, ο υπουργός Στρατιωτικών Ιωάννης Γιαννακίτσας, ο αναπληρωτής επιτελάρχης του Στρατού Ιωάννης Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Κωνσταντίνου, αποφάσισαν την ατιμωτική παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους!

Όταν οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους συμμάχους τους είχαν ήδη αρχίσει οι συγκρούσεις

του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Από τον Νοέμβριο του 1915 μέχρι τις αρχές του επόμενου καλοκαιριού του 1916, οι Γερμανοί προσπαθούσαν να βρουν μια «έξυπνη» λύση που θα εξυπηρετούσε την προώθηση των γερμανικών συμφερόντων στη Βαλκανική, δίχως, ωστόσο, να εκτίθεται η Ελλάδα στις σχέσεις της με τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Το εγχείρημα, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί εκ νέου η πιθανότητα μιας γερμανοβουλγαρικής εισβολής στην ελληνική Μακεδονία.

Από την άλλη, οι Γερμανοί, που αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου έναν δικό τους άνθρωπο, κατανοούσαν τις δυσκολίες της Ελλάδας να λάβει ξεκάθαρη θέση υπέρ των Γερμανών, αλλά προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην την αφήσουν να πέσει στα χέρια των εχθρών της Γερμανίας. Αυτό εξάλλου ίσως παρακινούσε τη Ρουμανία να κινηθεί εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στη γερμανική πολιτική στα Βαλκάνια.

Αυτός είναι και ο λόγος που το Βερολίνο συγκράτησε τη Βουλγαρία και την Τουρκία από το να κινηθούν εναντίον της Ελλάδας και μάλιστα βοήθησε οικονομικά τον Κωνσταντίνο. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον διωγμό του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Από την άλλη, η Τουρκία δεν επιθυμούσε να ενταχθεί η Ελλάδα στις Κεντρικές Δυνάμεις, έτσι ώστε να μπορέσει να δώσει μια οριστική λύση και με τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας στα πρότυπα της γενοκτονίας της Αρμενίας.

Είναι χαρακτηριστικά αυτά που διαμηνύει στο Βερολίνο ο Γερμανός ναυτικός ακόλουθος στην Κωνσταντινούπολη: «…η επιθυμία του τουρκικού σωβινισμού είναι να λύσει το ελληνικό πρόβλημα κατά τη διάρκεια του πολέμου, με τον ίδιο τρόπο που αυτός (ο Εμβέρ πασάς) πιστεύει πως έχει δώσει λύση και στο αρμενικό πρόβλημα».

Γίνεται φανερό ότι οι συνεχιζόμενοι διωγμοί των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και το οξυνόμενο προσφυγικό πρόβλημα θα ενίσχυαν τη θέση του Βενιζέλου, που ήταν η συμμετοχή της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάγκη μιας ελληνοτουρκικής συνεννόησης υπό τη γερμανική αιγίδα θα μπορούσε να βάλει φρένο στις διώξεις του ελληνικού στοιχείου στην Τουρκία, έτσι ώστε να λύσει έναν μεγάλο πονοκέφαλο του Κωνσταντίνου στο εσωτερικό της Ελλάδας.

Αυτό το πλεονέκτημα προσπαθούσε μέσω της διπλωματίας να κερδίσει η φιλοβασιλική πτέρυγα με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιτελείου Στρατού, όπου οι περισσότεροι αξιωματικοί είχαν τοποθετηθεί από τον Βενιζέλο – παρά τη φιλοβασιλική τους προέλευση – σε ένδειξη εκ μέρους του καλής θελήσεως απέναντι στον Κωνσταντίνο. Επικεφαλής αυτής της πολιτικής υπήρξε, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος πρότεινε στο Βερολίνο να μεσολαβήσει για την επίτευξη μιας συμφωνίας για την αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας μεταξύ της Ελλάδας με την Τουρκία και τη Βουλγαρία που συμμετείχαν στον συνασπισμό των Κεντρικών Δυνάμεων εναντίον της Αντάντ.

Το σχέδιο αυτό δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τη Γερμανία, καθώς έκρινε ότι για κανέναν λόγο δεν θα δεχόταν ούτε η Τουρκία ούτε η Βουλγαρία να συναινέσουν στην αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.

Επίσης, το Βερολίνο γνώριζε ότι η Ελλάδα ως σύμμαχος θα αποτελούσε πρόβλημα, καθώς σε περίπτωση ναυτικού της αποκλεισμού από την Αντάντ θα αντιμετώπιζε ζήτημα λιμού. Η ουδετερότητα της Ελλάδας αντίθετα χάριζε στη Γερμανία περισσότερα πλεονεκτήματα. Αν και το Βερολίνο δεν ξέκοβε τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου και του Μεταξά, δεν έδειχνε, ωστόσο, και ιδιαίτερη θέρμη να τις υιοθετήσει, περιοριζόμενο σε μια στάση αναβλητικότητας μέχρι να ξεχαστεί το θέμα.

Βέβαια οι Γερμανοί υποστήριζαν τον Κωνσταντίνο ως δικό τους άνθρωπο στην Ελλάδα και έτσι αποφάσισαν τουλάχιστον να τον ενισχύσουν οικονομικά σε μια περίοδο που η οικονομική βοήθεια ήταν μάννα εξ ουρανού. Στα τέλη του 1915, το βασικό πρόβλημα των Γερμανών ήταν η παρουσία των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Μακεδονία. Ο Κωνσταντίνος τότε διεμήνυσε στο Βερολίνο ότι εφόσον οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν να εκκενώσουν τη Μακεδονία, δεν θα είχε αντίρρηση για μια αυστρογερμανική επίθεση εναντίον τους με την προϋπόθεση να μην συμμετέχουν στις επιχειρήσεις οι Βούλγαροι, γιατί αυτό θα το χρησιμοποιούσε ως επιχείρημα ο Βενιζέλος στο εσωτερικό της Ελλάδας.

Η μη συμμετοχή των Βουλγάρων σε περίπτωση επίθεσης των Κεντρικών Δυνάμεων εναντίον της Συμμαχίας δεν έγινε αποδεκτή από τους Γερμανούς. Ο Κωνσταντίνος τότε υποχώρησε, αφού έλαβε διαβεβαιώσεις για την αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και την εκχώρηση του Μοναστηρίου στην Ελλάδα. Το Βερολίνο στα παζάρια του με τον Κωνσταντίνο γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ήταν έτοιμος για μεγαλύτερες παραχωρήσεις, καθώς αυτός και οι άνθρωποί του επιθυμούσαν όσο τίποτε άλλο να ρίξουν οι Γερμανοί τους Συμμάχους στη θάλασσα…

Τόσο πολύ ήθελαν αυτή την εξέλιξη, ώστε ο Ιωάννης Μεταξάς έφτασε στο σημείο να πληροφορήσει το Βερολίνο ότι η Αθήνα θα δεχόταν ακόμα και την κατάληψη της Καβάλας καθώς και άλλων παραθαλάσσιων περιοχών. Το ενδεχόμενο αυτής της πολεμικής εξέλιξης κρατούσε σε εγρήγορση την Αθήνα, που συζητούσε με το Βερολίνο το ενδεχόμενο μιας επίθεσης εναντίον της Θεσσαλονίκης. Οι βασιλόφρονες συζητούσαν όλα τα ενδεχόμενα με τους Γερμανούς σε ένα παζάρι συνεχές, έχοντας ως βασική επιδίωξη την εκδίωξη των Συμμάχων από τα Βαλκάνια!

Στις 10 Μαΐου με το παλιό ημερολόγιο, η Αθήνα πληροφορήθηκε την επικείμενη εισβολή των Γερμανών στο Ρούπελ, όπως επίσης το ότι δεν θα λάμβαναν υπόψη τους κάποιες απαιτήσεις του Κωνσταντίνου σχετικά με τον βουλγαρικό στρατό. Έτσι, οι Κεντρικές Δυνάμεις αναγνώρισαν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και υποσχέθηκαν την κυριαρχία της στα εδάφη που θα καταλάμβαναν.

Στο μεταξύ, το πρωί της 13ης Μαΐου, 26.000 Βούλγαροι στρατιώτες εισέβαλαν στην Ελλάδα έχοντας επικεφαλής μια γερμανική μοίρα που κατευθυνόταν στο Ρούπελ. Εκεί δόθηκε μια μικρή μάχη όπου σημειώθηκαν σειρά λαθών, ανοησιών και παρεξηγήσεων. Η φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη τότε παρουσίασε τα γεγονότα ως αποτέλεσμα μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης δίχως να έχει συμφωνηθεί πριν κάτι σχετικό μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε πιστευτό από τους Βενιζελικούς ούτε και από τους Συμμάχους.

Εν κατακλείδι, λοιπόν, η προσκείμενη στον βασιλέα κυβέρνηση Σκουλούδη για να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός υπέρ των Γερμανών αποφάσισε την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους – συμμάχους των Γερμανών. Ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης, ο υπουργός Στρατιωτικών Ιωάννης Γιαννακίτσας, ο αναπληρωτής επιτελάρχης του Στρατού (και κατοπινός δικτάτορας) Ιωάννης Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Κωνσταντίνου, αποφάσισαν την προδοτική παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους, στις 13/26 Μαΐου 1916, όπως και την παράδοση της Καβάλας…

Διαβάστε επίσης:

Τα κέρδη της Αθήνας στη μακρόσυρτη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση

Δείκτης οικονομικού κλίματος: Ανώμαλη προσγείωση στο 98,3 τον Οκτώβριο

«Παρακρατικός μηχανισμός με κάλυψη Μητσοτάκη»: Στη Δικαιοσύνη πέφτει το βάρος από το ΠΑΣΟΚ για τις υποκλοπές

Keywords
Τυχαία Θέματα
ΑΦΙΕΡΩΜΑ, Όψεις, Νοεμβριανών Μέρος,afieroma, opseis, noemvrianon meros