Ο βασιλιάς του Μιζεριστάν

της Μαρίας Ψαρρού
[email protected]
Υποψηφίας Διδάκτωρος Τμ. Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού Παντείου Πανεπιστημίου 01/09/2011

Σε μια μακρινή χώρα που την έλεγαν Μιζεριστάν κατοικούσαν πολλά μικρά ανθρωπάκια με σκυμμένο κεφάλι και θλιμμένο πρόσωπο. Ο βασιλιάς τους που ζούσε με τη μονάκριβη κόρη του σ’ ένα τρανό παλάτι με μια απέραντη αυλή, παρέα με νάνους, μαριονέτες που....
τσακώνονταν συνέχεια για την καλύτερη θέση στο ράφι, κάτι παράξενα πλασματάκια με τεράστιες γλώσσες που έκαναν ακροβατικά για να διασκεδάζουν το βασιλιά τους και μια ξύλινη
κούκλα με μια πελώρια μύτη.

Κάθε μέρα στο Μιζεριστάν ήταν τόσο ίδια με την προηγούμενη που οι κάτοικοι της χώρας δεν ξεχώριζαν τη μέρα από τη νύχτα, το χειμώνα από το καλοκαίρι. Σκυμμένα κεφάλια και θλιμμένα πρόσωπα σε όλη τη χώρα, τσακωμοί και ακροβατικά στην απέραντη αυλή του βασιλιά ξανά και ξανά.

Ώσπου μια μέρα, ένα από τα πλασματάκια με τις τεράστιες γλώσσες, εκείνο που συνήθιζε να κάνει τα πιο περίτεχνα ακροβατικά για να διασκεδάσει το βασιλιά, με με μια αλλόκοτη κωλοτούμπα βρίσκεται μπροστά του και του λέει:

- Καλημέρα πολυχρονεμένε μου αφέντη!

- Καλημέρα Αιθελόντη, απαντά ο βασιλιάς.

- Άρχοντα μου, στην άλλη άκρη του βασιλείου σου, είπανε πως είδαν κάποιον από τους υπηκόους σου να χαμογελά και να σηκώνει ψηλά το κεφάλι του. Λένε μάλιστα πως αντίκρισε ακόμη τον ήλιο και τον ουρανό!

Όλη η αυλή σάστισε και ο βασιλιάς έβγαλε μια φωνή που ακούστηκε στα πέρατα της χώρας:

- Ψάξτε σε κάθε γωνιά της χώρας μου και βρείτε αυτόν που παράκουσε το λόγο μου! Όποιος τον βρει και τον οδηγήσει στο παλάτι μου θα πάρει το μισό βασίλειό μου!

Οι νάνοι, οι μαριονέτες, τα πλασματάκια με τις τεράστιες γλώσσες και η ξύλινη κούκλα με την πελώρια μύτη βάλθηκαν να τρέχουν πανικόβλητα για να ικανοποιήσουν την επιθυμία του βασιλιά τους. Σκορπίστηκαν και όργωσαν το Μιζεριστάν από άκρη σε άκρη, προσπαθώντας να βρουν αυτόν που παράκουσε την εντολή του βασιλιά και ατίμωσε τη χώρα.

Οι μαριονέτες περπατούσαν πολύ αργά, όχι μόνο γιατί τα χέρια και τα πόδια τους ήταν δεμένα με σχοινιά, αλλά και γιατί τσακώνονταν και πάλι μεταξύ τους για την καλύτερη διαδρομή όπως έκαναν προηγούμενα για την καλύτερη θέση στο ράφι.

Οι νάνοι, όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να φτάσουν τα ψηλά δέντρα για να ψάξουν τα κλαδιά τους, ούτε να δουν αν κρυβόταν κανείς πίσω από τα πανύψηλα τείχη του Μιζεριστάν.

Τα πλασματάκια με την τεράστια γλώσσα λαχάνιασαν τόσο από το πολύ περπάτημα που η γλώσσα τους βγήκε ακόμη πιο έξω. Έγινε μάλιστα τόσο μεγάλη που με κόπο πια μπορούσαν να τη σηκώνουν.

Τότε η ξύλινη κούκλα με την πελώρια μύτη σκέφτηκε:

Κανείς από τους άλλους αυλικούς δεν κατάφερε να βρει τον υπήκοο που γελά και κοιτά τον ουρανό και τον ήλιο. Η μόνη ελπίδα του βασιλιά είμαι εγώ! Αλλά πώς θα τον αναγνωρίσω; Στο Μιζεριστάν δεν έχω δει ποτέ κανέναν πο
Keywords
Τυχαία Θέματα