Μια ‘άλλη Ελλἀδα’ που ψάχνει στα αζήτητα για τροφή…

“Καλύτερα να κρατήσω τη σύνταξη για κρέας”…

Με το τέλος της λαϊκής, ηλικιωμένοι, άνεργοι, αλλοδαποί ψάχνουν τρόφιμα

Περπατάω την οδό Νάξου. Τα φορτηγά την κόβουν κάθε τόσο στη μέση. Οι μισοί πάγκοι έχουν γίνει ξανά τάβλες και χαλύβδινα καβαλέτα. Οι έμποροι φορτώνουν τις.....
καρότσες. Στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας, μια γυναίκα γύρω στα 70 ψαχουλεύει πεταμένες μπανάνες. «Είναι απίθανο να βρεις καλές, αυτές λιώνουν εύκολα», μου λέει. Τα χέρια της ώς τον αγκώνα είναι πασαλειμμένα από χυμούς. Νομίζει πως είμαι εδώ για την ίδια δουλειά μ’ εκείνη.
«Δημοσιογράφος», της
λέω. Σηκώνει τους ώμους χωρίς καν να σταματήσει το ψάξιμο. «Εμένα πάντως οι δικοί μου το ξέρουν», κάνει όταν τη ρωτάω.

«Τους ξένους να ντραπώ;». Με δύο μαυρισμένες μπανάνες στην ποδιά της, η κ. Αλίκη κάθεται στα σκαλάκια. «Θες;» κάνει προτείνοντάς μου τη μία μπανάνα. Γελάει, θέλει να με πειράξει.

«Πρώτη φορά ήρθα έτσι στη λαϊκή, πέρυσι τον χειμώνα», λέει. «Σκέφτηκα πως καλύτερα να κρατήσω τη σύνταξή μου για το κρέας». Η κ. Αλίκη κουνάει το κεφάλι. «Μισοκρυβόμουν λιγάκι, ξέρεις τώρα. Αλλά είδα κάτι πορτοκάλια στο πεζοδρόμιο. Ξεδιάλεξα τρία, τέσσερα. Οπως σηκώθηκα, στα δύο βήματα, «Αλίκη!», ακούω. «Τι γίνεσαι;». Ηταν μια ξαδέλφη. Ενας Θεός ξέρει από πότε είχα να τη δω. Πάγωσα. Η γυναίκα δεν έδειξε τίποτα, και ίσως και να μην είδε τι κάνω, τι να σου πω; Εγώ πάντως δεν την ήξερα αυτή την ντροπή μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σκέψου, όταν χωρίσαμε ήταν το σπίτι μου απ’ την άλλη μεριά, και περπάτησα ένα χιλιόμετρο ανάποδα μη στρίψω και την ξανασυναντήσω. Βρε πώς ντρεπόμουνα τότε»!

Η κ. Αλίκη μονολογεί. Και με τις μπανάνες στη σακούλα της σηκώνεται ξανά, σπρώχνοντας με το χέρι τα σκαλιά. Στο ύψος της οδού Μυτιλήνης, βρίσκω τον Βενάτ που μαζεύει κρεμμύδια. Ενα αγοράκι οκτώ χρονών παρακολουθεί τις κινήσεις του πεσμένο στα γόνατα. Ο Αχμεντάν προσπαθεί με απλωμένα τα χεράκια του να συγκρατήσει τα κρεμμύδια, να μη φύγουν. Ο έμπορος τ’ άδειασε πιο πάνω, αλλά αυτά κύλησαν την κατηφόρα ώς τον υπόνομο. Μερικά πήγαν κάτω απ’ τη σχάρα, μερικά κόλλησαν στο σίδερο. Τα περισσότερα από αυτά τα κρύβει ένα στρώμα από ξερά κόκκινα φύλλα.

«Πώς θα τα μαζέψεις τώρα;», ρωτάω τον Βενάτ. «Με υπομονή», απαντάει, και όπως είναι σκυμμένος κολλάει σχεδόν το πρόσωπό του στο ρείθρο. Ο Βενάτ είναι απ’ το Κουρδιστάν. Εχει 15 χρόνια εδώ, τα 13 είχε δουλειά, αλλά τώρα έχει δύο παιδιά νηστικά. Ολα αυτά τα λέει σκυφτός, ψηλαφώντας τα κρεμμύδια μες στα φλούδια. Ξαφνικά βλέπει ένα πιο μακριά, «Αχμεντάν!» φωνάζει και κάνει νόημα στο μικρό να πάει να το ψάξει.

Το αγόρι τρέχει πρόθυμα, μαζεύει το κρεμμύδι απ’ τις λάσπες. Δεν τον νοιάζει που τον κοιτάζω. Ο έπαινος του μπαμπά του είναι πιο σημαντικός απ’ τα μάτια των ξένων.

Γύρω, ο κόσμος ψωνίζει. Η λαϊκή σε εξέλιξη. Ενας έμπορος πηδάει σχεδόν πάνω απ’ την πλάτη του Βενάτ να πάει στον πάγκο του, αλλά εκείνος δεν κουνιέται πόντο. Υπάρχουν αρκετά κρεμμύδια ακόμη εκεί. Στα πέδιλα
Keywords
Τυχαία Θέματα