The bystander effect και ο Βαγγέλης, ο Άλεξ...

Γράφει ο Γιώργος Σωτηρόπουλος Με αφορμή τον άδικο χαμό του Βαγγέλη Γιακουμάκη και με κάθε σεβασμό στη μνήμη του είναι ευκαιρία να καταγραφούν κάποιες σκέψεις σχετικές με το φαινόμενο του εκφοβισμού σε κλειστά κοινωνικά συστήματα, όπως είναι τα σχολεία ή μια φυλακή είτε και ένα ολόκληρο χωριό.
Το 1964 η Κάθριν (Κίττυ) Τζενοβέζε δολοφονήθηκε μπροστά στο σπίτι της. Μέχρι να πεθάνει, ούρλιαζε για βοήθεια, ευελπιστώντας στη συνδρομή βοήθειας. 28 άτομα άκουσαν
τις κραυγές της αλλά κανένα από αυτά δεν έκανε κάτι. Μετά από αρκετά λεπτά κάποιος τελικώς κάλεσε το ασθενοφόρο, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Αυτό το περιστατικό ήταν και η..... αφορμή ενός πειράματος κοινωνικής ψυχολογίας από τους ψυχολόγους Ντάρλεϋ και Λατανέ γνωστό και ως “η επίδραση του παρευρισκομένου” (the bystander effect).
Το αποτέλεσμα του πειράματος ήταν ότι οι άνθρωποι τείνουν να βοηθούν όσο το δυνατόν λιγότερο θεωρώντας ότι μπορεί να βρεθεί κάποιος άλλος να το κάνει στη θέση τους (διασπορά ευθύνης) αλλά και εφόσον κανείς δεν αντιδρά, αυτό σημαίνει ότι τελικώς δε χρειάζεται να προσφερθεί κάποια βοήθεια γενικά. Το πείραμα ίσως να αποδεικνύει και ότι η αλληλεγγύη δεν είναι μία κατάσταση του ανθρώπινου όντος που είναι εκ φύσεως, αλλά μάλλον θα πρέπει να καλλιεργηθεί από πολλές και διαφορετικές πλευρές, προκειμένου να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Συναφής είναι και η έννοια της“ομερτά” αλλά τελικώς είναι δύο διαφορετικά πράγματα και δε θα πρέπει να συγχέονται. Στο πρώτο, “επίδραση παρευρισκομένου”,υπάρχει ένα ψήγμα ελεύθερης βούλησης, μπορεί, βέβαια, αυτό να επηρεάζεται από φοβίες ή κοινωνικές συνθήκες, αλλά μπορεί κάποιος να παρέμβει οικειοθελώς. Στην “ομερτά” δεν επιτρέπεται να παρέμβει, γιατί του το έχουν απαγορεύσει. Αν μιλήσει, τότε μάλλον θα έχει ραντεβού με...τα ψάρια. Η “ομερτά” είναι ο νόμος της σιωπής και την χρησιμοποιεί ο υπόκοσμος, για να καλύψει τα νώτα του.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, το Βαγγέλη Γιακουμάκη ή τον Άλεξ και όλα τα ανώνυμα θύματα εκφοβισμού δεν είναι τόσο η δική τους αδυναμία να αντιδράσουν. Αυτή δικαιολογείται. Είναι, όμως, περισσότερο εκνευριστική και θρασύδειλη η αδυναμία μας, των υπολοίπων “υγιών και δυνατών” να μιλήσουμεκαι να ενημερώσουμε, να υπερασπιστούμεέναν αδύνατο.
Διακατεχόμαστε, δυστυχώς, από το σύνδρομο “του μη με πούνε ρουφιάνο” και γι'αυτό δε μιλάμε. Αυτό αποδεικνύει το πόσο μπερδεμένοι είμαστε. Μας πνίγει το δίκαιο αλλά δε μιλάμε. Εκνευριζόμαστε όταν βλέπουμε κάποιος να κακοποιείται μπροστά στα μάτια μας και το χαρακτηρίζουμε βάρβαρο αλλά ευελπιστούμε βαθιά μέσα μας να βρεθεί κάποιος άλλος να ξεσηκωθεί και να συγκρατήσει το χέρι που πάει να δείρει, αλλά όχι εμείς.
Είναι άλλο πράμα η ρουφιανιά, όμως, δηλαδή το να χώνει κανείς τη μύτη του εκεί όπου δεν έχει καμιά δουλειά και άλλο πράμα η ευσυνειδησία, δηλαδή το να προβαίνεισε πράξεις, που φαινομενικά δεν έχουν καμιά σχέση μαζί του αλλά έχουν πολλή περισσότερη από όσο εκείνος φαντάζεται.
Γιατί κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αυτός-αυτή-εμείς στη θέση του θύματος. Γιατί, αν το καλοσκεφτούμε, ο θύτης και το θύμα είναι και οι δύο φοβισμένοι. Σε μας, τους υπολοίπους, εναπόκειται να αντιδράσουμε.

https://www.youtube.com/watch?v=OSsPfbup0ac4
Keywords
Τυχαία Θέματα